Search

Πάσχα στη Μικρασιατική Ερυθραία

Γράφει η Εύα Κασκάνη Durkan
Στα Αλάτσατα γεννήθηκα και παντρεύτηκα άντρα Λυθριανό γέννημα και θρέμα.
Θαρρώ πως θράφηκα και εγώ στο Λυθρί της Ερυθραίας αφού πήγα νύφη στα δεκαπέντε.
Ζωή χαρισάμενη πέρασα εκεί και δοξασμένο το όνομα της Αγιάς Ματρώνας …καλά είμαστε και εδωνά παρά τις μπόρες και τις πίκρες των διωγμών που περάσαμε ,μπορέσαμε και σταθήκαμε ολόρθοι μπροστά στη Ζωή…”
Η ” κερά Ματρώνα”  ( που είχε και το όνομα της Αγίας που λάτρευε) ήταν σπουδαίος και ξεχωριστός Άνθρωπος.Αψηλή και πανέμορφη,ήρεμη και αξιογάπητη μεγάλωσε παιδιά,μεγάλωσε εγγόνια και κανάκεψε δισέγγονα.Η πρότελευταία (ηλικιακά ) εγγόνα της, που από γεννησιμιού της ήταν προσκολλημένη απάνω της, μπορεί με πείσμα να μην δεχόταν να της διδάξει η γιαγιά κέντημα η βελονάκι όταν όμως η ” Κερά Ματρώνα”
” ζωγράφιζε” κυριολεκτικά στην δαντελωτή της κουζίνα μαγειρεύοντας ” τα δικά τους όμορφα” ( έτσι έλεγε τα Μικρασιάτικα φαγητά και γλυκά) δεν έπαιρνε τα μάτια της από τα χέρια της αγαπημένης της Νενέκας,ενώ οι συζητήσεις τους κρατούσαν ώρες και ώρες,αρκεί να μην της μιλούσε για κεντήματα,σταυροβελονιές και βελονάκια …εκεί τα χαλούσαν.!
Πλησίαζε Πάσχα ,Λαζαροσάββατο ήταν,ένα ποδαράκι είχε μείνει στην κ. Σαρακοστή που είχαν φτιάξει μαζί και καθισμένες στον πράσινο καναπέ όπως συνήθιζαν δίπλα δίπλα,πίνοντας τσάϊ με ταχίνι η γιαγιά και την “οβομαλτίνη” της η εγγόνα ( ποιος θυμάται πια την οβομαλτίνη θα μου πείτε) ξεκινήσανε συζήτηση για το Πάσχα που ζούσανε εκεί στα μέρη της Ερυθραίας.
“Κόβγαμε το τελευταίο ποδαράκι της Κυράς Σαρακοστής και σαν ερχόταν το Σάββατο του Λαζάρου ήρχιζαν οι γιορτές τσι Πασχαλιάς (τι όμορφη αυτή η ντοπιολαλιά…)
Στα πιο πολλά χωριά οι γιορτές τελειώνανε το Νιότριτο,όμως στο Λυθρί τελειώνανε της Ζωοδόχου Πηγής,που
γινότανε μεγάλο παναΰρι για την χάρη της…ούλα τα χωριά μαζευότανε εκείνη τη μέρα,ίσιαμε από τα Καράμπουρνα κατεβαίνανε και γέμιζε το χωριό μουσαφίρηδες.Το Σάββατο που λες του Λαζάρου ηγυρίζανε τα παιδάκια ούλο το χωριό  τραγουδούσανε το “Λαζαρικό”και βαστούσαν και μια “κούτσα” ( κούκλα) φασκιομένη στα χεράκια τως καθώς και λουλουδάκια των αγρών λογιώ λογιώ μα και τροκάνες και ηλέγανε :
“Ήρτ’ ο Λάζαρος,ήρταν τα Βάγια
Ήρτ’ η Κυριακή που τρών τα ψάρια
Που σαι Λάζαρε που ν’ η φωνή σου
Που σε ηγύρευγε η μάννα κ’ η Αδερφή σου
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ τρώμε ψάρι και κολιό
Και την άλλη Κυριακή βάζω τ’ άσπρο μου βρακί.”
