Σε μια εποχή που το καλοκαίρι θα έπρεπε να σημαίνει ανάσα, ξεκούραση και λίγες μέρες μακριά από το άγχος της καθημερινότητας, η πραγματικότητα χτυπάει αλλιώς. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 50% των Ελλήνων δηλώνουν ότι δεν μπορούν να πάνε διακοπές, εξαιτίας της οικονομικής πίεσης που βιώνουν.
Η εικόνα αυτή δεν είναι απρόσωπη. Στους δρόμους της Μυτιλήνης, στα καφενεία, στις λαϊκές αγορές, ακούς διαρκώς την ίδια φράση: «Φέτος δεν έχει…».
Ο κύριος Μανώλης, συνταξιούχος ναυτικός, στέκεται στη σκιά ενός δέντρου και λέει σχεδόν με ενοχή: «Τα παιδιά μου ούτε φέτος θα έρθουν. Είχαν πει πως θα έρθουν για τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά τους έφαγε το κόστος… Τους είπα να μη ζοριστούν. Αλλά πονάει.»
Η κυρία Κατερίνα, μητέρα δύο παιδιών που εργάζεται σε τουριστικό κατάλυμα, περιγράφει κι εκείνη μια κοινή εμπειρία: «Πολλοί μας τηλεφωνούν, ρωτούν για διαθεσιμότητα, για παροχές, για το μέρος… αλλά τελικά δεν έρχονται. Δεν είναι ότι δεν θέλουν. Δεν μπορούν.»
Η ακρίβεια δεν αγγίζει μόνο τον τουρισμό. Αγγίζει πρώτα τον ψυχισμό. Δημιουργεί ένα αίσθημα στέρησης, αδικίας, κόπωσης. Και σε νησιά όπως η Λέσβος, που παραδοσιακά στηρίζονταν στον εσωτερικό τουρισμό, η απουσία αυτών των επισκεπτών δεν είναι απλώς οικονομική απώλεια. Είναι ένα καλοκαίρι πιο ήσυχο απ’ όσο θα ήθελε να είναι.
Αν και τα αεροπλάνα πετούν και τα πλοία φτάνουν, πολλοί κάτοικοι νιώθουν ότι το καλοκαίρι φέτος πέρασε δίπλα τους – όχι μέσα τους. Ο ήλιος, η θάλασσα, τα πανηγύρια, οι απογευματινές βόλτες στην προκυμαία είναι πάντα εδώ. Αλλά το ελληνικό καλοκαίρι, στην ουσία του, χτίζεται πάνω στη δυνατότητα να φύγεις έστω και λίγο από τον εαυτό σου. Και όταν αυτό δεν μπορείς να το προσφέρεις στην οικογένειά σου, τότε κάτι σπάει.
Γιατί τελικά, οι διακοπές δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη. Είναι παύση. Είναι μια υπόσχεση ότι όλα δεν είναι μόνο υπολογισμοί και επιβίωση. Κάπου υπάρχει ακόμη χώρος και χρόνος για να ζήσεις. Ακόμα κι αν αυτό αργεί.