Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικανός συγγραφέας, ηγετική μορφή της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών
Ο Έντμουντ Γουάιτ πέθανε – ο Δημήτρης Γέρος θυμάται και μας δείχνει τις τελευταίες του φωτογραφίες: Μια φιλία, μια εποχή, μια απώλεια
Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικανός συγγραφέας Έντμουντ Γουάιτ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών. Ο Δημήτρης Γέρος, φίλος του από παλιά, θυμάται στιγμές από τις συναντήσεις τους στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη και μας στέλνει τα τελευταία του πορτραίτα.
Ο Έντμουντ Γουάιτ (Edmund White), ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς και αγαπημένος φίλος, πέθανε ξαφνικά στις 3 Ιουνίου στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, ύστερα από κρίση γαστρεντερίτιδας, καθώς περίμενε το ασθενοφόρο που θα τον πήγαινε στο νοσοκομείο. Ήταν 85 ετών. Η είδηση παρουσιάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο κατακλύστηκε από αναρτήσεις, το διαμέρισμά του από συλλυπητήριες ανθοδέσμες και μερικοί από τους γνωστότερους συγγραφείς του κόσμου δημοσίευσαν μακροσκελή σχετικά κείμενα.
Είχε γράψει 13 έργα μυθοπλασίας, 4 θεατρικά, πολλά δοκίμια, τις βιογραφίες του Άρθουρ Ρεμπό, του Μαρσέλ Προυστ και τη «μεγαλειώδη», κατά τους κριτικούς, βιογραφία του Ζαν Ζενέ, που του χάρισε και το βραβείο Πούλιτζερ. Είχε τιμηθεί και με πολλές άλλες διακρίσεις, μεταξύ αυτών με το ανώτατο Εθνικό Αμερικανικό Βραβείο, για το σύνολο του συγγραφικού του έργου, με 6 λογοτεχνικά βραβεία Lambda και είχε χριστεί Ιππότης και εν συνεχεία Αξιωματικός του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών από τη γαλλική κυβέρνηση. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν δύο βιβλία του: το «Παρίσι», με τον πρωτότυπο τίτλο «The Flaneur», και το «Hotel de Dream», που νομίζω πως είναι και το καλύτερό του. Και ο ίδιος άλλωστε αυτό υποστήριζε. Λάτρης της Ελλάδας, είχε έρθει στη χώρα μας αρκετές φορές και είχε μείνει 3-4 καλοκαίρια στα Χανιά.
Έντμουντ Γουάιτ: Βραβευμένος συγγραφέας και σύμβολο της ΛΟΑΤΚΙ+ λογοτεχνίας

Γνώρισα τον Έντμουντ Γουάιτ στη Νέα Υόρκη το 2002, μέσω του φίλου μου, ποιητή και τεχνοκριτικού, Τζον Γουντ (John Wood) και αμέσως ήρθαμε κοντά. Ήταν εξάλλου αναμενόμενο, αφού είχαμε πολλούς κοινούς γνωστούς. Ήταν άνθρωπος γοητευτικός, γλυκομίλητος, χαμηλών τόνων, πολύ ευγενικός, μετριόφρων, με χιούμορ και κάπως ειρωνικός. Έγραφε και ζούσε με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Κοσμοπολίτης ο ίδιος, έγινε ευρύτερα γνωστός μέσω των βιβλίων του και υπήρξε ηγετική μορφή της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, που τον είχε ως ίνδαλμα. Διότι με το βιβλίο του «A Boy’s Own Story» την υποστήριξε και της έδωσε φωνή σε μια περίοδο που κινδύνευε να εξαφανιστεί από την πανδημία, που άλλαξε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.
Εκείνη την περίοδο ο Έντμουντ Γουάιτ δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Εγώ έμενα στους 54 δρόμους του Μανχάταν και εκείνος στους 22, στο Τσέλσι, όπου πήγαινα συχνά γιατί εκεί κοντά βρισκόταν η γκαλερί με την οποία συνεργαζόμουν. Πήγαινα όμως στην ίδια περιοχή και για την επίσης φίλη μου Λουίζ Μπουρζουά (Louise Bourgeois), η οποία έμενε στους 20 δρόμους, αλλά και για να δω τις εκθέσεις, αφού το Τσέλσι ήταν, και παραμένει, μια απέραντη γειτονιά γεμάτη από αναρίθμητες αίθουσες Τέχνης.
