Κλικ στην Ιστορία από τον Νίκο Κουφάκη

Τατάς Στέλιος
Πρόεδρος Σωματείου Ελαφρών Μεταφορών Λέσβου

Γεννημένος τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια στη Μυτιλήνη (1945), έζησε την παιδική του ηλικία σε μια εποχή που ο τόπος μας προσπαθούσε να αναγεννηθεί. Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια δεμένη οικογένεια τίμιων βιοπαλαιστών, μαζί με όλους τους ανιόντες συγγενείς.
Ο εκ μητρός παππούς του, ο Θεόδωρος Ταχτατζής, από την Αγία Παρασκευή, υπηρετούσε στρατιώτης είκοσι χρόνια. Πολέμησε στη Μικρά Ασία μέχρι τον Σαγγάριο. Γύρισε γέρος πια στη Μυτιλήνη και δούλεψε λιμενεργάτης.
Ο έτερος παππούς, Τατάς το επώνυμο, ήταν από την Πέτρα και είχε κάρο με δύο άλογα. Είχε αναλάβει προπολεμικά τη συγκοινωνία Πέτρας–Μυτιλήνης, μεταφέροντας επιβάτες και εμπορεύματα.
Ο πατέρας του είχε ειδικευτεί στην εκτροφή πουλερικών κι έφτιαξε από το μηδέν δικό του πτηνοτροφείο. Αρχικά στη Χρυσομαλλούσα, κατά τη δεκαετία του ’40–’50, και κατόπιν στον Κάτω Χάλικα, που τότε ήταν ένα απομονωμένο από την πόλη χωριό.
Η Χρυσομαλλούσα, που έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Στέλιος, δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή. Κυριαρχούσαν οι ελιές, τα αμπέλια, οι μπαξέδες και αραιοί πέτρινοι πύργοι. Στο κάτω μέρος η Πρόνοια είχε χτίσει κάμποσα προσφυγικά, λίγο πιο πάνω απ’ τον Πύργο του Παρταλίδη. Εκεί βρισκόταν το κτήμα, το σπίτι και το μικρό πτηνοτροφείο της οικογένειας Τατά. Μια χτιστή στέρνα γέμιζε καθημερινά με νερό Κρατήγου για τις ανάγκες της μικρής επιχείρησης αλλά και του κήπου της οικογένειας.
Τα απογεύματα έβγαζαν τα κοτόπουλα (ράτσας Leghorn κυρίως) να βοσκήσουν στα διπλανά χωράφια, για να πάρουν τις απαραίτητες βιταμίνες. Τα προϊόντα τους, αυγά και κρέας, ήταν πάντα ποιοτικά και τα κατέβαζαν καθημερινά στην πόλη. Καλλιεργούσαν επίσης κηπευτικά, αρκετά οπωροφόρα, συκιές, ελιές για να βγαίνει το λάδι και τα τρόφιμα της οικογένειας.
Η αστικοποίηση και υπερδόμηση δυστυχώς του όμορφου αυτού προαστίου ανάγκασε την οικογένεια Τατά να μεταφέρει το πτηνοτροφείο μακρύτερα ώστε να μην ενοχλούνται οι γείτονες, νέοι και παλαιοί. Αγόρασαν λοιπόν κτήμα στον Κάτω Χάλικα και ανέπτυξαν περισσότερο την επιχείρηση, φτάνοντας τον αριθμό των χιλίων πουλερικών!
Ο Στέλιος ήταν ξεφτέρι στις δουλειές του πτηνοτροφείου, στις διανομές αυγών αλλά και στα μαθήματα του σχολείου, όντας αριστούχος και παραστάτης σημαιοφόρος στο Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης το 1957.

