Με αφορμή την αυτοκτονία του 36χρονου στη Μυτιλήνη, η ανάρτηση του επιστημονικού διευθυντή της HELP, Πάνου Τσουκαρέλλη, φέρνει στο φως τα βαθιά κενά του κοινωνικού κράτους και την εγκατάλειψη των πιο αδύναμων.
Η είδηση του θανάτου του 36χρονου Νικήτα στο κοιμητήριο της Αγίας Κυριακής, το πρωί της Πέμπτης 11 Σεπτεμβρίου, συγκλόνισε τη Μυτιλήνη. Πίσω όμως από το τραγικό γεγονός, κρύβεται μια πραγματικότητα που αφορά όλους μας: το αβάσταχτο βάρος της φτώχειας, της μοναξιάς και της κοινωνικής εγκατάλειψης.
Ο επιστημονικός διευθυντής της HELP, Δρ. Πάνος Τσουκαρέλλης, Κοινωνιολόγος και Επαγγελματίας Ψυχικής Υγείας, με ανάρτησή του συγκλονίζει, αναδεικνύοντας τις αθέατες διαστάσεις μιας κοινωνίας που έχει μάθει να γυρνά το βλέμμα αλλού.
«Δεν είναι μια ακόμη τραγωδία. Δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που έχει μάθει να κλείνει τα μάτια και να θάβει τις ευθύνες της μαζί με τα παιδιά της», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ο Νικήτας δεν «επέλεξε» τη μοναξιά. Του επιβλήθηκε. Η φτώχεια και η έλλειψη στήριξης από ένα αποδυναμωμένο κράτος πρόνοιας τον οδήγησαν στο αδιέξοδο. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Τσουκαρέλλης, από τη μεταπολίτευση και μετά, το κοινωνικό κράτος ξηλώθηκε κομμάτι-κομμάτι, αφήνοντας τους αδύναμους χωρίς φωνή και χωρίς προοπτική.
Πίσω από την αυτοχειρία δεν κρύβεται «ατομική ευθύνη», αλλά ένα σύστημα που αδιαφόρησε, που περιόρισε τις ευκαιρίες και έσπρωξε τους φτωχούς στο περιθώριο. Ένα σύστημα που στηρίζεται στη λογική του ωχαδερφισμού, της ψευτοφιλανθρωπίας και της επίπλαστης κοινωνικής ευαισθησίας.
Η ανάρτηση θέτει ένα σκληρό ερώτημα: τι μέλλον έχουν τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στη φτώχεια, σε μονογονεϊκές οικογένειες χωρίς στήριξη; Όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες υπολειτουργούν και οι ευάλωτοι δεν βρίσκουν δομές να ακουμπήσουν, τότε η κοινωνία οδηγεί τους ανθρώπους στην πιο σκοτεινή έξοδο.
«Καλό ταξίδι, Νικήτα. Είναι βέβαιο πως κανείς διαλέγει τον τόπο που τον πονάει λιγότερο. Και μάλλον αυτός εδώ που ζούσες, σε πονούσε πολύ», καταλήγει ο κ. Τσουκαρέλλης.
Το τραγικό αυτό περιστατικό δεν πρέπει να χαθεί στη λήθη. Είναι κάλεσμα ευθύνης προς την πολιτεία, τους θεσμούς, αλλά και την κοινωνία μας. Γιατί η φτώχεια και η ψυχική οδύνη δεν είναι «μεμονωμένα περιστατικά», είναι τα σημάδια μιας κοινωνίας που πρέπει να αλλάξει.