Ουυυυ ηλέγανε πολλά στιχάκια κι όμορφα…κατιτίς σαν κάλαντα δηλαδή…
Σαν τώρα θυμάμαι με το που ρχότανε του Λαζάρου λωλαινόμαστε στην δουλειά οι νοικοκυρές…η πρώτη μας δουλειά ήτανε να γαλαχτίσουμε ( ασβέστωμα) τις αυλές,ηγινότανε άσπρες σαν το γλάρο, να τινάξουμε τα χαλιά,εγώ τα σήκωνα κιόλας νωρίς νωρίς και ηστόλιζα τις άσπρες μου νταντέλες.Γεμίζαμε λουκούμια τα βάζα για τη νηστεία να ξεγελούμε τα παιδάκια,τότενες όλοι νηστεύαμε…μέσα σε όλα πλάθαμε από βραδύς και τους Λαζάρους που μοσχομυρίζανε μαστίχι χιώτικο.
Κυριακή παγέναμε στην εκκλησιά να πάρωμε τα ” Βάγια” για το εικονοστάσι να ξορκιστούνε οι αρρώστιες,οι γλωσσοφαγιές και ούλα τα κακά.
Είχαμε πόχαμε τόση δουλειά,νοιαζόμαστε και τσι γειτόνισσες μη θένε καμιά βοήθεια…όλες πολυπαιδούσες βλέπεις. Το βράδυ παγαίναμε στα Νύμφια…σκουροντυμένες και με σέβας μεγάλο στο Άγιο Πάθος.
Μελιώτισσες κυράδες ήξεραν καλά το μοιρολόϊ τσι Παναγιάς και κάθε χρόνο το στέλνανε γραμμένο με όποιονε βρίσκανε για να μην χαθεί και να το μαθαίνουν ούλες οι γενιές.Εμείς το μοιρολόϊ δεν το λέγαμε μοναχά την Μ. Πέφτη ( Πέμπτη),το αρχίζαμε αμέσως μετα τα Νύμφια.
Μ.Πέφτη μεταλαβαίναμε τα παιδάκια,εκείνη τη μέρα τους φορούσαμε καινούργια  παπουτσάκια από λουστρίνι.Μετά την εκκλησιά αρχίζαμε και κάναμε κουλούρια,κολλίκια τσουρέκια και τις Αλατσατιανές κουτσούνες, κουλουράκια που μοιάζανε με ανθρωπάκια και είχανε ένα αυγό κόκκινο στην τζεφαλί τους.Την ίδια μέρα ηβάφαμε και τα αυγά..μπάς και θαρρείς πως όλα ήταν κόκκινα??? Αναλόγως την μπογιά ήβγαινε και το χρώμα.Εγώ τα βαφα με κρομυδότσοφλα αλλά και με μια μπογιά που πουλούσανε για τσι Τούρκισσες νύφες ( χέννα εννοούσε) και γινότανε κατακίτρινα.Εδευτά τα κίτρινα τα τρώγανε τα παιδάκια την Πρωτομαγιά για να ναι χρυσωμένη η ζωή τους.Άλλες βάφανε “παπάβγουλα” ( αυγά πάπιας) θεριόρατα και ύστερα τα φουρνίζανε. Άλλες πάλι περντικαύγουλα…σα μπιμπελά ήτανε όμορφα.
Οι ” άντριδοι” στους καφενέδες καρφώνανε τον φάντη το τραπουλόχαρτο σε ένα καρφί,για το κρεμάζανε σε μια λάμπα για να περιπαίξουνε το κέρδος του Ιούδα που πρόδωσε για τον παρά τον Χριστό.