Η φοίτησή του στο Γυμνάσιο ήταν μόνο για έναν χρόνο, καθώς οι ανάγκες της οικογένειας του ήταν πολλές. Στάθηκε δεξί χέρι του πατέρα του μέχρι τα 17 του χρόνια, στο πτηνοτροφείο και στα χωράφια. Στον ελεύθερο χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο με την ομάδα «ΝΙΚΗ Χρυσομαλλούσας», ως βασικός παίκτης. Το χειμώνα, όταν είχε μαξούλι, πήγαινε «τσιρακέλ», δηλαδή βοηθός, στο ελαιοτριβείο Κατσικαδέλλη κοντά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσομαλλούσας, δίπλα σ’ ένα ρέμα που τώρα σκεπάστηκε. Εκεί απέκτησε πολλές γνώσεις κι από εκεί έπιασε το «χαρτζιλίκι».
Η οικονομική στενότητα ανάγκασε τότε πολλούς νέους να ξενιτευτούν ή να μπαρκάρουν στα καράβια. Ο Στέλιος επέλεξε το δεύτερο και μόλις έκλεισε τα δεκαεπτά μπάρκαρε στο ξύλινο καΐκι ενός γνωστού που έκανε το δρομολόγιο της λεγόμενης Άγονης Γραμμής: Αλεξανδρούπολη έως Κρήτη, μεταφέροντας κυρίως κρασιά, σταφύλια και λάδια. Αργότερα έβγαλε δελτίο και μπήκε σε σιδερένια πλοία, αρχικά του εσωτερικού και κατόπιν για υπερατλαντικά ταξίδια. Άσσος στα οικονομικά, έβαζε στην άκρη χρήματα απ’ τον μισθό του, καταθέτοντάς τα στις τράπεζες που τότε έδιναν τόκο έως 20% για κλειστές καταθέσεις!

Στα 21 του ήρθε «Φύλλο Πορείας» απ’ τον Στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του. Μετά την βασική εκπαίδευση μετατέθηκε στη Λάρισα όπου δραστηριοποιούταν η ΜΟΜΑ, δηλαδή μεικτή ομάδα με μηχανήματα του Στρατού που εκτελούσε αξιόλογα δημόσια έργα, π.χ. εθνικές οδούς, γέφυρες, φράγματα ποταμών κ.λπ. Η 24μηνη θητεία αποτέλεσε άλλο ένα «σχολείο» για τον Στέλιο Τατά αφού έμαθε να οδηγεί, να λογαριάζει και να συμμετέχει άμεσα στον τομέα των κατασκευών. Μετά την απόλυσή του απ’ τον Στρατό εντός δικτατορίας πλέον, έμαθε ότι ο Παπαδόπουλος καθιέρωσε με διάταγμα κάποια «κλειστά» επαγγέλματα όπως αυτό το λεγόμενο «Ελαφρών Μεταφορών», δηλαδή των τρικυκλάδων. Η αρραβωνιαστικιά του Μυρσίνη Στεφανίδη και ο πατέρας της που ήταν επαγγελματίας του κλάδου βοήθησαν σ’ αυτό. Έτρεξε αρπάζοντας την ευκαιρία και πέρασε απ’ τους πρώτους τις υποτυπώδεις εξετάσεις που έδιναν τότε οι υποψήφιοι οδηγοί. Αγόρασε με δόσεις το πρώτο του τρίκυκλο ελληνικού εργοστασίου — το σασί με εργοστασιακό κινητήρα TRIUMPH — το έτος 1971. Στην αρχή οι «παλιοί» του επαγγέλματος τον ειρωνεύονταν και του «άφηναν» τις πιο βαριές και «βρώμικες» μεταφορές.

