Από τον Νίκο Κουφάκη
Η Νουνούλα, κατά κόσμον Δέσποινα Δημητρίου – Καραμάνου, γεννήθηκε το 1937 στη Μυτιλήνη, από γονείς προσφυγικής καταγωγής από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα, γεμάτα στερήσεις.Μαζί με τα πέντε αδέλφια της, πάλεψε να επιβιώσει μέσα στη φτώχεια. Η μητέρα της ήταν ράφτρα ντρίλινων παντελονιών, ενώ ο πατέρας της διατηρούσε ένα μικρό εμπορικό κοντά στο Γενί Τζαμί, με πελάτες κυρίως πρόσφυγες από τον Συνοικισμό.
Ήρθε ο πόλεμος, η γερμανική κατοχή και μαζί της η πείνα, η ανέχεια, η αγωνία για το αύριο. Όπως θυμόταν η ίδια, «αν δεν υπήρχε η αλληλεγγύη, θα ήμασταν τελειωμένοι». Ένα καλάθι όσπρια από έναν Περγαμηνό τον Σαβαρλή ή ένα κεφάλι τυρί από έναν θείο που ζούσε στην Αργενο και τυροκομούσε, ήταν για εκείνους πραγματικό θείο δώρο.
Παρά τις δυσκολίες, η Νουνούλα αγαπούσε τα γράμματα και τις τέχνες. Ξεχώριζε στο σχολείο και έλαμπε τόσο στο Δημοτικό όσο και στο Παρθεναγωγείο, όπου φοίτησε μαζί με 110 συμμαθήτριες. Αποφοίτησε με άριστο βαθμό το 1955, ενώ οι καθηγήτριές της τη συμβούλευαν να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Όμως η ανάγκη την ανάγκασε να εργαστεί, καθώς δεν υπήρχε «δραχμή» στο σπίτι. Η μεγαλύτερη αδελφή της, η Γιούλα, είχε πεθάνει στην Αθήνα το 1946, και λίγο αργότερα «έχασε» και τον πατέρα της, που μαράζωσε από τη θλίψη για τον χαμό της κόρης του αλλά και την πυρκαγιά στην αγορά που κατέστρεψε το μαγαζί του.
Η μητέρα συνέχισε να ράβει και να υφαίνει στον αργαλειό, μα χρειαζόταν και η βοήθεια των παιδιών για να τα βγάλουν πέρα. Έτσι, η Νουνούλα ζήτησε δουλειά το 1958 στο φημισμένο κομμωτήριο του Σπύρου Ισιδώρου, όπου σύχναζε η αριστοκρατία της Μυτιλήνης. Το κομμωτήριο βρισκόταν στην προκυμαία, στον πρώτο όροφο πίσω από το ζαχαροπλαστείο «Φλόκα» του Τζιβόγλου.
Ο κύριος Ισιδώρου διέκρινε αμέσως το ταλέντο της και την προσέλαβε — αμισθί όμως — όπως ήταν τότε το έθιμο για τους μαθητευόμενους. Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια έμαθε την τέχνη της κομμωτικής, ενώ ταυτόχρονα έκανε μανικιούρ-πεντικιούρ και εξυπηρετούσε πλούσιες κυρίες της Μυτιλήνης,Ακλειδιού, Σουράδας, κτλ πηγαίνοντας στα σπίτια τους με το ποδήλατο, μέσα σε βροχή, αέρα ή καύσωνα, κουβαλώντας στο βαλιτσάκι της τα σύνεργα της δουλειάς.
Οι πελάτισσες την αγαπούσαν και τη φιλοδωρούσαν γενναιόδωρα. Συχνά καλούνταν και στα αρχοντικά για «μπέιμπι σιτινγκ» , όπως σε ένα σπίτι του Μακρύ Γιαλού. Εξειδικεύτηκε στο περμανάντ, το οποίο τότε γινόταν με ξυλάκια και αλουμινόχαρτο, δουλεύοντας ώρες ατελείωτες, μέχρι που της έκαιγε το δέρμα στα δάχτυλα.
Τις παραμονές Χριστουγέννων ή Πάσχα πήγαινε σε χωριά όπως η Σκαμνιά, Άργενο και στον Χάλικας (Λεπέτυμνο) όπου την περίμεναν δεκάδες γυναίκες να τις περιποιηθεί. Έμενε εκεί τέσσερις μέρες, δουλεύοντας από το πρωί ως το βράδυ. Οι τιμές κομμωτηρίου κατά τη δεκαετία του 60 ήταν 40 δραχμές για την περμανάντ αλλά επειδή δεν κυκλοφορούσε τότε πολύ χρήμα , κάποιες πλήρωναν σε είδος. Συχνά, προϊόντα: τυρί, αυγά, βούτυρο, ό,τι είχε η κάθε νοικοκυρά να δώσει,γέμιζαν τα καλάθια της Νουνούλας που τα έστελνε με το λεωφορείο της γραμμής στη Μυτιλήνη.
