Search

Φαρμακεία και φαρμακοποιοί της πόλης μας – Του Βάσου Ι. Βόμβα

Γράφει ο Βάσος Ι. Βόμβας.
Φωτογραφία Εξωφύλλου Παλιές Φωτογραφίες της Λέσβου και της Μυτιλήνης

Στα χρόνια τα παλιά, ας πούμε στις αρχές του προλαβόντος αιώνος, στη  μικρή μας πόλη,  ευτυχήσαμε να έχουμε, αρκετά  φαρμακεία αλλά και πολύ καλούς έως άριστους Φαρμακοποιούς, που  ενέπνεαν σεβασμό και εμπιστοσύνη στους συμποπολίτες μας, με την άριστη επιστημονική του κατάρτιση.

Τα φαρμακεία, της τότε εποχής,  ήταν και χώροι κοινωνικών  συναθροίσεων και μαζί με τα κουρεία και τα ραφεία της πόλης, αποτελούσαν  οιονεί μικρά βουλευτήρια, όπου πολλοί εκ  των συμπολιτών μας, περνούσαν την ώρα τους, διαλεγόμενοι μεταξύ τους, ασκούντες αυτήν την τόσο χρήσιμη κοινωνική κριτική, που ενίοτε έπαιρνε και τη μορφή, ενός καλοπροαίρετου “πάντα”,  κουτσομπολιού.

Σήμερα όμως, θα μιλήσουμε  αποκλειστικά για τα φαρμακεία και για κάποια εξέχουσα προσωπικότητα του κλάδου τους.’Εμμεσα όμως, θα συμπεριλάβουμε και  κάποιους άλλους, στο βαθμό, που είναι απαραίτητη η αναφορά μας και σ΄αυτούς, έτσι για την καλύτερη προσέγγιση του θέματός μας!

 Δεν ξέρω το λόγο, που τα φαρμακεία της τότε εποχής, έπρεπε την σοβαρότητα τους, να την εξαντλούν στον εσωτερικό τους διάκοσμο. Κι αυτό φαίνονταν ξεκάθαρα, από το χρώμα που προτιμούσαν, για τις προθήκες του φαρμακείου τους, αλλά κυρίως για την εσωτερική του διακόσμηση, και  που όλες, μα όλες, ήταν σκούρες καφέ,  με τζάμια, που τις έκαναν περίκλειστες κι ακόμα πιο απωθητικές. Και μέσα τους, ερμητικά κλεισμένα,  μπλε – μωβ  μπουκάλια και μπουκαλάκια,  που το περιεχόμενο τους,  σκόνες και αλοιφές, αποκτούσε μια μυστική  διάσταση, κάποιου μαγικού ελιξηρίου ή την  θεραπευτική ιδιότητα ενός μοναδικού “γιατροσοφιού”, που οι αγωνιώντες ασθενείς, θεωρούσαν ότι ήταν η σωτηρία τους. Αυτό, από μόνο του, λειτουργούσε αποτελεσματικά για τον πάσχοντα, που στο πρόσωπο του φαρμακοποιού έβλεπε τον σωτήρα του.
Τότε τα φάρμακα, δε  ήταν σαν τα σημερινά, βαλμένα σε πολύχρωμα ελκυστικά κουτάκια, επιμελώς τακτοποιημένα σε συρτάρια και συρταράκια. Τα φάρμακα της τότε εποχής, πλην των βιομηχανικά παραγομένων αλοιφών και κάποιων τυποποιημένων “σκονών” φτιάχνονταν από τους φαρμακοτρίφτες, υπό την εποπτείαν των φαρμακοποιών  και κατ’ εντολήν του θεράποντος ιατρού, που στη “ρετσέτα” που έδινε στον ασθενή,  την (συνταγή δηλαδή ) συνταγογραφούσε και το φάρμακο, που ήθελε. για τον ασθενή του.
Κι ο φαρμακοποιός, από τη μεριά του φρόντιζε να εκτελεί την συνταγή, σύμφωνα με τις υποδείξεις του γιατρού, αναθέτων την σχετική εργασία στον βοηθό του,  εμπειρικό φαρμακοποιό, εξειδικευμένο στην παρασκευή του κάθε λογής φαρμάκου.
