Συνέντευξη με τον Ιστορικό και Θεολόγο Δημήτρη Χαραλαμπίδη: Στο φως οι “σιωπηλές” όψεις της Ορθοδοξίας και της Βαλκανικής Ιστορίας

Σε μια εποχή που κυριαρχείται από την επιφανειακή πληροφόρηση και τη γρήγορη κατανάλωση περιεχομένου, ο Δημήτρης Χαραλαμπίδης επιλέγει να ρίξει φως σε λιγότερο γνωστές, αλλά βαθιά ουσιαστικές πτυχές της ιστορίας. Μέσα από τα βιβλία του «Ένας μουσουλμάνος στην Αθωνική Πολιτεία τον 19ο αιώνα» και «Το στεφάνι του μαρτυρίου», ο συγγραφέας και θεολόγος εξερευνά θέματα όπως η πνευματική πορεία ενός μουσουλμάνου στο Άγιο Όρος, η σχέση Ελλήνων και Σλάβων νεομαρτύρων και η σημασία της διατήρησης της θρησκευτικής ιστορικής μνήμης.

Με σεβασμό στην εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και με διεπιστημονική προσέγγιση, τα έργα του προσφέρουν μια εναλλακτική ανάγνωση της βαλκανικής ιστορίας, πέρα από τα εθνικά σύνορα. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μας μιλά για τα κίνητρα, τις προκλήσεις και τις βαθύτερες αναζητήσεις που διατρέχουν το συγγραφικό του έργο.

Κύριε Χαραλαμπίδη, τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τόσο ιδιαίτερα και, θα λέγαμε, λιγότερο γνωστά θέματα της ιστορίας, όπως η παρουσία ενός μουσουλμάνου στο Άγιον Όρος ή οι σχέσεις Ελλήνων και Σλάβων νεομαρτύρων;

Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή σας την ερώτηση. Οδηγήθηκα καταρχάς στην ενασχόληση με τους μηχανισμούς που ευνόησαν την παρουσία των μουσουλμάνων στην αθωνική πολιτεία επειδή προβληματίστηκα αρκετά με το εφικτό τρόπο που θα μπορούσε κάποιος να το πετύχει. Φυσικά η υπόθεση του Κωνσταντίνου ξεδιαλύνει εάν έχει στο νου το γεγονός ότι το Άγιο Όρος είχε πλέον καθιερωθεί ως ένα πνευματικό καταφύγιο και τόπος μεταστροφής της θρησκευτικής ταυτότητας στην εποχή του. Είχα ήδη συγκεντρώσει και τις απαραίτητες πληροφορίες που με ενημέρωναν ότι τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι εξωμότες νεομάρτυρες κατέφευγαν λοιπόν εκεί για να αναγεννηθούν στην Ορθοδοξία έπειτα από την αποστασία τους στο Ισλάμ. Επιπροσθέτως, έπειτα μέσα από την ερμηνευτική ανάλυση κάποιων σημείων του βίου του θα δινόταν η δυνατότητα να αναδείξουμε και το κοινωνικό, πολιτικό και στρατιωτικό πλαίσιο καλύπτοντας ένα κενό στο τομέα της ιστοριογραφίας. Επειτα, με το δεύτερο βιβλίο μου, έθεσα ως σκοπό την ανάδειξη των διαχρονικών σχέσεων Ελλήνων και Σλάβων νεομαρτύρων με τα κοινά τους χαρακτηριστικά να εντοπίζονται στους βίους τους. Μέσα λοιπόν από τους βίους, διαπίστωσα ότι ανεξαρτήτως εθνοτικής και φυλετικής προέλευσης, όλοι οι νεομάρτυρες «αγκαλιάστηκαν» από τις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι δεν τέθηκαν γεωγραφικά όρια στην απόδοση της λατρευτικής τους τιμής, διασώζοντας μέχρι σήμερα την μνήμη τους την ημέρα του μαρτυρικού θανάτου τους.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το πρώτο σας βιβλίο: “Ένας μουσουλμάνος στην Αθωνική Πολιτεία τον 19ο αιώνα”; Ποιο ιστορικό γεγονός ή ποια προσωπική αναζήτηση σας οδήγησε σε αυτήν τη μελέτη;

Η επιθυμία μου να αποδώσω την οφειλόμενη τιμή στον νεομάρτυρα Κωνσταντίνο εξ Αγαρηνών που καταγόταν από το Υψηλομέτωπο της Λέσβου στάθηκε η αφορμή, καλύπτοντας και το ανιστόρητο περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Εντούτοις, ερωτεύτηκα αμέσως την σύλληψη της ιδέας να αναζητήσω τους λόγους που η παρουσία του ως μουσουλμάνου στο Άγιο Όρος  ήταν ιδιαίτερη περίπτωση καθώς έπρεπε να εξεταστεί σε συνάρτηση με το ιστορικό γεγονός της προετοιμασίας της ελληνικής επανάστασης στην αθωνική πολιτεία αλλά και με την εξορία και τη γνωριμία του νεομάρτυρα με τον Γρηγόριο τον Ε΄.

