Του Νίκου Κουφάκη
Ο αξέχαστος και ανεπανάληπτος νοικοκύρης Καλλιθέας, Χάλικα και νοτίων περιχώρων Μυτιλήνης. Γεννημένος στην περιοχή του Νταρλά, μέλος υπερπολύτεκνης οικογένειας με άλλα πέντε αδέλφια, στάθηκε από μικρός στο πλευρό του πατέρα του καλλιεργώντας με ζήλο τα πατρώα κτήματα. Όργωναν με τα άλογα τις πλαγιές της Καλλιθέας και το ίσωμα της Χρυσομαλλούσας για να σπείρουν κριθάρι ή κουκιά στα υψώματα κάτω από τις ελιές όταν δεν είχαν μαξούλι. Αργότερα ο κυρ Θυμής έπαιρνε κισίμια ελαιοκτήματα των Φιλανθρωπικών ή νοίκιαζε με τα χρόνια χωράφια του Βοστανείου όπου έτρεφε τα ζωντανά του. Λίγο πιο πάνω από το ξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου είχε ολόκληρη φάρμα με άλογα, κατσίκες, κότες, κακνιά κλπ και τροφοδοτώντας με φρέσκο γάλα και αυγά τα σπίτια της περιοχής.

Πριν χτιστεί το σχολικό συγκρότημα του 10ου Δημοτικού στην Αγία Φωτεινή έσπερνε στο τεράστιο οικόπεδο βίκο και σιτάρι και έφτιαχνε αλώνι για να λιχνίζει τα γεννήματα στο ψηλότερο μέρος, εκεί που αργότερα έχτισε το σπίτι του. Τα παιδιά της περιοχής ονόμαζαν την μεγάλη αυτή αλάνα “του Θυμή το γήπεδο” και παραφύλαγαν πότε θα λείπει μακριά για να παίξουν εκεί μπάλα! Όταν με το πέρασμα του χρόνου τα περισσότερα χωράφια έγιναν σπίτια, πολυκατοικίες, μαγαζιά και δρόμοι ο κυρ Θυμής έγινε αρχιεργάτης δακοκτονίας της γύρω περιοχής. Δεσμεύοντας τα άλογά του και φτιάχνοντας συνεργείο , δούλευε ατελείωτες ώρες με αξιοζήλευτη ευσυνειδησία αφού γνώριζε τέλεια τα ελαιοκτήματα της περιοχής.

Στην ομάδα του δούλεψαν κι αποκόμισαν πολύτιμες γνώσεις για την ελαιοκομία αμέτρητα νεαρά παιδιά της πόλης , μαθητές,φοιτητές, σπουδαστές της ΠΑΜ( μεταξύ αυτών και ο γράφων) βγάζοντας κι ένα χαρτζιλίκι. Πάντα με χιούμορ και την “πολεμική” ιαχή ΔΎΝΑΜΙΣ ο κυρ Θυμής εμψύχωνε τα μέλη του νταϊφά του για να βγάλουν το πλάνο της ημέρας. Όταν έβλεπε να στάζει κάτω το φάρμακο της ψεκαστήρας φώναζε χαρακτηριστικά: – Τί κανς ρε φίλε, ο φτωχός αγρότς πληρών έφτιν τς παράδες!
Βρίσκονται άραγε τέτοιοι άνθρωποι στις μέρες μας?