Στη Μυτιλήνη, των χρόνων εκείνων, υπήρξαν  ονομαστοί φαρμακοτρίφτες βοηθοί, πολύτιμοι συνεργάτες των φαρμακοποιών.
Θα μιλήσω για έναν απ’ αυτούς που έφτασα κι εγώ.
‘Ηταν ο συνεργάτης του κυρ Μανώλη του Τσόχατζη, ενός προσηνούς και άριστου φαρμακοποιού, που και μόνο η παρουσία του στο φαρμακείο του, σε γέμιζε  εμπιστοσύνη.
Είχε λοιπόν συνεργάτη και συνεταίρο του, τον κ. Ζουμπούλη, αξεπέραστο ” φαρμακοτρίφτη”,  ονομαστό για την επιδεξιότητα του στην παρασκευή των συνταγογραφημένων φαρμάκων, από τους συντοπίτες γιατρούς μας. Πάντα εργαζόμενος, στο πίσω μέρος του φαρμακείου, αθόρυβος πίσω από μια κουρτίνα, σαν άλλος αλχημιστής,  έφτιαχνε αλοιφές και καταπότια (σκονάκια) θεραπευτικά, για τους πάσχοντες πελάτες του φαρμακείου. Οι τότε βοηθοί των φαρμακείων, για λόγους βιοπορισμού,  ασκούσαν επιτυχώς και το επάγγελμα του ενεσιολόγου. Τότε οι ενέσεις ήταν του συρμού και μπορώ να πω, σχεδόν απαραίτητες, για τη θεραπευτική αγωγή, που συνιστούσε ο γιατρός.
Ας  θυμηθούμε την εποχή, που κυριαρχούσε η πενικιλλίνη και που τότε, την χορηγούσαν  ανά τρίωρο. Χαρά σε όποιον δέχονταν τέτοια θεραπεία. Σε λίγο καιρό, δεν μπορούσε να βρείς την κατάλληλη  θέση να γύρεις το κορμί σου, στο κρεββάτι, από τον πόνο που ένιωθες στα οπίσθιά σου. Εκ πείρας ομιλώ!
Τότε στην πόλη μας, έλαμψε και  η παρουσία ειδικού ενεσιολόγου , ο οποίος δεν ευτύχησε να τελειώσει την ιατρικήν, αλλά μη θέλοντας και να αποχωριστεί την Ιπποκράτειο  επιστήμη, τό’ ριξε στις ενέσεις. ‘Ομως το απωθημένο του, ήταν τόσο δυνατό, που δεν τον άφηνε να λησμονήσει το χαμένο του όνειρο. Έτσι παίρνοντας ύφος ντοτόρου, δεν παρέλειπε σε κάθε επίσκεψη του, όταν του έλεγες από τι έπασχες, να σε άκούει , με πολύ προσοχή, να παίρνει  το ανάλογο -τη περιστάσει-  ύφος και πολύ σοβαρά ….να κάνει την διάγνωσή του!
– Εμείς, (παύση)…… σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ως θεραπεία,  συνιστούμε το…..τάδε φάρμακο.
‘Ηταν η ανέξοδη επιθυμία του και η μεγάλη του ικανοποίηση!
Ο κυρ Μανώλης, μεγάλος πιά,  ευτύχησε να δεί τον πρωτότοκο γιό του,  τον αλησμόνητο φίλο μας τον Αλέκο, να τον διαδέχεται  στην διεύθυνση του φαρμακείου τους.  Τον θυμάμαι ακόμα να κατεβαίνει και να κάθεται κοντά στην είσοδο του,  με το καλωσυνάτο του βλέμμα και να εποπτεύει τον χώρο. Παρ΄όλο που δεν γελούσε, το πρόσωπό του, ήταν ένα χαμόγελο,  που απέπνεε ευγένεια, καλοσύνη και αρχοντιά.