Το δεύτερο βιβλίο σας, “Το στεφάνι του μαρτυρίου”, πραγματεύεται τη σχέση μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων νεομαρτύρων. Τι σας ενδιέφερε περισσότερο σε αυτό το θέμα και ποια πτυχή του θεωρείτε πιο κρίσιμη για το σημερινό κοινό;

Η αγάπη μου και το ιστορικό μου ενδιαφέρον για τους νεομάρτυρες και την εποχή στην οποία έδρασαν και μαρτύρησαν αποτέλεσε την κοινή αφετηρία για να ενασχοληθώ συγκεκριμένα με αυτές τις ιδιαίτερες περιπτώσεις νεομαρτύρων που μπορούν και σήμερα να αποτελέσουν παραδείγματα προς μίμηση. Επιπλέον, πιστεύω ότι και σήμερα μπορούν να απευθυνθούν στον άνθρωπο που αναζητάει, όπως και εγώ από τα ερωτήματα που έθεσα στην κάθε ξεχωριστή έρευνα μου με κύριο ερώτημα εάν οι νεομάρτυρες είναι φωτεινά αντιστασιακά παραδείγματα σε κάθε είδους μορφής πίεσης και βίας.

  Υπάρχει κάποιο κοινό νήμα που συνδέει τα δύο αυτά έργα; Ίσως ένα βαθύτερο ερώτημα που προσπαθείτε να απαντήσετε μέσα από την έρευνά σας;

Μέσα από την συγκριτική ταυτόχρονη μέθοδο Σλάβων και Ελλήνων νεομαρτύρων επιχείρησα να αναδείξω τα κοινά τους γνωρίσματα, τα οποία θα μπορούσαν να απευθυνθούν στο σημερινό αναγνωστικό κοινό ξανά μέσα από την επανάληψη ανάγνωσης των νεομαρτυρολογικών συλλογών. Εκείνες αποτελούν άριστα παραδείγματα καταλλαγής και ειρήνης ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς που όμως έχουν κοινό θρησκευτικό υπόβαθρο. Τέλος, η διαφύλαξη της ιστορικής θρησκευτικής μνήμης είναι εξίσου σημαντική σήμερα και οφείλουμε να την διαφυλάξουμε και να την υπενθυμίσουμε στους νεότερους.

Θα λέγατε ότι στόχος σας είναι η ανάδειξη μιας “άλλης” ιστορίας των Βαλκανίων – περισσότερο πνευματικής, λιγότερο εθνικά φορτισμένης;

Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, για τον λόγο ότι βασική μου προτεραιότητα υπήρξε η ανάδειξη της Βαλκανικής Ορθοδοξίας μέσα από το «Στεφάνι του Μαρτυρίου». Δεν γράφτηκε να προκαλέσει κανέναν εθνικό προβληματισμό καθώς δεν είχε τέτοιο στόχο εφόσον ο εθνικός επιθετικό προσδιορισμός «Σλάβοι νεομάρτυρες» υπήρξε καθαρά να τους διακρίνει μόνο από τους Έλληνες. Πρόκειται για μία απόδειξη ότι το μαρτύριο δεν αποτελούσε μόνο ένα ελληνικό φαινόμενο. Το κοινό μας χριστιανικό παρελθόν και οι κοινοί αλλόθρησκοι κατακτητές δεν αποδεικνύουν κανέναν εθνικό περιορισμό επειδή το ορθόδοξο φρόνημα και η επιμονή για το μαρτύριο υπό οποιαδήποτε πίεση αποτελούσε κοινό με τον Ορθόδοξο Ελληνισμό.