Η πρώτη «πιάτσα» ήταν κοντά στην Καπναποθήκη απέναντι απ’ το 6ο Δημοτικό. Εκεί τότε υπήρχε και παγοποιείο. Στην άκρη της πιάτσας βρίσκονταν σωροί από υλικά οικοδομών — άμμος, χαλίκι, γαρμπίλι κ.λπ. — απ’ όπου φόρτωναν με το φτυάρι τις καρότσες των τρίκυκλων. Η οικοδομική δραστηριότητα κατά τη δεκαετία του ’70 αυξανόταν αλματωδώς και ως εκ τούτου υπήρχε πάντοτε δουλειά. Μετέφερε καθημερινά πάγο απ’ το εργοστάσιο στις Ψαραποθήκες και τον μπαλουχανά, δηλαδή ιχθυόσκαλα που βρισκόταν τότε κοντά στα Λαδάδικα. Τα βράδια πήγαινε πότε Πλωμάρι και πότε Μόλυβο για να φορτώσει «καθαρά» ψάρια σε ξύλινα τότε κιβώτια με λίγο τριμμένο πάγο. Κάποτε ένας χονδρέμπορος οπωροκηπευτικών τον έστειλε στη Χίο για μανταρίνια. Πήγε τότε μόνος του στον Κάμπο να βρει τους παραγωγούς και να φορτώσει φρέσκα εσπεριδοειδή. Μια μικρή όμως καθυστέρηση τον έκανε να χάσει το πλοίο για Μυτιλήνη κι αναγκάστηκε να μείνει σε ξενοδοχείο δύο μέρες οπότε «έβαλε κι από την τσέπη του» όπως λένε!

Η δουλειά τον κυνηγούσε όπως κι εκείνος το ίδιο. Η εντιμότητα και οι καθαροί λογαριασμοί του τον έκαναν περιζήτητο στις μετακομίσεις και ιδίως στις μεταφορές επίπλων αξίας. Η αντικέρ Άννα Πεσματζόγλου του εμπιστευόταν πανάκριβες αντίκες, σεκρετέρ, σκρίνια, γυάλινα τραπέζια και βιτρίνες, τα οποία αμπαλάριζε με μεγάλη προσοχή και τα έδενε με επιμέλεια για να τα μεταφέρει χωρίς καμία αμυχή. Ο δε Αλέκος Πεσματζόγλου, ιδρυτής του θεατρικού ομίλου ΜΠΟΥΡΙΝΙ, του ανέθετε τη μεταφορά των σκηνικών, κουστουμιών κ.λπ. για τις παραστάσεις εκτός Μυτιλήνης. Με το ΜΠΟΥΡΙΝΙ ταξίδεψε πολλές φορές στο κάστρο του Μολύβου και στη Μύρινα Λήμνου. Είχε σταματήσει πλέον να μεταφέρει μπάζα, ψάρια, ζωντανά ζώα και άλλα αντικείμενα που άφηναν δυσάρεστες οσμές, επικεντρώνοντας την δουλειά του σε καθαρά αντικείμενα. Μια από τις πιο επικίνδυνες μεταφορές ήταν τα βαρέλια με καθαρό οινόπνευμα 100° που προορίζονταν για ούζο. Έρχονταν σε πλαστικά σφραγισμένα βαρέλια από τη Θεσσαλία, εκτελωνίζονταν παρουσία Χημικού και έφευγαν για τις τοπικές ποτοποιίες. Λεπτοί χειρισμοί και μεγάλη προσοχή επιβάλλονταν γιατί το οινόπνευμα ήταν εύφλεκτο όπως η βενζίνη.