Μετά από τέσσερα χρόνια μαθητείας και λίγες οικονομίες, η Νουνούλα γράφτηκε στη σχολή κομμωτικής ΚΑΜΕΡ στην πλατεία Κάνιγγος, όπου αποφοίτησε με άριστα. Ήταν η αρχή μιας μεγάλης πορείας.
Μετά τις σπουδές της επέστρεψε στη Μυτιλήνη και άνοιξε το 1962, το πρώτο της κομμωτήριο σε ένα μικρό ισόγειο δωμάτιο στην οδό Αρίωνος, κοντά στην αίθουσα της Αδελφότητος «Ευσέβεια». Οι πελάτισσες σύντομα αυξήθηκαν τόσο πολύ, που σχηματίζονταν ουρές αναμονής τεσσάρων ωρών! Δανειζόταν καρέκλες και σκαμνάκια για να τις εξυπηρετήσει και τοποθετούσε τα καθίσματα στον λιθόστρωτο δρόμο έξω από το μικρό μαγαζί της.
Η φήμη της απλώθηκε σε όλο το νησί — από την Αγιάσο και την Καλλονή, ως την Πέτρα, το Μόλυβο και τον Πολιχνίτο. Δούλευε από το πρωί ως αργά τη νύχτα. Κάποιες φορές τη φώναζαν στις τρεις τα ξημερώματα για να χτενίσει νύφες από την Αγιάσο που είχαν «κλεφτεί» μεσάνυχτα και έπρεπε να παντρευτούν την επομένη!
Όταν αργότερα έκλεισε το μεγάλο κομμωτήριο του Ισιδώρου, η περισσότερη πελατεία στράφηκε στη Νουνούλα, την οποία εκτιμούσαν από τα χρόνια της μαθητείας της. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για επέκταση.
Με τη βοήθεια του αρραβωνιαστικού της, Μιχάλη Καραμάνου, κατάφεραν το 1970 να αγοράσουν ένα όμορφο σπίτι στην οδό Αρίωνος, απέναντι ακριβώς από το μικρό κομμωτήριό της. Ο Μιχάλης ταξίδεψε μάλιστα μέχρι το Παρίσι για να κάνει τα συμβόλαια αγοράς, καθώς οι ιδιοκτήτες ζούσαν εκεί. Το 1971 έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές και το κομμωτήριο μεταφέρθηκε στο νέο χώρο, με την επιγραφή «Κομμώσεις Νουνούλα» και μικρότερη πινακίδα «Περούκες Καψάλη», καθώς ανέλαβαν και την αντιπροσωπεία της γνωστής αθηναϊκής φίρμας.
Το 1972, κουμπάρα στον γάμο τους ήταν η ίδια η κα. Καψάλη, ιδιοκτήτρια του οίκου μόδας και κατασκευής περουκών. Η επιχείρηση γνώρισε τεράστια επιτυχία. Προσελήφθησαν μέχρι και τέσσερις βοηθοί, και σύντομα έγινε και «καθ’ ύψος» επέκταση του κτηρίου.
Η Νουνούλα διέκοψε για λίγο την εργασία της λόγω εγκυμοσύνης και των οικοδομικών εργασιών, μα επέστρεψε σύντομα — δριμύτερη και πιο δημιουργική από ποτέ — στον πλήρως ανακαινισμένο χώρο, εξοπλισμένο με πέντε μεγάλα σεσουάρ, τέσσερις πολυθρόνες, λουτήρες, βάπερ για τις βαφές και ειδικά μηχανήματα για μανικιούρ και πεντικιούρ.
Μετά από 49 χρόνια αδιάλειπτης εργασίας, η αγαπητή Νουνούλα έκλεισε την επιχείρησή της το 2011. Εκατοντάδες πελάτισσες, δεκάδες κοπέλες που μαθήτευσαν κοντά της, ανιψιές που εργάστηκαν δίπλα της και χιλιάδες Μυτιληνιοί τη θεωρούν υπόδειγμα εργατικότητας, ήθους και θάρρους απέναντι στις δυσκολίες της ζωής.
Σήμερα, στα 88 της χρόνια, η κα. Νουνούλα (Δέσποινα Δημητρίου – Καραμάνου) διατηρεί πλήρη διαύγεια πνεύματος. Μελετά καθημερινά τη Βίβλο, φτιάχνει περίτεχνα μπιμπελό με κοχύλια, κλωστές και σχοινιά, και επικοινωνεί με τους φίλους και συγγενείς της μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία χειρίζεται άψογα!
Το δικό της μήνυμα ζωής, που αφήνει ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, είναι απλό αλλά βαθύ:
«Όποιος έχει πίστη και θέληση, πάει μπροστά.»
Οκτώβριος 2025