Οι ζωγραφικές αφίσες της Βιργινίας Αξιώτη για τον κινηματογράφο διακρίνονται για το εντυπωσιακό τους μέγεθος — φτάνουν έως και τα 6 μέτρα σε μήκος — και φιλοτεχνούνται στο χέρι, συνεχίζοντας μια σπάνια, σχεδόν ξεχασμένη παράδοση τέχνης.

Η Βιργινία Αξιώτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όμως η ψυχή της ήταν από μικρή δεμένη με τη Λέσβο. Ζωγράφος, δημιουργός αφισών για τον κινηματογράφο, με σπουδές στην εσωτερική αρχιτεκτονική και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, η πορεία της διατρέχει τον σχεδιασμό, τη σκηνική αφήγηση, το χρώμα και τον χώρο – εξωτερικό και εσωτερικό, γεωγραφικό και ψυχικό. Σήμερα ζει και δημιουργεί μόνιμα στη Λέσβο, αντλώντας έμπνευση από τη φύση, τη μνήμη και την καθημερινότητα. Με αφορμή τη συμμετοχή της στην έκθεση “Λέσβιοι Ζωγράφοι στο Πανελλήνιο” (9-18 Μαΐου, γκαλερί ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ), η ίδια μας μιλά για τα πρώτα της ερεθίσματα, τη δύναμη της παράδοσης, την επιστροφή στη νησιωτική γη και τα επόμενα καλλιτεχνικά της όνειρα.

Βιργινία, μεγάλωσες στη Γέρα, στην περιοχή … «μετά το Μάρμαρο», όπως λες! Τι εικόνες και συναισθήματα σου έρχονται πρώτα στο μυαλό από τα καλοκαίρια των παιδικών σου χρόνων;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, όμως κάθε καλοκαίρι ερχόμουν στο νησί. Στο Πέραμα, στα δρομάκια με τα ποδήλατα, από τις Χαλατσές ως το Μάρμαρο. Θυμάμαι τα μαγικά άγρια βατόμουρα (βάτα) που στη ζέστη και στην κούραση μάς δροσίζανε. Τον Πεύκο, έξω από το στόμιο του κόλπου της Γέρας, όπου έμαθα να κολυμπώ. Στο Τάρτι, με τα ξαδέρφια μου να κάνουμε αγώνες κολύμβησης μέχρι το νησάκι και μετά ατελείωτες βουτιές. Να σκαρφαλώνουμε στις ελιές και να τις μετατρέπουμε σε δεντρόσπιτα. Αξέχαστα, μαγικά χρόνια.
Σε ένα περιβάλλον με έντονη καλλιτεχνική αύρα, πότε ένιωσες για πρώτη φορά πως θέλεις να εκφραστείς δημιουργικά;
Από πολύ μικρή. Έπιασα τα πινέλα, τους πηλούς, άρχισα να χορεύω και να παίζω μουσική. Ο παππούς μου, Στρατής Αξιώτης, ήταν ζωγράφος από το Σκόπελο Γέρας, και μεγάλωσα με έντονες εικόνες τέχνης και δημιουργίας. Επιπλέον, σαν παιδί ήμουν πολύ κοντά στον κινηματογράφο, όπου μπλέκονταν πολλές μορφές έκφρασης. Η επιρροή ήταν καθοριστική. Πέρα από τη ζωγραφική, πειραματίστηκα με εγκαταστάσεις και περφόρμανς. Η καλλιτεχνική γλώσσα ήταν πάντα εκεί – ένα εργαλείο κατανόησης του κόσμου.
Πώς ήταν η μετάβαση από τη διακόσμηση στις σπουδές σου στην Καλών Τεχνών; Τι κράτησες από εκείνη την περίοδο ως θεμέλιο στην καλλιτεχνική σου πορεία;
Είχα εξαιρετικούς καθηγητές στη Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών στα ΤΕΙ Αθήνας, στο τμήμα Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων – ανάμεσά τους ο Κ. Ρόθος, ο Γ. Καλογιάννης και ο Γ. Αγγελόπουλος. Αργότερα, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μαθήτευσα στο Ζ’ εργαστήριο ζωγραφικής με τον Γιάννη Ψυχοπαίδη. Από εκείνα τα χρόνια κρατώ τη σπουδή στη σύνθεση, την αίσθηση του χώρου και την αλήθεια της έκφρασης. Η διακόσμηση μου έμαθε να “διαβάζω” τους χώρους, να προτείνω αφηγήσεις. Στην Καλών Τεχνών έμαθα να αφουγκράζομαι το βλέμμα.

