Search

Μιχάλης Χλίμπος (Μπουκαλέλλης): Ζωή σαν μυθιστόρημα!

Γράφει ο Νίκος Κουφάκης

Γεννημένος το 1935 σε ένα σπιτάκι στις Καμάρες, από γονείς του μόχθου και του μεροκάματου (τον Παναγιώτη και την Ειρήνη) συνήθισε να βλέπει τη Μυτιλήνη από ψηλά κι ονειρευόταν να την κατακτήσει. Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της πείνας βρήκε καταφύγιο στο κτήμα της μητέρας του στα Αλυφαντά όπου οι δικοί του μάζευαν ελιές και επιβίωναν κοντά στη φύση, ενώ ο πατέρας του εργαζόταν υπάλληλος στο μεγάλο λαδεμπορικό κατάστημα της πόλης «Δουκαρέλλη- Τρύφωνος» .

Ο μικρός τότε Μιχάλης -παιδί του Δημοτικού- ανεβοκατέβαινε  στη Μυτιλήνη με το γαϊδουράκι του θείου του, για να μάθει λίγα γράμματα στο Κομνηνάκειο Δημοτικό, όποτε οι συνθήκες το επέτρεπαν. Το αγαπημένο του όμως σχολείο, ήταν το ποδηλατάδικο του Χατζηδήμου, στην πλατεία των υπεραστικών λεωφορείων, όπου δούλευε σχεδόν αμισθί με σκοπό να μάθει την τέχνη! Με επιμονή και άκρα παρατηρητικότητα κατάφερε να μάθει τη δυσκολότατη τεχνική ακτινολόγησης τροχών ποδηλάτων αλλά και μοτοσακό, δουλεύοντας σκληρά ακόμη και τις Κυριακές από το πρωί ως το βράδυ!

Επίσης έμαθε και τη συγκόλληση ελαστικών αλλά και την επισκευή τους ακόμη! Με σερμαγιά ένα μπαουλάκι εργαλεία, ανταλλακτικά αλλά και πολλές τεχνικές γνώσεις, η δεκαετία  του ‘50 τον βρίσκει σε δική του πια δουλειά «ΕΠΙΣΚΕΥΑΙ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ»στον χώρο του σημερινού πάρκου της Αγίας Ειρήνης κάτω από μια υποτυπώδη τέντα, ο Μιχάλης τότε μαστόρευε ποδήλατα , ακτινολογούσε , επισκεύαζε ελαστικά έκανε και πατέντες. Με τιμές ιδιαίτερα χαμηλές «τράβηξε» πελατεία από τα άλλα μαγαζιά με αποτέλεσμα η δουλειά του να ανέβει. Το βράδυ κλείδωνε τα εργαλεία του σε ένα μπαούλο που το έχωνε ανάμεσα σε κάτι θάμνους και τράβαγε για τις Καμάρες. Σημειωτέον ότι στο χώρο αυτό υπήρχαν κι άλλα υπαίθρια συνεργεία που έφτιαχναν κυρίως βάρκες, μηχανάκια, ποδήλατα… Δυστυχώς όμως έπεφταν βροχή οι καταγγελίες από τους γύρω νόμιμους μαγαζάτορες και να κάθε τόσο η έφοδος των χωροφυλάκων και οι μηνύσεις! Στη δύσκολη αυτή φάση όμως είχε συμπαραστάτη τον αείμνηστο δάσκαλο Απόστολο Αποστόλου, Δήμαρχο Μυτιλήνης που γνώριζε από μικρό παιδί. Και του έδινε πολύτιμες συμβουλές. Μια από αυτές ήταν να μεσολαβήσει στον Κατσιναβάκη, ιδιοκτήτη του μεγάλου Καφενείου της πλατείας Αλυσίδας, να του παραχωρήσει ένα μέρος της αποθήκης-παράγκας που είχε πίσω απ’ το μαγαζί του για να ανοίξει εκεί το νόμιμο πια συνεργείο του. Μετά από πολλά παζάρια του έδωσαν και ρεύμα-το έτος 1954- από μια μπαλαντέζα του καφενέ για να μπορεί να κάνει θερμοκόλληση ελαστικών κι έτσι οι δουλειές όλο και προχωρούσαν. Έγινε γνωστός σε όλη τη Μυτιλήνη για τις καλές τιμές, την ταχύτητα αλλά και την ποιότητα της εργασίας του. Πήρε και βοηθούς (τσιρακέλια) που αμείβονταν με από τα πουρμπουάρ!