Το διαμέρισμά του, στον 2ο όροφο ενός κτιρίου, ήταν μικρό, αρκετά συγυρισμένο και, όπως τα περισσότερα σπίτια των συγγραφέων, γεμάτο με βιβλία, ενώ στους τοίχους υπήρχαν μικροί πίνακες και φωτογραφίες.
Τα διαστήματα που έμενα στην –πάντοτε ανυπόφορη και απάνθρωπη για μένα– Νέα Υόρκη συναντιόμασταν κυρίως στα ελληνικά εστιατόρια της περιοχής, γιατί είχαν καλύτερο φαγητό. Με τον καιρό, ο Έντμουντ Γουάιτ, που δεν ήταν αθλητικός τύπος, συνέχιζε να παίρνει κιλά και το 2012 έπαθε δύο εγκεφαλικά και λίγο μετά, το 2014, καρδιακή ανακοπή.


Είχα να τον δω πριν από τον κορωνοϊό. Έτσι, τον επισκέφτηκα στις 21 του περασμένου Μαΐου, μια μουντή και μάλλον κρύα ημέρα που ψιλοέβρεχε. Μου άνοιξε ο σύντροφός του, ο Μάικλ Κάρολ, με τον οποίο συζούσαν από το 1995. Ο Έντμουντ Γουάιτ καθόταν στην τραπεζαρία που χρησιμοποιούσε ως γραφείο και βρισκόταν δίπλα στην είσοδο. Το σαλόνι ήταν λιγότερο τακτοποιημένο, με πολύ περισσότερα βιβλία, φωτογραφίες και αντικείμενα.
Εκείνος, παρά τα προβλήματα υγείας, ήταν ευδιάθετος και πρόσχαρος. Είχε πάνω στο ακατάστατο τραπέζι του, όπου φαινόταν πως περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας του γράφοντας, γλυκά και νερό ώστε να μου τα προσφέρει. Δεν μπορούσε πια να περπατήσει, τον βοηθούσε ο Μάικλ, ο οποίος αποδείχτηκε πολύτιμος σύντροφος, γιατί νομίζω πως χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί.
Πριν προλάβω να καθίσω, μου είπε: «Πήγαινε μέσα, ευθεία στον διάδρομο, στο υπνοδωμάτιο δεξιά θα δεις τη φωτογραφία σου “Το παιδί με τα ψάρια”». Από ταπεινοφροσύνη αρνήθηκα, αλλά εκείνος επέμεινε να μου δείξει πόσο με εκτιμά κι έτσι πήγα ευχαριστώντας τον. Επιστρέφοντας, τον βρήκα να μιλάει στο τηλέφωνο. Εξήγησε στον συνομιλητή του ότι είχε επισκέπτη και του υποσχέθηκε πως θα τον καλούσε αργότερα. Αφού έκλεισε, μου είπε: «Είναι ένας φοιτητής μου από τις Φιλιππίνες. Ήθελε να αυτοκτονήσει, γιατί, αφού σταμάτησε τις ουσίες, είχε μια ερωτική απογοήτευση. Τώρα είναι μόνος και χωρίς φίλους, θα του μιλήσω αργότερα». Μέχρι να φύγω, ο νεαρός τον είχε ξαναπάρει 3-4 φορές!