Έχεις δουλέψει σε αρχιτεκτονικά γραφεία και έχεις επιμεληθεί κτήρια εξωτερικά και εσωτερικά. Τι σε γοητεύει περισσότερο στο να “διαβάζεις” έναν χώρο και να του δίνεις χαρακτήρα;
Με γοητεύει η φαντασία που προϋπάρχει της πράξης. Τα παραμύθια – σενάρια που φτιάχνει ο νους μέχρι να βρει αυτό που ταιριάζει στο συγκεκριμένο χώρο. Η διαδικασία πριν την υλοποίηση, όταν όλα είναι πιθανά. Ο χώρος αποκτά υπόσταση όταν τον ακούσεις.
Αν και έχεις ασχοληθεί με την αρχιτεκτονική, αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις είναι η δημιουργία αφισών για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Πώς γεννήθηκε αυτή η αγάπη και τι θέλεις να αποτυπώνεις σε κάθε σου αφίσα;
Ο παππούς μου Γιώργος Γάκας και ο αδελφός του, Μιχάλης, ίδρυσαν τον κινηματογράφο “Αθήναιον” στους Αμπελόκηπους. Από μικρή μου προκαλούσε δέος να βλέπω τις τεράστιες χειροποίητες αφίσες που άλλαζαν κάθε εβδομάδα – έργα τέχνης, φιλοτεχνημένα από τον Νικόλαο Ανδρεάκο. Λίγα χρόνια μετά τις σπουδές μου στην Καλών Τεχνών, μου έγινε πρόταση να ζωγραφίσω κι εγώ μια γιγαντοαφίσα για τον Αθήναιον. Ήταν συγκινητικό. Η πρώτη μου ήταν για την ταινία Mad Max: Fury Road το 2015. Έκτοτε, θέλω κάθε αφίσα μου να μεταφέρει το πνεύμα της ταινίας, να γίνεται μια αυτόνομη εικόνα που μιλάει.
Σε έναν χώρο όπως η σύγχρονη τέχνη, όπου οι τάσεις συνεχώς αλλάζουν, πώς διατηρείς το προσωπικό σου ύφος και αισθητική;
Η σύγχρονη τέχνη αλλάζει με την κοινωνία, και μάλιστα με ρυθμούς συχνά βίαιους. Είναι δύσκολο να μείνεις ανεπηρέαστος. Όμως, η σύνδεσή μου με τον τόπο, με το φυσικό φως και τη γη, μου προσφέρει μια σταθερά. Εκεί βρίσκω τη δική μου ισορροπία.
Τα τελευταία χρόνια έχεις επιστρέψει μόνιμα στη Λέσβο. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να αφήσεις την πόλη και να επανασυνδεθείς με τη νησιώτικη γη;
Πάντα θαύμαζα τη Λέσβο: τα χωριά της, τα έντονα χρώματα, την αρχιτεκτονική, τα μονοπάτια στα δάση, τους κάμπους, τα χρώματα στον κόλπο της Γέρας, τα φλαμίνγκο στην Καλλονή… Αν και δεν μεγάλωσα εδώ, από παιδί ένιωθα ζωντανή όταν ερχόμουν. Επιθυμούσα πάντα να ζήσω μόνιμα στο νησί – και ευτυχώς, το κατάφερα. Εδώ έχω ξανανιώσει. Υπάρχει ποιότητα ζωής.

Παράλληλα με την τέχνη, ασχολείσαι και με τη συγκομιδή της ελιάς στα οικογενειακά σας κτήματα. Πώς “συνδιαλέγεται” το μάζεμα της ελιάς με την καλλιτεχνική δημιουργία;
Η εργασία στο κτήμα είναι σαν διαλογισμός. Δουλεύεις με όλο το σώμα – είναι βαριά δουλειά, δεν σηκώνει βιασύνη. Πρέπει να βρεις ρυθμό. Εκεί, στην ησυχία, η μόνη σου παρέα μπορεί να είναι ένα πουλί που κελαηδά, ένα πρόβατο, ένας γάιδαρος. Την επόμενη μέρα, η διαύγεια είναι απίστευτη. Η ζωγραφική βγαίνει αβίαστα. Είμαι στη ροή μου.
Αντλείς δύναμη από τη φύση και έμπνευση από τα χρώματα του κόλπου της Γέρας. Τι έχει για σένα αυτό το τοπίο που δεν βρίσκεις αλλού;
Είναι μια ατελείωτη συνδιαλαγή χρωμάτων. Θάλασσα, ουρανός, γη, χωριά – παντού όπου κοιτάξεις, υπάρχει φως και αλλαγή. Αυτό το παιχνίδι της φύσης, αυτή η ζωντανή παλέτα, είναι μοναδική.
Η τελευταία σου έκθεση ήταν τον Οκτώβριο του 2024, με τίτλο “ΣΚΙΕΣ”. Τι ετοιμάζεις τώρα;
Η έκθεση “ΣΚΙΕΣ” ήταν αφιέρωμα στον John Cassavetes, στο πλαίσιο του 37ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και την επιμελήθηκε ο Γιάννης Ψυχοπαίδης. Κάποια από αυτά τα έργα θα εκτεθούν στη νέα έκθεση “Λέσβιοι Ζωγράφοι στο Πανελλήνιο”, που επιμελείται η Νάντια Λιαρέλλη με τη γκαλερί ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ. Τα εγκαίνια είναι στις 9 Μαΐου, στις 8:00 μ.μ., και η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 18 Μαΐου.

Πώς ονειρεύεσαι την επόμενη σου καλλιτεχνική φάση; Υπάρχει κάποιο πρότζεκτ στα σκαριά που να συνδυάζει την τέχνη, τον τόπο και τις εμπειρίες ζωής σου;
Ονειρεύομαι ένα πρότζεκτ που να “κουμπώνει” με τη γη, με τη ροή των εποχών, με τη μνήμη και τη συλλογικότητα. Μια διαδρομή μέσα στον τόπο που να γίνεται αφήγηση. Κάτι που να εμπλέκει τον θεατή, όχι μόνο ως παρατηρητή αλλά και ως συμμέτοχο.
Κλείνοντας, τι θα έλεγες σε έναν νέο καλλιτέχνη που μεγαλώνει σήμερα σε ένα νησί και ονειρεύεται να εκφραστεί στον κόσμο της τέχνης;
Να μείνει κοντά στη φύση και στα συναισθήματά του. Να μην προσπαθήσει να μοιάσει, αλλά να ακούσει τον δικό του ρυθμό. Όλα είναι εκεί – στην καθημερινότητα, στην ειλικρίνεια, στο βλέμμα που επιμένει.