Τις Κυριακές νοίκιαζε ποδήλατα στους νέους και νέες της πόλης μας που πήγαιναν εκδρομές κυρίως Νεάπολη και Κράτηγο. Είχε βοηθό έναν γραμματιζούμενο νεαρό από τη Λαγκάδα που σημείωνε τις ώρες ενοικίασης σ’ ένα μαύρο σανίδι, για κάθε πελάτη καθώς και τις ζημιές.  Σιγά σιγά η πίσω όχθη του χειμάρρου της Λαγκάδας γέμιζε ποδήλατα και μηχανάκια που περίμεναν να επισκευαστούν, αλλά προς ενοικίαση κι άλλα προς πώληση και συναρμολόγηση από τα μαγικά χέρια του μαστρο-Μιχάλη. Αγόρασε τότε ανταλλακτικά από τον Νίκο Μούχο στην Επάνω Σκάλα καθώς και ποδήλατα με δόσεις από τον Γ. Μουτζουρέλλη. Συνεργάστηκε με το μεγάλο εμπορικό ΚΑΡΑΛΗ-ΕΥΡΥΠΙΩΤΗ και αργότερα ΣΗΜΑΝΤΗΡΗ και πήρε εργολαβικά τη συναρμολόγηση των μοτοσακό, SACHS, ZUNDAPP, KREIDLERπου τα εισήγαγαν τότε αμοντάριστα από τη Γερμανία.

Το επόμενο έτος προχώρησε ένα επιχειρηματικό βήμα με τη συνάντηση που είχε στην Αθήνα στην οδό Πατησίων, όταν ζήτησε επίσημα από τους γενικούς εισαγωγείς ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ-ΑΜΥΡΑ την αντιπροσωπεία SACHS για το νησί μας. Δεν πήρε άμεση απάντηση αλλά μόνο μια κούτα εξαρτήματα και γύρισε άφραγκος σχεδόν στη Μυτιλήνη.

Μετά από δύο εβδομάδες δέχτηκε όμως τηλεφώνημα από Αθήνα και πέταξε από τη χαρά του.

 «Ετοίμασε βαλίτσα, φεύγουμε για Μόναχο!»  Και με έξοδα της εταιρίας. Έμεινε εκεί, μέχρι να μάθει εργοστασιακό μοντάρισμα μηχανών, τεχνογνωσία και λεπτομέρειες της προηγμένης τότε γερμανικής τεχνολογίας. Του έδωσαν χαρτί μηχανικού, φόρμα με τη φίρμα του εργοστασίου και επέστρεψε Μυτιλήνη με γνώσεις ,εργαλεία, ανταλλακτικά και πενηντάρια μηχανάκια Sachs , όπου αμέσως άρχισε μοντάρισμα και πωλήσεις.  Δεν προλάβαινε κυριολεκτικά τις παραγγελίες.  

Τα μηχανάκια που έφερνε γινόντουσαν ανάρπαστα!

Τη δεκαετία ‘60 –‘70 τα δίχρονα αυτά αξιόπιστα πενηντάρια κατέκλυσαν το νησί. Οι δουλειές μέρα τη μέρα αυγαταίνανε. Αγόρασε τότε κι ένα οικόπεδο που παλιά ήταν μπαξές δίπλα στον ποταμό για να στεγάσει τις νέα δραστηριότητες.  Τότε γνώρισε και κατόπιν παντρεύτηκε την άξια γυναίκα του η Ελένη Σκεπάρνη που τη μύησε γρήγορα στα μυστικά του επαγγέλματος και στάθηκε δεξί του χέρι στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Επειδή ήξερε παραπάνω γράμματα αλλά και λίγα αγγλικά, την έπαιρνε μαζί του ως διερμηνέα στα επαγγελματικά του ταξίδια ανά τον κόσμο.