Μετά μου έδειξε το τελευταίο βιβλίο της σπουδαίας Κινέζας συγγραφέως Γιγιούν Λι, η οποία είχε περάσει νωρίτερα και του το είχε χαρίσει. «Δύο αγόρια της έχουν αυτοκτονήσει», μου είπε με θλίψη, χωρίς μάλλον να μπορεί να φανταστεί την κάπως δραματική ατμόσφαιρα που, εν αγνοία του, δημιουργούσε. Αλλάζοντας γρήγορα την κουβέντα, τον ρώτησα πώς πάει το τελευταίο του βιβλίο, που είχε κυκλοφορήσει με τίτλο «The Loves of my Life – A Sex Memoir». «Ξέρεις», μου είπε, «υπάρχουν αναγνώστες που αγαπάνε τα βιβλία μου και άλλοι που δεν τα αγαπούν. Θυμάσαι αυτόν που είχε κατηγορήσει άσχημα το “Hotel de Dream”;»
Βεβαίως τον θυμόμουνα! Διότι όταν διάβασα το βιβλίο, που με είχε συγκλονίσει, έστειλα στον Έντμουντ Γουάιτ ένα πολύ θερμό και επαινετικό ιμέιλ. Κι εκείνος αμέσως μου απάντησε πόσο καλό του είχα κάνει, πόσο ενθαρρυντική και παρήγορη ήταν η γνώμη μου, τι βάλσαμο για την ψυχή του, γιατί μόλις κάποιος είχε δημοσιεύσει για το βιβλίο του, στο New York Review of Books, μια πολύ κακή κριτική, που τον είχε αναστατώσει. «Ήταν η πιο σκληρή και καταστροφική της ζωής μου», μου είχε γράψει επί λέξει («the most cruel and devastating of my life»). «Μα δεν καταλαβαίνω», είχε αναρωτηθεί αργότερα σε κάποια συνάντησή μας, «γιατί με μισεί αυτός. Διδάσκουμε και οι δύο στο ίδιο πανεπιστήμιο, μένουμε στην ίδια γειτονιά και είμαστε γκέι. Τι έχει μαζί μου;» Ήξερα τον τύπο στον οποίον αναφερόταν, επρόκειτο για κάποιον που αυτοχρίστηκε ως ο σημαντικότερος μεταφραστής του Καβάφη –λες και δεν αρκούσαν όλοι οι προηγούμενοι– και συμπαθούσε μονάχα όσους χρειαζόταν για την προβολή του.
«Τι άλλο κάνεις;» τον ρώτησα. «Θα βγει ένα καινούργιο βιβλίο μου τον Ιανουάριο», είπε χτυπώντας το δάχτυλο στο τραπέζι για να δώσει έμφαση, ώστε να καταλάβω πως εννοούσε τον Ιανουάριο που ερχόταν. «Έχω δε έναν καινούργιο ατζέντη και είμαι πολύ ευχαριστημένος. Τώρα γράφω τη βιογραφία του αδελφού του βασιλιά της Γαλλίας, του Λουδοβίκου του 14ου». Και άρχισε περιπαικτικά, με χαμηλή και παιχνιδιάρικη φωνή, γεμάτη υπονοούμενα, να μου εξηγεί αυτά που ήδη γνώριζα: «Ξέρεις, ντυνόταν γυναίκα, με όλα τα αξεσουάρ. Ήταν παντρεμένος δύο φορές, είχε παιδιά, είχε γκόμενους, είχε όμως και γκόμενες», τονίζοντας το: «και γκόμενες». Ξεκαρδίστηκε στα γέλια, θυμάμαι, όπως κι εγώ φυσικά μαζί του.


«Είσαι ακόμα a Lesbian;», αυτή ήταν η αγαπημένη του ερώτηση. Μου την έκανε αστειευόμενος κάθε χρόνο, για να μάθει αν συνέχιζα να πηγαίνω στη Λέσβο. Μετά άρχισε να μου λέει για τα δικά του καλοκαίρια, αυτά που είχε περάσει στα Χανιά, όπου έμενε σε μια πανέμορφη, όπως μου είπε, έπαυλη «δίπλα από το κτίριο που φυλάσσονταν τα Αρχεία». Στην ίδια πόλη είχε αγοράσει ένα πολύ ωραίο σπίτι και ο φίλος μας ο Τσάρλς Χένρι Φορντ (Charles Henri Ford). O Φορντ, μεγάλη προσωπικότητα, ήταν ο πρώτος Αμερικανός σουρεαλιστής ποιητής και προερχόταν από πλούσια οικογένεια ιδιοκτητών αλυσίδας ξενοδοχείων. Στη Νέα Υόρκη κατοικούσε στο περίφημο κτίριο Ντακότα, στο οποίο –σε άλλον όροφο βέβαια– έμενε και η αδελφή του, η ηθοποιός Ρουθ Φορντ (Ruth Ford).