Η Μεγάλη Παρασκευή ήτανε η πιο αλλιώτικη μέρα…Τι βαριά καρδιά…τι θλίψη και μια βροχή αλλόκοτη.Μετά την αποκαθήλωση παγαίναμε να “επισκεφθούμε ” τους εκλιπόντες μας και να διαβάσει ο παπάς τα τρισάγια..Ύστερα γραμμή για τα σπιτικά μας να μαγειρέψωμε νερόβραστες φακές που τις σερβίραμε με γλυκάδι( ξύδι) και ένα μαρουλόφυλλο.Ηκάμναμε και τον ” χυλό” με αραρούτι ( καβουρδισμένο αλεύρι) ,σιτάρι,καρύδια,ζάχαρη και κανέλλα και τονε μοιράζαμε για την μακαρία των κεκοιμημένων μας.Τα κοριτσάκια μαζεύγανε από το λόφο της Αγιάς Ματρώνας του κόσμου της μαργαρίτες και ούλοι μας στέλναμε λουλουδια για τον στολισμό του Πιταφίου μας.Τόσες βιολέτες!!! Τόσο όμορφα χρώματα που βρίσκοταν!!! Το βράδυ εκατοντάδες κεράκια ήφεγγαν στους δρόμους,με μεγαλοπρέπεια περνούσε η πομπή.Εκείνες τις ώρες ακόμα και οι Τούρκοι ” ευλαβούσαν” στο άκουσμα των εγκωμίων που μαυροντυμένες κοπέλες έψελναν.
Το Μ. Σάββατο τι να σου λέω.Με το ” Ανάστα ο Θεός” ξεκινούσε μεγάλο πατιρντί στην εκκλησιά.Χτυπούσε ο κόσμος τα στασίδια για φοβηθούν οι Οβριοί και να ξεγκιλιστούν να φύγουν.Ο παπάς έραινε λουλούδια και νεραντζόφυλλα τον κόσμο.Βάζαμε τα λουλούδια που επιάναμε στο εικονοστάσι και στο πορτοφόλι μας για μπερεκέτι.
Όξω από την εκκλησιά να μην σου πω τι γινότανε με τα βαρελότα και τσι στρακαστρούκες.Οι κυράδες φοβότανε τα μπομπάκια και όλο χάδι στηριζότανε στο μπράτσο του κυρίου τους…μαζί και εγώ,που με είχε παραχαϊδεμένη ο παπούς σου αναπαυμένη η ψυχούλα του να είναι.Το μεγάλο Σάββατο όλοι κάτι καινούργιο φορούσαμε. Τρίζανε τα ρούχα μικρών και μεγάλων.Τα παιδάκια καλοχτενισμένα και πανέμορφα περίμεναν υπομονετικά να πάρουν αντίδωρο και να ξεχυθούν ευθύς αμέσως στους μαχαλάδες…θέλανε να βγούνε να τραγουδήσουν το
Τσίκο τσιτσίκο
Οβραίο Χαχαμίκο…
και να πάνε να ετοιμάσουν το ξόγανο του Ιούδα να το κάψουνε το βραδάκι.
Κατά τις δéκα γύριζε ο ντελάλης και με ένα ξύλο ( σοπάκι) χτυπούσε τσι πόρτες των σπιτιών.
Ήπρεπε να αρχίσωμε να ετοιμαζόμαστε για την Ανάσταση.Παίρναμε το φαναράκι μας και από ένα αυγό στην τσέπη και παγαίναμε στην εκκλησιά.Με το ” Χριστός Ανέστη” γινότανε το έλα να δεις…ήπρεπε να φτάσει η είδηση παντού,τέτοιος σαματάς εγινότανε.
Οι βάρκες των ψαράδων μας ήτανε φωτισμένες με φαναράκια,ομορφιά να βλεπες.
Ύστερα παγαίναμε σπίτια μας να φάμε κατσικάκι σούπα..μαγειρίτσες εμείς δεν ηξέραμε. Μετά τον διωγμό τις μάθαμε.