Προχώρησε σε μεγαλύτερο εμπορικό άνοιγμα, παίρνοντας και την αντιπροσωπεία της εταιρίας DKW και ζήτησε για πρώτη φορά δάνειο από τράπεζα για να αγοράσει 500 μηχανάκια κατάλληλα για τους δρόμους του νησιού μας. Μερικοί πελάτες τότε ζητούσαν και τρίκυκλα μηχανάκια αλλά και με πλαϊνή καλάθα sidecar. Πάντα πρόθυμος ο κυρ Μιχάλης εισήγαγε ή έφτιαχνε με δική του πατέντα ό,τι του ζητούσαν οι πελάτες του.

Συγχρόνως έφερνε και ποδήλατα Bismark (Αγγλίας) Philips και Gorek(Γερμανίας), ανταλλακτικά  αλλά και ορυκτέλαιο με το όνομα του παρακαλώ, με τίτλο MichaelOil από εργοστάσιο της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ!

 Ο ανταγωνισμός κατά τις δεκαετίες ‘70 –‘80 ήταν μεγάλος αλλά ανταπεξήλθε κατεβάζοντας τις τιμές με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι πωλήσεις. Είχε το σλόγκαν «πρέπει να μάθεις να χάνεις αν θες να κερδίσεις» που το εφάρμοσε, αν και αντιφατικό κυριαρχώντας έτσι στην αγορά του νησιού μας και όχι μόνο.  

Το έτος 1971 προβλέποντας την αλματώδη ανάπτυξη της ιαπωνικής τεχνολογίας, πήρε την αντιπροσωπία της YAMAHA αυξάνοντας έτσι κατακόρυφα τις πωλήσεις της επιχείρησής του.

Τα επόμενα έτη βραβεύτηκε ως ο καλύτερος πωλητής της Ελλάδας και από τους πρώτους της Ευρώπη!  Τον κάλεσαν για βράβευση στην Ιαπωνία με έξοδα της μεγάλης αυτής εταιρίας όπου μετέβη με τη σύζυγο του και ξεναγήθηκε στο εργοστάσιο της Yamaha.  Το μαγαζί του αλλά και οι εκθέσεις γέμιζαν με τα νέα μοντέλα της γιαπωνέζικης φίρμας με μοτοποδήλατα, μοτοσυκλέτες, εξωλέμβιες, jetski βάρκες μέχρι και σκαπτικά! Πάντα ανήσυχο πνεύμα ο Μ. Χ συμμετείχε και σε αγώνες μοτοσυκλέτας  πιτσιρικάς αλλά και ανώμαλου δρόμου  eduro στην Καισαριανή στις πλαγιές του Υμηττού με Yamaha DT250cc Γρήγορα όμως και σοφά σκεπτόμενος, διέκοψε τη συμμετοχή του αφού είδε με τα μάτια του τους κινδύνους και τους σοβαρούς τραυματισμούς των οδηγών. Είχε ήδη αποκτήσει τρία παιδιά και θα ήταν επιπόλαιο να εκθέτει σε τέτοιο κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα.  Πάντα συμβούλευε τους νεαρούς να φορούν κράνη ασφαλείας κι έφερνε στο μαγαζί του στην Αεροπόρου Γιανναρέλλη τις καλύτερες μάρκες παγκοσμίως. Αργότερα ανοίχτηκε και στον χώρο των αυτοκινήτων με εισαγωγές Scoda, Polski, Volga, Subaru, Lada κατ’ αποκλειστικότητα. Τότε τον κάλεσαν στη Μόσχα σε σεμινάριο και βράβευση. Το βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα, αφού ήπιε με την παρέα του άφθονη βότκα, βγήκαν τραγουδώντας στην κόκκινη πλατεία αγνοώντας την απαγόρευση κυκλοφορίας του κομμουνιστικού καθεστώτος. Τους συνέλαβαν τότε και τους πήραν στο Αστυνομικό τμήμα της Μόσχας για διατάραξη κοινής ησυχίας αλλά τελικά τους άφησαν ελεύθερους γρήγορα γιατί ο Μ.Χ φορούσε το σήμα της LADA στο πέτο του!