Εν τω μεταξύ ο Στέλιος εξελέγη πρόεδρος του Σωματείου Ελαφρών Μεταφορών Λέσβου και παρέλαβε τα βιβλία και το ταμείο που δεν είχε ούτε δραχμή υπόλοιπο. Μετέφερε την πιάτσα των τρικύκλων από τον μώλο στο κέντρο, κάτω απ’ το ξενοδοχείο Αιγαίον, κοντά στα Λαδάδικα. Εκεί χρησιμοποιούσαν και το τηλέφωνο του περίπτερου του Πατίλα για τις ανάγκες τους. Σε μικρό διάστημα εγκατέστησαν δική τους τηλεφωνική γραμμή σε σιδερένιο κουτί όπως και οι ταξιτζήδες. Έδωσε μεγάλο συνδικαλιστικό αγώνα το έτος 1977 διοργανώνοντας Παλλεσβιακή απεργία με το δίκαιο αίτημα να αντικατασταθούν τα παλαιά τρίκυκλα με φορτηγάκια τετράτροχα ελαφρών μεταφορών. Ο αγώνας ήταν πανελλήνιος, στέφθηκε με επιτυχία και τελικά ο νόμος ψηφίστηκε το 1980 δικαιώνοντας τα αιτήματα της Συνομοσπονδίας. Ένα-ένα τα τρίκυκλα αντικαθίστανταν με καινούργια φορτηγάκια του «ενός τόνου» όπως τα έλεγαν. Το Σωματείο εκσυγχρονίστηκε. Σε διάστημα τριάντα ετών πέρασαν από τα κάρα στα τρίκυκλα και κατόπιν στα φορτηγά με ανατρεπόμενη καρότσα. Η πρόοδος και η ασφάλεια ήταν εμφανής. Ο Στέλιος Τατάς αγόρασε Mercedes που ήταν πιο βαρύ απ’ τα γιαπωνέζικα αλλά παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια και πιο αξιόπιστο κινητήρα. Ήταν η «Ναυαρχίδα» του στόλου στην πιάτσα για τις επόμενες δεκαετίες. Τον προτιμούσαν απ’ όλους και στο εξής οι Δημόσιες Υπηρεσίες — Νομαρχία, Εφορία, Δήμος κ.λπ. Του ανέθεταν εμπιστευτικές αποστολές μεταφοράς αρχείων, εγγράφων σε σάκους και εκλογικών ψηφοδελτίων όταν προκηρύσσονταν εκλογές. Από το τυπογραφείο του Πασπάτη παρελάμβανε και παρέδιδε αυθημερόν με συνέπεια στους Δήμους του νησιού που τότε ήταν γύρω στους εννιά.

Η άκρως όμως εμπιστευτική μεταφορά που αναλάμβανε και απαιτούσε εχεμύθεια και μυστικότητα, ήταν την εποχή της νομισματικής αλλαγής στην χώρα μας το έτος 2002. Η Κρατική Τράπεζα της Ελλάδος του ανέθεσε να παραλάβει σφραγισμένους σάκους με χαρτονομίσματα και ξύλινα κιβώτια με δραχμές (προς απόσυρση) από τραπεζικά παραρτήματα του νησιού, μαζί φυσικά με ένοπλο φρουρό! Επίσης τον ειδοποιούσαν εγκαίρως να παραλάβει σιδερένια κιβώτια με το νέο νόμισμα, δηλαδή το ευρώ, από το αεροδρόμιο Μυτιλήνης — πάντα με συνοδεία ενόπλων φρουρών. Κάποια στιγμή, την ώρα που οδηγούσε μεταφέροντας χρηματαποστολή εκατομμυρίων ευρώ, του «πετάει» μια πρόταση ο ένοπλος φρουρός, προφανώς για να τον δοκιμάσει: «Τί λες ρε Στέλιο, να πετάξω το περίστροφο και καμιά σακιά με χρήμα την ώρα που περνάμε απ’ το Τσαμλίκι και να σκηνοθετήσουμε μια ληστεία; Θα γίνουμε πλούσιοι!» Και η απάντηση του Στέλιου: «Λάθος πόρτα χτύπησες ρε κουμπάρε, το κούτελό μ’ είναι καθαρό και θα μείν’ έτσι μέχρι το τέλος!» Πράγματι ο Στέλιος Τατάς αφού εργάστηκε 40 χρόνια, έκανε υπέροχη οικογένεια μαζί με τη σύζυγό του Μυρσίνη αποκτώντας δυο γιούς και τρία εγγόνια. Κατέθεσε την άδεια και τις πινακίδες και αποσύρθηκε οριστικά από την πιάτσα. Από το σπίτι ψηλά στο Χάλικα βλέπει τη Χρυσομαλλούσα και τη Μυτιλήνη ενθυμούμενος τις νοσταλγικές αυτές ιστορίες και συμβουλεύει τις νεότερες γενιές ότι όποιος βγάλει «καλό όνομα» δεν θα πεινάσει ποτέ…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΚΑΙΡΟΣ
Best Cleaning Service in Dubai