Ο Αλέκος, γεννημένος φαρμακοποιός, με καινούριες ιδέες, δραστήριος, όσο δε λέγεται, πλούτισε και αναβάθμισε το φαρμακείο του, σε τέτοιον βαθμό, που επάξια κέρδισε τη φήμη του πιο ρηξικέλευθου φαρμακοποιού της πόλης μας. Κύριο γνώρισμα του φαρμακείου του, η πληρότητα του σε φάρμακα, αλλά κυρίως, η μοναδική ενημέρωση του, γύρω από το φάρμακο. Άνθρωπος του καθήκοντος και ιδιαίτερα σοβαρός και έντιμος (μέχρις εκεί που δεν έπερνε), ευτύχησε να νυμφευθεί την Αικατέρινην Μουζάλα, γόνον αρχοντικής οικογενείας και να κάνουν μια θαυμάσια οικογένεια και δυο εξαιρετικά παιδιά.Τον Μανώλη και  τον Ασημάκη.
Βάσκανη μοίρα τον πήρε νεώτατο από κοντά μας.
Εν τω μηνι Αθύρ ( Δεκέμβρης ήταν του 1995) ο Αλέκος …..εκοιμήθη!
Και ημίν τοις φίλοις πένθος.
Φωτογραφία Lesvos Oldies
Οι φαρμακοποιοί της Μυτιλήνης, ως επί το πλείστον, σοβαροί κατά άλλα άνθρωποι, είχαν και τη φήμη, των ολίγον κουτσομπόληδων και σ’ αυτό συνέτεινε και ο συγχρωτισμός τους, με κάτι  αργόσχολους, κατά κανόνα  συμπολίτες μας, οι οποίοι περνούσαν καθημερινά  από το φαρμακείο, για τον ερατεινό τους ή για να διαβάσουν την εφημερίδα τους ή ακόμα να σχολιάσουν τα πολιτικά γεγονότα και να καταλήξουν στα άλλα, που τρέφουν τη ζωή της επαρχίας.
 Υπήρχαν όμως και οι άλλοι, οι χωρατατζήδες, που η ζεβζεκιά  τους ήταν  μοναδική και αξεπέραστη.
Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο κυρ  Χριστόφας Καρατζάς.
Το φαρμακεκίο του,  βρίσκονταν ακριβώς, εκεί που σήμερα είναι το Πρακτορείο ταξιδίων του Σαμιώτη. Διέθετε και πατάρι. Ο ίδιος έμενε ψηλά στη Σουράδα και ανεβοκατέβαινε, πότε με το λεωφορείο και πότε με το ποδήλατο του.
 Θα σας πω δυο ιστοριούλες, που πραγματικά είναι μοναδικές και ξεπερνούν τα όρια της ραφιναρισμένης σάτιρας. Προσομοιάζουν περισσότερο, θα έλεγα, σ’ αυτό που λέμε σκώμμα, και που δεν είναι βέβαια, όπως και να το κάνουμε, και η πιο ντελικάτη μορφή της σάτιρας, αφού πέρα απο την υπερβολή της, στο βάθος δεν  ήταν τίποτα άλλο, παρά ένα χοντροκομμένο πείραγμα.
Μια φορά, μπήκε στο φαρμακείο του ένας χωριάτης, συστημένος από τον γιατρό του χωριού του, στον οποίο είχε καταφύγει, για να του εκμυστηρευθεί το πρόβλημα του. Και τι πρόβλημα!
“Μούρη” ο γιατρός του χωριού, του είπε να κατέβει στη Μυτιλήνη και να πάει εκ μέρους του, στον Καρατζά κι αυτός σίγουρα, ως ειδικός, θα του το έλυνε.
 Και πήγε.
Ο Καρατζάς, ήδη είχε πληροφορηθεί τα καθέκαστα από τον γιατρό κι αμέσως με πολύ συμπάθεια, οσμιζόμενος “ψητό”, είπε στον “πάσχοντα” χωρικό, ότι θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να τον θεραπεύσει, αφού δεν ήταν κάτι το οργανικό.