 Ταξίδεψε σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο είτε για αναψυχή αλλά κυρίως για επιχειρήσεις , ανοίχτηκε σε ασφαλιστικές εταιρίες και για ένα διάστημα στον τομέα της ναυσιπλοΐας με το φέριμποτ «Κωνσταντίνος» στην γραμμή Μυτιλήνη -Δικελί.

Διευθύνει μέχρι σήμερα τις επιχειρήσεις του μαζί με την κόρη του Δέσποινα καθηγήτρια φυσικής αγωγής,  πάντα με οξύνοια και αποφασιστικότατα δίνει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα και τις προκλήσεις του εμπορικού ανταγωνισμού παρά το προχωρημένο της ηλικίας του. « Εγώ πλέον δεν εργάζομαι για το χρήμα αλλά για τη δόξα», μας δήλωσε χαμογελώντας περήφανα.

 Στην ερώτηση πώς πήρε το παρατσούκλι «Μπουκαλέλλι» μας έλυσε την απορία με την εξής αφήγηση:

Γύρω στο 1970  στον καφενέ του Κέκου κοντά στον Πλάτανο, σύχναζαν Μοριανοί μανάβηδες κυρίως μεσημέρια που είχαν ξεπουλήσει τα μπαξεβανικά τους.Ένας από αυτούς ,ολίγον τι μεθυσμένος κάλεσε το μαστρο-Μιχάλη Χλίμπο να τον κεράσει ένα ούζο. Εκείνος όμως απέφυγε να πιεί γιατί είχε δουλειά μέχρι το βράδυ.  Ειρωνικά τότε είπε ο μανάβης: «Δεν μπορείς να κανονίσεις ένα μπουκαλέλ»; Τότε ο Μιχάλης απάντησε: «Φέρτε ένα μπουκαλέλ και θα του βγάλω τον πάτο!»  Πήρε ένα πενηνταρέλ(50 δράμια) το γέμισε ούζο λίγο πάνω απ‘ το λαιμό, το έπιασε σφιχτά με μια πετσέτα αφού άφησε μόνο δυο δάχτυλα αέρα και το κοπάνησε δυνατά από πάνω με την εσωτερική μεριά της παλάμης που είχε γίνει πια «σίδερο» από τις μηχανουργικές δουλειές. Αυτό ήταν,στο τρίτο ή τέταρτο χτύπημα ο πάτος του μπουκαλιού ξεκόλλησε και όλοι οι θαμώνες του καφενείου  Ο ΑΡΗΣ ,χειροκρότησαν τον ήρωα με τα σιδερένια χέρια. Μόνο ο καφετζής ο Κέκος δυσαρεστήθηκε και του φώναξε δυνατά «μη φεύγεις, το μπουκαλέλ να με πληρώσεις το μπουκαλέλ!”… Γιατί ως γνωστόν τα μπουκαλάκια τότε ήταν επιστρεφόμενα και χρεώνονταν σχετικά ακριβά.

Έκτοτε όποτε έμπαινε ο Μιχάλης στον καφενέ γινόταν «το έλα να δεις!» Οι πελάτες θυμόντουσαν το περιστατικό και πείραζαν τον Κέκο λέγοντάς «Το Μπουκαλέλ , το Μπουκαλέλ!». Έτσι έμεινε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο στον κυρ Μιχάλη που τον ευχαριστούμε θερμά για την αφήγηση της συναρπαστικής όντως ζωής του που αποτελεί παράδειγμα για της επόμενες γενιές…