Πρὶν πολλὰ χρόνια ὁ παπα-Φώτης βάπτισε κάποιον Ίρακινό, μουσουλμάνο στὸ ναό του στὸν Ἅγιο Λουκά στὰ Πάμφιλα. Μοῦ ζήτησε νὰ γίνω ἡ ἀνάδοχός του. Ἡ βάπτιση ἔγινε στο προαύλιο τοῦ ναοῦ, γιατὶ ὁ ναὸς τότε κτιζόταν. Ἦταν τότε θυμᾶμαι μήνας Ὀκτώβριος.
Ὁ καιρὸς ἦταν κατάμαυρος καὶ συννεφιασμένος ἕτοιμος γιὰ βροχή. Τοῦ λέμε: «Παπα-Φώτη δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸν βαπτίσουμε γιατὶ θὰ βρέξει».
«Νὰ σκάστει ούλοι σας καὶ ἡ βάπτιση θὰ γίν’.». Ποῦ θὰ βαπτιζόταν ὅμως ὁ Ἰρακινὸς ποὺ ἦταν μεγάλος καὶ ἡ κολυμβήθρα δὲν θὰ τὸν χωρούσε;
Σε λίγο μπροστὰ στὴν ἀπορία τους μεταφέρει ὁ παπα-Φώτης ἕνα βαρέλι μέσα στὸ ὁποῖο οἱ ἐργάτες ἔσβηναν τὸν ἀσβέστη. Ἀφοῦ τὸ καθάρισαν ἀμέσως προετοίμασαν ζεστό νερό σε ἕνα καζάνι, ἀφοῦ πρῶτα ἄναψαν φωτιά.
Μόλις τελείωσε ἡ προετοιμασία τοῦ νεροῦ, ὦ τοῦ θαύματος! σχίζονται τὰ σύννεφα καὶ βγαίνει ἕνας λαμπερός καὶ ζεστὸς ἥλιος.
Ὅλοι μας ἐνῶ ἔκανε κρύο καὶ φορούσαμε πολλὰ ροῦχα, τὰ πετάξαμε ὅλα ἐξαιτίας τῆς ζέστης.
Κατὰ τὴν βάπτιση ὁ Ἰρακινὸς ἔλαβε δύο ὀνόματα κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ παπα-Φώτη, Δημήτριος καὶ Λογγίνος, ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἑόρταζε ἡ ἐκκλησία τὴ μνήμη του (16 Ὀκτωβρίου).
Ὁ παπα-Φώτης ἔδωσε ἐντολὴ καὶ γέμισαν μέχρι ἐπάνω τὸ βαρέλι νερό. Ἔπειτα ἔκανε μία βάπτιση ἀνεπανάληπτη. Ὅταν τέλειωσε τοῦ εἶπα: «Παπα-Φώτη τί βάπτιση ἦταν αὐτή;».
Κι ὁ παπα-Φώτης μὲ φυσικότητα καὶ πολλὴ χαρὰ ἀπήντησε: «Ὅταν βαπτίζω ἀκολουθῶ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ λέγω ὅλα τὰ λόγια. Τίποτα δὲν πηδῶ. Ὅλα τὰ λέγω».
Ἀφοῦ τελείωσε ἡ βάπτιση ξανασυννέφιασε ὁ οὐρανὸς καὶ ἔβρεχε ὅλη τὴ νύχτα μέχρι τὸ πρωί!.
(«Παπα-Φώτης Λαυριώτης, Σημεῖον Ἀντιλεγόμενον (1913-2010+) ἕνας αἰῶνας ζωῆς καὶ μαρτυρίας», π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, εκδ. «Παναγία η Κοσμοσώτειρα» /Φωτ.Δημήτρης Γέρος)