Και πιο ήταν το πρόβλημα. Το μέγεθος του φαλλού του “ασθενούς”!
Μικροψώλης ήταν  ο καημένος!
 Αμέσως (για να μην χάνουμε και καιρό), τον ανεβάζει στο πατάρι,  κρατώντας στα χέρια του κι ένα κουβάρι σπάγκου. Κι αφού του λέει να κατεβάσει και να βγάλει το παντελόνι του, τον προτρέπει να πάρει τον σπάγκο και να τον δέσει κοντά στην βάλανο του, όχι όμως πολύ σφιχτά.  Αλλά στέρεα για να μην λυθεί. Δύσκολη δουλειά μεταξύ μας.
Στο κατόπι ο ίδιος, περνά τον σπάγκο κάτω από τα σκέλη του αδικημένου από τη φύση χωρικού και τον δένει στο κάγκελο του παταριού.
Κι αφού σιγουρεύτηκε για το ασφαλές του δεσίματος, του εξηγεί και τις κινήσεις, που θα έπρεπε να κάνει, ώστε ο φαλλός του να φθάσει στο σημείο που έπρεπε. Και με ύφος πολύ σοβαρό, ανάλογον του εμπείρου θεραπευτή, γυρνά και λέει στον δυστυχή “μικροτσούτσουνο”:
– Τώρα, που όλα έγιναν, κατά που έπρεπε, σιγά – σιγά, θα κινείσαι  προς τα μπρός, μέχρι που ο φαλλός σου να φτάσει ακριβώς κάτω από την κωλοτρυπίδα σου. Μόλις φθάσει εκεί, θα με φωνάξεις για τα περαιτέρω. Σιγά – σιγά όμως, για να μην πονέσεις και για να  μην λυθεί κι  ο σπάγκος.
Θα πέρασε κάποια ώρα και ο ” δυστυχής χωρικός”, που την πάσαν ελπίδα του, είχεν αναθέσει στον Φαρμακοποιό “σωτήρα” του, κάθιδρως  και αποκαμωμένος από την ορθοστασία, αλλά και την αγωνία, φωνάζει τον Καρατζά,  έμπλεως ικανοποιήσεως, για το αποτέλεσμα του κόπου του. Πες το και επίτευγμα!
– Κυρ Χριστόφα, έλα να δεις τα κατάφιρα!
Κι ο Καρατζάς,  με μούρη, που πάσκιζε να φανεί σοβαρή,
ανεβαίνει, σκύβει και καμώνεται ότι ” κάνει τη διάγνωση του”.
Σε λίγο σηκώνεται, κουνάει το κεφάλι του και με συγκρατημένη σοβαρότητα, λέει στον δυστυχή χωρικό, τούτο το αδυσώπητα αποκαρδιωτικό, που τον ξέκανε μια και καλή!
– Δεν γίνιτι τίπουτα ρε γμπάρι. Τέτοιους που είνι κι ικεί που βρίσκιτι, χέστουν!
Αποκριές. Ο Καρατζάς διανυκτερεύει. Χτυπά το τηλέφωνο του. Το σηκώνει και ακούει φωνή αγνώστου.
– Τι θέλετε;
– Καπότες έχετε;
Βαριεστημένα του  απαντά. Ναι.
 Και η φωνή. Επίμονη και απαιτητική΄αλλά και σοβαρή συνάμα.
– Μα δεν θέλω κύριε, μια απλή καπότα. Χρειάζομαι μια μεγάλη, που να χωρά όλο το κεφάλι μου. Γιατί ξέρετε, θέλω να  ντυθώ πούτσος!
Κι ο Καρατζάς, εμφανώς ενοχλημένος και εξοργισμένος,  για την κοροϊδία, που δεν περίμενε, αυτός που μόνο “χωρατά” στους άλλους  έκανε, του απαντά με φωνή που πρόδιδε και τον βαθμό του θυμού του.
‘Ακσι μι, ρε παλιουιμπνέ. Έ, βάγ’ς  καλύτερα μια κουράδα στου στόμασ, να ντυθείς  κώλους!
Φεβρουάριος 2022