Η Agathe Bunz ήταν ζωγράφος, φωτορεπόρτερ και καλή φίλη της μητέρας μου. Ήταν εκείνη που με «έμπασε» με έναν μοναδικό τρόπο στον μαγικό κόσμο του Μουσείου Τεριάντ. Θυμάμαι ακόμη εκείνα τα πρωινά που τη συντροφεύαμε σε ένα υπέροχο σπίτι —ένα κόσμημα απέναντι από το σημερινό Πανεπιστήμιο Αιγαίου— το οποίο νοίκιαζε από τον Δήμο Μυτιλήνης. Το διατηρούσε άψογα και, ως αληθινή καλλιτέχνιδα, το είχε μεταμορφώσει σε έναν αισθητικό και χρωματικό παράδεισο.

Σήμερα, το αρχείο του φίλου Χρήστου Παρασκευαΐδη με γύρισε χρόνια πίσω. Ξύπνησε μνήμες και μυρωδιές των παιδικών μου χρόνων· εικόνες χαραγμένες βαθιά μέσα μου. Η κυρία Bunz, όπως τη φώναζε η μαμά, ζωγράφιζε τα ελαιόδεντρα με μοναδική τρυφερότητα, ενώ φωτογράφιζε σχεδόν εμμονικά τους κορμούς τους — σαν να ήθελε να συλλάβει την ψυχή τους.

Πριν λίγο καιρό, ξαναπέρασα από εκείνο το σπίτι. Έχει καταρρεύσει σε μεγάλο βαθμό. Και μαζί του κατέρρευσαν κι οι αναμνήσεις. Θυμήθηκα τον αγώνα ορισμένων δημοτικών αρχόντων να την εξαναγκάσουν να το εγκαταλείψει για να το «αξιοποιήσει» ο Δήμος. Τίποτα από αυτά δεν έγινε ποτέ. Το κτίριο έμεινε να ρημάζει, όπως και ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας ιστορίας.

Στάθηκα και το κοίταξα — κουφάρι πια — όχι μόνο του σπιτιού, αλλά και μιας ολόκληρης δημοτικής πραγματικότητας. Γιατί κάποιοι, με λίγη προσωρινή εξουσία στα χέρια τους, συχνά διακόπτουν βίαια τη φυσική ροή της ιστορίας του τόπου μας.