Την Κυριακή του Πάσχα , πάλι σούβλες δεν ηκάμναμε…καπαμά αρνί κάμναμε ,για αρνί στις κλιματόβεργες και το ψήνανε στο φούρνο.Στο τραπέζι μας υπήρχαν ολόφρεσκες μουζήθρες,αυγά,σαλάτες και κουλούρια.Στρώναμε στο μαχαλά τραπέζια και τρώγαμε ,τραγουδούσαμε,χορεύγαμε.Παιχνιδιάτορες ( οργανοπαίχτες) γυρνούσαν τσι γειτονιές να μην μείνει κανείς παραπονούμενος….έτσι ήταν το πρέπον!!!
Την λαμπροδευτέρα γινότανε το Αντέτι του σημαδιού.Όλοι οι λεβέντες διαγωνιζότανε στο σημάδι με πιστόλι.Ο νικητής κέρδιζε ένα ριφάκι αμά ήτανε υποχρεωμένος να το φάει με όλους που διαγωνίστηκαν….έτσι ήταν ούλοι κερδισμένοι.
Το Νιότριτο μεγάλα πράματα γινότανε.Μετά την λειτουργία γινότανε λιτανία. Μπροστά μπροστά το Μπαργιάκι της Ανάστασης.Ετούτο το Αντέτι γινούτανε από τα Καράμπουρνα ίσιαμε τον Τσεσμέ και τα Βουρλά.Αν οι ενορίες ήτανε πάνω από δυο σμίγανε στις πλατείες τα μπαργιάκια και όποιοι το σηκώνανε πιο ψηλά ήτανε οι κερδισμένοι.
Στον Τσεσμέ ακολουθούσαν την λιτανεία και Τούρκοι από ούλα τα στρώματα και διαβαζότανε ευχή και ” υπέρ του Σουλτάνου”…καλοπιάσματα ήτανε…
Του Αγιού Γιωργιού,είχαμε άλλα όμορφα…είχαμε τσι κούνιες στις εξοχές..Παγαίναμε στον Γκιουλ Μπαξέ να δούμε τις ολοστόλιστες κούνιες που κάθονταν κοπελούδες και όσο πιο ψηλά τις πάγαιναν τόσο πιο καλή τύχη θα βρίσκανε,αλλά και να μαζέψουμε Αγιοργήτικα ευλογημένα πούλουδα και να φάμε κεσκέκι που η νοστιμιά του ήτανε μια και μοναδική.
Της Ζωοδόχου Πηγής γιόρταζε το Λυθρί μας.Ανοίγαμε τα σπίτια μας,ερχότανε συγγενείς και φίλοι από ούλα τα χωριά ο κόσμος…εκεί να δεις χαρές.
Κυριακή του Θωμά είχαμε ταξίδι..μαζευόμαστε οι Ερυθραιώτες να πάμε στην Μαγνέσια.
Από την Σμύρνη παίρναμε το τραίνο και παγαίναμε να προσκυνήσουμε την Αγιά Αναστασία του Χορόσκιοΐ.Θαυματουργή …ακόμα και οι Τούρκοι την πίστευαν και την ηλέγανε ” Καρακίζ”.Για κάθε πρόβλημα έδινε λύση η Αγία μεγάλη να είναι η χάρη της,!!!
Έτσι περνούσαμε το Πάσχα στην Ερυθραία μας…τώρα μπορεί να μου ξέφυγε και κανένα αντέτι…ότι θυμηθώ θα στο πω..!!!
–Σε ευχαριστώ Νενέκα μου…με μεγάλωσες με τις πιο ωραίες ιστορίες!!!
— ΑΧ βρε κόρη μου…δεν ήτανε σάμπου αγαπάς τις ιστορίες ,να αγαπούσες λιγάκι και το κέντημα..δε βαριέσαι ο καθένας με το τάλαντό του γεννιέται..Χαλάλι σου!