Search

Το δικό μας “Λόγω τιμής”- By Όλγα Χιώτη

“Δεν το είδα ποτέ. Μόνο η μητέρα μου το παρακολουθούσε και μου ‘λεγε πως της θυμίζει «εμάς»…

Δε το είδα ποτέ, γιατί ζούσα ήδη εδώ και χρόνια το δικό μου. Το ζούσαμε όλοι μαζί.  Ο Μι, ο Σίγμα, ο Ταφ, η Λάμδα, η Άλφα, ο Γάμα, ο Δέλτα. η Χι, η Πι. Κι όλοι όσοι μας τριγύριζαν.

Όχι με τέτοια μουσική υπόκρουση στις γλυκές, αισθαντικές ή δραματικές του στιγμές. Η μουσική του ήταν το «θυμάσαι ποιο κομμάτι έπαιζε όταν έγινε αυτό εκείνη τη μέρα». Όμως είχε και ήχους από τα γέλια, είχε και από τα κλάματα.

Ήταν τόσο φωτεινό όσο και σκοτεινό. Τόσο που σε γέμιζε, τόσο που σ’ άδειαζε.

Είχε απογοήτευση, είχε την αγωνία, είχε την δίψα να σαι με τον άλλον πλάι. Να μην τον μοιραστείς, να τον αγαπήσεις κι άλλο, ατελείωτα, να ρουφήξεις στιγμές. Να υποσχεθείς, να αφοσιωθείς, να εγκαταλείψεις καμιά φορά κι ας σε έτρωγε.

Το ζούσαμε στους ατελείωτους καφέδες, όπου η σύνθεση μας στα τραπέζια άλλαζε διαρκώς, χωρίς τη βοήθεια των κινητών. Χωρίς επιτραπέζια, άντε κάνα τάβλι τ’ αγόρια. Μόνο κουβέντες, όπου το τι θα φορέσεις το βράδυ πήγαινε μαζί με απορίες για το τι είναι εντροπία.

Το ζήσαμε όταν μπαίναμε στα σπίτια κι αρπάζαμε τα αγόρια, που κολλημένα έπαιζαν Doom και Age of Empires.

Τότε που κοιμηθήκαμε όλοι στο σπίτι μου για να πάμε χαράματα γενεθλίων του Σίγμα και να φωνάξουμε έεεεκπληξη, ενώ αυτός κοιμόταν.

Όταν χανόμασταν για μέρες, εβδομάδες, μήνες, σα τα σκυλιά στον οίστρο τις εποχές που βρίσκαμε ταίρια. Και μετά πάλι ξαναγυρνούσαμε, μαζί ή όχι με τα ταίρια.

Όταν ζηλεύαμε και παραπονιόμασταν γιατί χάθηκε ο ένας ή ο άλλος τόσο καιρό.

Όταν δεν είχαμε ανάγκη κανέναν έξω από μας, γιατί είχαμε ο ένας τον άλλον. Και την ίδια στιγμή φαγωνόμασταν γιατί ο Σίγμα άργησε μισή ώρα στο ραντεβού, κι είχε το θράσος να πει πως δεν έφταιγε η κίνηση αλλά το ότι γενικά δεν αγχώνεται.

Όταν ο Μι. μ’ έτρεχε στα νοσοκομεία, τρεις τη νύχτα, γιατί είχα κολικό.

Όταν τα κορίτσια αποφασίσαμε ένα μεσημέρι να φάμε ελαφρά και υγιεινά, βραστά λαχανικά και μετά πήγαμε στο Κωνσταντινίδη κι αδειάσαμε τo ράφι με τα black forest.

Όταν σε κάθε συνάντηση βγάζαμε φωτογραφίες, μικρά ενθύμια πολλών στιγμών. Οι μισές κουνημένες απ’ τα γέλια βέβαια.

Όταν βρισκόμασταν στο ρετιρέ της πλατείας μεσημέρια, μετά το φαγητό και διαβάζαμε κυριακάτικες εφημερίδες στο πάτωμα, ή άλλους τους έπαιρνε ο ύπνος απλωμένους στους φλοράλ αμερικάνικους καναπέδες.

Όταν κάναμε όνειρα και νιώθαμε πως ο κόσμος μας ανήκει και θα τον κατακτήσουμε

Τόση αβάσταχτη, τόσο χειμαρρώδης, τόσο γλυκιά κι άτσαλη, τόσο εκρηκτική η νιότη μας στο δικό μας ‘λόγω τιμής’.

Δεν κατακτήσαμε τον κόσμο όπως νομίζαμε. Ζήσαμε όμως την πρώτη νιότη μας με πάθος και παρέα”.

 

https://www.youtube.com/watch?v=keoEGEryVbg