Μέσα από αυτά τα βιβλία, τι επιθυμείτε να μεταδώσετε στον αναγνώστη – γνώση, προβληματισμό, συμφιλίωση, αναστοχασμό;

Η κύρια επιθυμία μου υπήρξε να αναπαραχθεί γνώση, συνδυάζοντας με διεπιστημονικό τρόπο την υπάρχουσα βιβλιογραφία και προσφέροντας νέες μορφές ανάγνωσης των Νεομαρτυρολόγιων εφόσον δίνεται και η δυνατότητα επικοινωνίας και γνωριμίας με ζητήματα εκκλησιαστικής ιστορίας που παραμένουν λιγότερο προσβάσιμα στο αναγνωστικό κοινό που διψά για μάθηση.

Πώς αντιμετωπίζει ο σημερινός αναγνώστης τέτοια ιστορικά θέματα; Πιστεύετε ότι υπάρχει ενδιαφέρον για τέτοιες “σιωπηλές” όψεις της ιστορίας μας;

Ευνόητο είναι ότι αυτά τα βιβλία απευθύνονται κυρίως σε ένα περιορισμένο σχετικά αναγνωστικό κοινό, που έχει κάποια ευαισθησία σε ιστορικο-θρησκευτικές μελέτες με επίκεντρο τους βίους των νεομαρτύρων. Μάλιστα, τέτοιες μελέτες υποστηρίζονται από επίσημους ακαδημαϊκούς κύκλους και πολλές από αυτές προέρχονται από αυτούς. Εντούτοις, δεν υπάρχει κανένας αποκλεισμός από ανθρώπους που επιδείχνουν περιέργεια και ενδιαφέρον για να καταρτιστούν στην εκκλησιαστική ιστορία και στο νεομαρτυρολογικό αφήγημα.

Ποιες προκλήσεις συναντήσατε κατά τη συγγραφή αυτών των έργων – είτε ερευνητικές, είτε προσωπικές, είτε ιδεολογικές;

Η πρόκληση και στα δύο βιβλία ήταν η εσωτερική μου απαίτηση να δείξω σεβασμό στη διάρκεια προσέγγισης των νεομαρτύρων, αποδίδοντας τιμή ταυτόχρονα και σε ορισμένους τοπικούς μας νεομάρτυρες, υπενθυμίζοντας τους στην Λέσβο. Επομένως, όφειλα να συγκεντρώσω το κατάλληλο βιβλιογραφικό πρωτογενές και δευτερογενές υλικό μου, να αξιολογήσω την βιβλιογραφία μου και να διαχωρίσω σε θεματικές ενότητες τα ζητήματα που θα με απασχολούσαν στη συγγραφή μου. Επιπροσθέτως, η καταγραφή του ιστορικού πλαισίου ήταν βοηθητικό για να προχωρήσω στην οποιαδήποτε ερμηνεία των μαρτυρίων που επιλέχθηκαν ως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα να παρουσιαστούν με την απουσία βαριάς τεκμηρίωσης.

Σκοπεύετε να συνεχίσετε σε αυτό το μονοπάτι της ιστορικής γραφής; Υπάρχει ήδη στα σκαριά κάποιο νέο θέμα που θέλετε να φωτίσετε;

Αυτά τά δύο βιβλία οπωσδήποτε δείχνουν μία προτίμηση και έναν περιορισμό μου ως μία συγγραφική θα έλεγα εμμονή στην ιστορική γραφή με το νεομαρτυρολογικό αφήγημα σε πρώτο πλάνο. Ωστόσο, προτιμώ να προσεγγίζω με διεπιστημονικότητα εκκλησιαστικά ζητήματα που έχουν άμεση σχέση με την τοπική ιστορία της Λέσβου. Επιπροσθέτως, η εκκλησιαστική πολιτική του Οικουμενικού πατριαρχείου που ακολουθεί σε ζητήματα διαχριστιανικών και διορθόδοξων σχέσεων μέσα από κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες των δύο τελευταίων αιώνων θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τα επόμενα έργα μου.

Ετσι, αυτό το διάστημα ενασχολούμαι με κάποιες άγνωστες κατά κάποιο τρόπο εκκλησιαστικές μορφές που έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους σε τοπικό επίπεδο, αφιερώνοντας την ζωή τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας.

  Αν μπορούσατε να συνοψίσετε σε μία φράση τι προσπαθούν να πουν τα βιβλία σας στον σημερινό άνθρωπο, ποια θα ήταν αυτή;

Αυτό που μου έρχεται στο μυαλό μου είναι η φράση που έχω διδαχθεί από το τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. «Αγάπη για τους Νεομάρτυρες και η γνωριμία μας όσους εκπροσωπούν την οικουμενική εμβέλεια».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΚΑΙΡΟΣ