Search

Ιστορίες Μικρασιατών προσφύγων

Στα πλαίσια της συμπληρώσεως 100 ετών από τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής ο Σύλλογος Μικρασιατών Σκάλας Λουτρών “Το Δελφίνι” θα δώσει στην δημοσιότητα μια σειρά άρθρων σχετικών με ντοκουμέντα και ιστορίες Μικρασιατών προσφύγων

Επιστολή που εστάλη στον Σύλλογο στις 8-1- 2015 από την κ. Ιωάννα Αραμπατζή-Τζανουδάκη

 

 

Αγαπητοί μου,

Ευχαριστώ πολύ που για άλλη μια φορά με υποχρεώσατε και με συγκινήσατε με τις εξαιρετικές εκδόσεις σας.

Τα ποιοτικά τους θέματα και τα αισθήματα που εκπέμπουν, είναι μοναδικά. Δεν γνωρίζω πιο πυκνή και ουσιαστική αναφορά στο μικρασιατικό ζήτημα. Η τιμή δε που κάνατε στη μνήμη του πρώτου διωγμού, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων, είναι ξεχωριστή. Εσείς κι ο κ. Γιακουμής φέρατε στην επιφάνεια κάτι που κόντευε να ξεχαστεί.

Με την ευκαιρία, σας στέλνω ένα σχετικό κείμενο που έχω γράψει για τον Φωκιανό πατέρα μου. Να είστε πάντα καλά και σταθερά δημιουργικοί.

Με εκτίμηση  Ι. Αραμπατζή-Τζανουδάκη

 

100 χρόνια μετά!!!

– Είναι γνωστό ότι οι περισσότερες προσφυγικές οικογένειες έχουν μια αντίστοιχη ιστορία με της δικής μου. Εκείνο όμως που για πολλά χρόνια πίστευα ότι κουβεντιαζόταν  μόνο στο δικό μας σπίτι, ήταν ο πρώτος διωγμός. Έπαιρνε θέση ορόσημου στις διηγήσεις. Άκουγες: «πριν τον πρώτο διωγμό», «το 14», «μετά τον πρώτο διωγμό», «στον πρώτο διωγμό», «μετά το 14». Μαζί με τα αντίστοιχα για το δεύτερο διωγμό του 22, και την τραγικότητα που κουβαλούσαν, στοίχειωναν στο παιδικό μου μυαλό. Πέρασε καιρός μέχρι να αντιληφθώ τι ζωντανά κομμάτια της ιστορίας ήταν οι διηγήσεις των ανθρώπων μου και να φτάσω να τις αναζητώ με λαχτάρα, να τις…προλάβω.

– Επιτρέψτε μου, για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τότε, τιμώντας τη μνήμη τους, να μοιραστώ μαζί σας μια απ’ αυτές τις ιστορίες:

«Το 1914, είχε μπει πια στην τελευταία τάξη του Δημοτικού στις Νέες Φώκιες. Το επιβλητικό διώροφο κτίριο στην άκρη της πόλης, με τοξωτά παράθυρα και αμφιθέατρο, γέμιζε από ελληνόπουλα.  Ήταν καλός μαθητής, πρώτος έλεγαν. Μεγάλα τα όνειρα της οικογένειας για τον πρωτότοκο (Γυμνάσιο στη Σμύρνη και μετά, Πολυτεχνείο στην Αθήνα), αφού ο καγιάς, οικογενειακή επιχείρηση (λατομείο με προϊόντα τους γνωστούς φωκιανούς μονόλιθους-παραστάτες στις εισόδους των σπιτιών), έδινε τα οικονομικά περιθώρια. Γκρεμίστηκαν όμως,  μετά τον πρώιμο χαμό του πατέρα. Με νωπή ακόμα την απώλεια, τους βρήκε το 14, ο πρώτος διωγμός. Στα δώδεκά του, προστάτης τριών αδελφιών, μάνας, παππού και γιαγιάς, βρέθηκε στο δρόμο της προσφυγιάς. Μ’ έναν μπόγο στα χέρια, μαζί με πολλούς συμπατριώτες, έφτασαν στο Πλωμάρι, τόπο φτωχό που βούλιαζε από αναγκεμένο κόσμο. Μια αυτοσχέδια σκηνή, με κάποια πανιά γύρω από ένα δέντρο, για σπιτικό, συμπλήρωνε την τραγικότητα. Εικόνες πάνω από περιγραφή….  Η ζωή δεν είναι ευθεία γραμμή. Έχει πυκνώσεις κι αραιώσεις. Με τις κακές πυκνώσεις μετριέται κανείς τέτοιες ώρες κι ας κάνει κι αλλιώς. Οι κακουχίες και η πείνα ζητούσαν λύση. Ο τόπος εκεί, αφού έκανε ό,τι μπορούσε, δεν άντεχε περισσότερο. Τα δυο ξερά σύκα που έδιναν οι ντόπιοι στα προσφυγόπουλα για κάθε φόρτωμα ξύλων στην πλάτη από το βουνό, πού να φτουρήσουν; Μια είδηση με βοηθό τη γνώση της  γεωγραφίας της Ελλάδας, έδωσαν φτερά στη φαντασία του δωδεκάχρονου. Άκουσε πως κάποιος συκοπαραγωγός στην Ερεσό, ονόματι Κούκος, ζητούσε εργάτες. Σ’ ένα χάρτη της Λέσβου που κατάφερε να βρει, είδε πως η απόσταση με τα πόδια, ήταν πάνω από τα μέτρα του. Να είχε ένα βαρκάκι, όπως στην πατρίδα, να διασχίσει τον κόλπο της Καλλονής στο στενό σημείο (στο λαιμό), όλα θα ήταν πιο εύκολα. Για όλα αυτά, κουβέντα στην οικογένεια, γνωρίζοντας την αντίθεσή της. Στην απελπισία του, η ιδέα να περάσει κολυμπώντας, άρχισε να του δίνει ελπίδες. Σε λίγες μέρες το έκανε πράξη , φεύγοντας στα κρυφά. Ο μοναχικός ποδαρόδρομος, δύσκολος και μακρύς, κάποτε τον έβγαλε στην άκρη του κόλπου της Καλλονής, δυο βήματα απ’ τ’ ανοιχτό πέλαγος. Βγάζει τα ρούχα του, τα δένει στο κεφάλι κι αρχίζει να κολυμπά. Να ζούσε την πραγματικότητα ή ταξίδευε με τη φαντασία του στα ευλογημένα νερά της Φώκαιας, ξένοιαστο, με τους φίλους να παραβγαίνουν στις βουτιές; Κάποτε έφτασε απέναντι και με το χάρτη στα χέρια, συνέχισε τον ποδαρόδρομο για την Ερεσό. Ρωτώντας, βρήκε τον κ. Κούκο. Σοβαρός και καλοσυνάτος, ζύγισε τα λόγια του παιδιού και το πήρε στη δούλεψή του. Ξύπνιο και προκομμένο, κέρδισε τη συμπάθεια του αφεντικού, κι αν δεν το έτρωγε η έγνοια για τη στενοχώρια των δικών του, δεν θα σκεφτόταν το γυρισμό. Ο ευαίσθητος κύριος Κούκος, που όπως φάνηκε, παρατηρούσε διακριτικά τον αγώνα του, τον ρώτησε αν θέλει να πάει να φέρει όλη του την οικογένεια, να δουλεύουν όσοι μπορούν και να μένουν σε σπίτι που θα τους παραχωρούσε. Πέταξε από τη χαρά του. Έβαλε όσα χρήματα είχε μαζέψει σε ένα σακουλάκι, το ‘χωσε στον κόρφο του και δρόμο για το Πλωμάρι. Κάποια καρότσα, κανένα γαϊδουράκι, έκαναν την επιστροφή πιο ανθρώπινη. Όταν έφτασε στην άκρη της πόλης, κάποιοι που τον γνώρισαν, ειδοποίησαν τη μάνα του. Η αγωνία που είχε περάσει η δύστυχη, εκείνη την ώρα πήρε τη μορφή θυμού. Φοβισμένο το παιδί, της δείχνει το σακουλάκι λέγοντας: «Κοίτα μάνα, έφερα λεφτά. Βρήκα σπίτι και δουλειά για όλους σας. Θα σας πάρω μαζί μου». Χαλάρωσε η καημένη, συνειδητοποιώντας  την αλήθεια, ότι το παιδί της ζει. Με τη μεγάλη καλυτέρευση της ζωής τους, η προσφυγιά μαλάκωνε. Ώσπου έφτασε η μεγάλη μέρα. Τα νέα του 19 για την επιστροφή στην πατρίδα, τους έδωσαν φτερά και πέταξαν στο όνειρο. Για τον παππού και τη γιαγιά όμως, η ζωή, πνιγμένη στον πόνο, τελείωσε στη Λέσβο…. Αν και με ρημαγμένα τα σπίτια και χορταριασμένα τα κτήματα, κατάφεραν να ορθοποδήσουν. Οι χαρές όμως έχουν το ελάττωμα να μην κρατούν για πολύ. Έτσι, στο χρόνο επάνω, ο πόλεμος θέριεψε. Ένας λοχαγός του ελληνικού στρατού, βρέθηκε στις Φώκιες. Το δωδεκάχρονο που είχε κλείσει πια τα 18, άκουσε πως ο αξιωματικός αυτός, εξέταζε ποιοι από τους ντόπιους που θέλουν να πάνε εθελοντές στο στρατό, είναι κατάλληλοι να πολεμήσουν. Τον ξάδελφό του, τον είχε ήδη επιλέξει. Πλησίασε και δήλωσε συμμετοχή.  Ο λοχαγός, όπως τον είδε αδύνατο και ταλαιπωρημένο, θέλοντας να τον απορρίψει, του μέτρησε το ύψος και του λέει: «Δεν κάνεις. Άσε να ψηλώσεις». «Ο ξάδελφός μου είναι πιο κοντός και τον πήρες. Θα πάρεις και μένα», λέει προσβλημένος ο νεαρός μας. Ο λοχαγός, συγκινημένος, τον χτυπάει στην πλάτη και τον παίρνει……«Τάγμα ευζώνων Πλαστήρα» η μονάδα του. Να και το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ και ο Σαγγάριος ποταμός, να και η……οπισθοχώρηση. Μετά από μια μάχη, παρασημοφορήθηκε από τον Πλαστήρα, για την ηρωική δράση του στα πεδία των μαχών. Το παράσημο, η ξιφολόγχη και η ευζωνική στολή, μαζί με τον κάτοχό τους, στο διωγμό του 22, έφτασαν στην Ελλάδα, και «διηγούνται» από τότε την πικρόγλυκη ιστορία».

Μπορεί, από επιλογή, να μην επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα, αλλά πάντοτε την κουβαλούσε με νοσταλγία. «Η νοσταλγία είναι στοχασμός, φθορά κυττάρων, ενίοτε προάγγελος αργού θανάτου».

 Ιωάννα Αραμπατζή-Τζανουδάκη