Σημειωτέον, στην είσοδο του συγκεκριμένου κτιρίου είχαν σκοτώσει τον Τζον Λένον. «Η έπαυλη», συνέχισε ο Έντμουντ Γουάιτ, «ήταν πολύ ωραία και είχε μια αυλή. Εκεί ζούσε και μια συμπαθητική Αγγλίδα, παντρεμένη με έναν Αμερικανό στρατιώτη. Ο Τσαρλς Χένρι Φορντ μάς επισκεπτόταν τακτικά, γιατί η γυναίκα δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφά του. Μια μέρα καθώς μιλούσε με τον Αμερικανό στρατιώτη, εκείνος είπε στον Τσαρλς: “Λοιπόν, έχω πετάξει όλα τα παλιά μου γράμματα”. Και ο Τσαρλς του απάντησε: “Δεν πρέπει ποτέ να τα πετάς, μπορείς να τα πουλήσεις στο Χάρβαρντ για εκατομμύρια!”», και ξέσπασε σε γέλια με την ειρωνική συμβουλή του φίλου μας…
Στα Χανιά έμενε και ο ποιητής Τζέιμς Μέριλ (James Merrill), καθώς και ο ζωγράφος Τζον Κράξτον (John Craxton). Όλοι τους ήταν μια παρέα. «Ο Κράξτον πήγαινε και ερχόταν στο Λονδίνο με τη μοτοσικλέτα του», μου ανέφερε εντυπωσιασμένος ο Έντμουντ Γουάιτ. Και χαμηλώνοντας πάλι συνωμοτικά τη φωνή: «Ξέρεις, ο φίλος μου ο Τζέιμς Μέριλ, που ήταν από την οικογένεια των Τραπεζιτών, γνώριζε πολλούς από τη φρουρά των ανακτόρων, αυτούς με τα αστεία παπούτσια…», και για να μου δώσει να καταλάβω τι εννοούσε έκανε με τα χέρια του το μυτερό, γυριστό σχήμα της μύτης των τσαρουχιών, ενώ ξεκαρδιζόταν από τα γέλια σαν μωρό παιδί. Με τέτοια και άλλα κουτσομπολιά διασκεδάζαμε πολύ όταν συναντιόμασταν, η παρέα του ήταν πάντοτε απολαυστική!

Στο σπίτι του Έντμουντ Γουάιτ, λίγο πριν το τέλος
Όταν άρχισε να περνάει η ώρα –με τον Φιλιππινέζο να περιμένει τηλέφωνο– τον ρώτησα αν θα μπορούσα να τον φωτογραφίσω. Επειδή είχα αποφασίσει να σταματήσω τα πηγαινέλα στη Νέα Υόρκη και ίσως να μην ξαναβλεπόμασταν, θέλησα να έχω κάποιες επιπλέον αγαπημένες αναμνήσεις από εκείνον. Συμφώνησε ευχαρίστως. Όταν όμως πήρα τη φωτογραφική στα χέρια μου, σαν μια μελαγχολία (ή θλίψη;) να με έπιασε και δεν αισθανόμουν ότι θα μπορούσα να επιτύχω κάποια ενδιαφέρουσα φωτογραφία. Παρά ταύτα τράβηξα κάποιες φωτογραφίες, που ίσως κάποτε φανούν χρήσιμες, αλλά μόνον ως ντοκουμέντο. Πριν φύγω, καθώς μιλούσαμε, τράβηξα με το κινητό μου κι ένα βίντεο στο οποίο νομίζω πως αποτυπώνεται ακριβώς η τρυφερή και αγαπησιάρικη προσωπικότητα του φίλου μου, που δυστυχώς δεν μπορεί να αποδοθεί πλήρως με ένα κείμενο.
Όταν, μια εβδομάδα μετά, έμαθα από τον Μάικλ για τον ξαφνικό θάνατό του, σοκαρίστηκα. Η θλίψη μου ήταν μεγάλη. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους μιας σπουδαίας εποχής, που τα είχε όλα: αγάπη, ελευθερία, επαναστάσεις, συντροφικότητα, ατέλειωτα γλέντια, έρωτες, ηδονές, αλλά και πολλούς θανάτους, που μερικούς τους έκαναν πιο δυνατούς. Είχε επίσης και μεγάλους συγγραφείς, καλλιτέχνες, διανοούμενους…
Νομίζω πως είμαι από τους τυχερούς, διότι έζησα αυτή την εποχή και γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους.

πηγή:Athens voice