Search

Από τον πεντοζάλη στην πραγματικότητα…

*της Ελένης Γουρνέλου

Οι ελληνικοί μύθοι είναι διαχρονικοί και πάντα επίκαιροι, αν σκεφτεί κανείς ότι ο μύθος του Μινώταυρου είναι ακόμα ζωντανός ως παράδειγμα. Κάπως έτσι συμβαίνει και στις μέρες μας με τη κρίση που συρρίκνωσε έως και εξαφάνισε κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, η ΔΗΜΑΡ και το ΛΑΟΣ. Τώρα είναι η σειρά του ΣΥΡΙΖΑ να δοκιμαστεί.

Παράλληλα, η οικονομική κρίση έχει συνδεθεί στενά με το τέλος της μεταπολίτευσης κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά από όσα συνέβησαν τα τελευταία 30 χρόνια,  να κρίνονται συλλήβδην και εκ των υστέρων ως λάθη ή ακόμα και ως ‘προδοσίες’…. Είναι προφανές ότι το ρήγμα αυτό επιδεινώνεται από τη μακρά παραμονή στην εξουσία κομμάτων της μεταπολίτευσης, από τη διαφθορά που προκάλεσαν συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, τη διαιώνιση και αναπαραγωγή της οικογενειοκρατίας κ.α. αιτιών που γεννά η κατάχρηση εξουσίας. Επιπρόσθετα, το «εμφύλιο τραύμα» φαίνεται να είναι -ανά πάσα στιγμή- η αιτία που θα προκαλέσει συγκρούσεις και διχασμούς στην ελληνική κοινωνία όπου,  το ένα μέρος της παλεύει να εξαφανίσει το άλλο, αποκλείοντας κάθε καταφατική σύνοψη και δράση. Με αυτόν τον τρόπο,  δεν γίνεται σωστά αφενός η αποτίμηση του παρελθόντος και αφετέρου η απαρχή μιας νέας τάξης πραγμάτων που θα γεννά αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη μεταξύ κοινωνίας και πολιτικών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Πολιτική κινδυνεύει  να υποστηρίζεται από επηρμένους ηθικολόγους και φανατικούς.

 

Που βρισκόμαστε, όμως, σήμερα;

 

Είναι αλήθεια ότι με αφορμή το δημοψήφισμα, στην Ευρώπη και την Αμερική άνοιξε για πρώτη φορά σε έκταση και βάθος μια συζήτηση στον τύπο και σε άρθρα των διανοουμένων για το ζήτημα του οικονομικού και πολιτικού προσανατολισμού της Ευρώπης. Μέσα σε αυτή την ανταλλαγή των απόψεων θα πρέπει κάποιος να διακρίνει τις διαφορετικές εθνικές και πολιτικές οπτικές γωνίες που, συνήθως, αναπαράγουν στερεότυπα αλλά και πολιτικές στάσεις απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα που υπαγορεύεται από τη συμμετοχή ή όχι στην Ευρωζώνη αλλά και από ποια πλευρά βλέπει κάποιος την πολιτική της Ευρώπης σήμερα. Από την πλευρά της κοινωνικής πολιτικής με στόχο την ευημερία των λαών ή από την πλευρά εκείνων που ευθυγραμμίζονται με τη λογική των αγορών και του χρηματοπιστωτικού τομέα;

 

Στο εσωτερικό της χώρας η ελληνική κυβέρνηση έχει να εφαρμόσει μια συμφωνία, πράγμα που σημαίνει μια οριστική απαλλαγή από την αντίληψη ότι το μνημόνιο (ή τα μνημόνια) και η πολιτική λιτότητας θα μπορούσαν να καταργηθούν. Η αντίληψη αυτή είναι σαν τον ατμό στο καζάνι. Οσο τον ελέγχεις μεθοδευμένα και σε μικρές δόσεις μπορείς να τον χρησιμοποιείς. Από τη στιγμή που θα  ανοίξεις τη βαλβίδα, τον έχασες. Αυτό έγινε και με τη πρόσφατη συμφωνία.

 

 

 

Μπορεί η συμφωνία αυτή να είναι διαχειρίσιμη;

 

Θυμάμαι χαρακτηριστικά την κα Μπακογιάννη να αναρωτιέται με νόημα στα κανάλια γιατί οι εταίροι δεν είπαν στον Πρωθυπουργό να πάει να εφαρμόσει την αρχική συμφωνία χωρίς πολλά-πολλά…. Ο δε κ. Σόϊμπλε υπογράμμιζε με νόημα, επίσης, ότι δεν είναι θέμα μαθηματικών αλλά φιλοσοφίας της ελληνικής κυβέρνησης, γεγονός που φάνηκε στην πρώτη ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή.… Υπάρχει, βέβαια, και η έκθεση του ΔΝΤ που, κυκλοφόρησε την επόμενη της συμφωνίας, αναγνωρίζοντας ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο!

 

Στη συνέχεια, η συμφωνία  ψηφίστηκε από ένα μέρος του ΣΥΡΙΖΑ και πέρασε με τη συμπαράταξη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτό σημαίνει την απαρχή μιας νέας αλληλεγγύης. Όμως, τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη αν οι άνθρωποι που τα διαχειρίζονται δεν τα εννοούν πραγματικά. Γράφοντας σήμερα Πέμπτη (22/7) και αναμένοντας τη νέα ψηφοφορία της Βουλής δεν είμαι καθόλου βέβαιη ότι η συμφωνία θα προχωρήσει, ότι οι πιέσεις της κυβέρνησης δεν θα συνεχιστούν και ότι έχει αποφευχθεί ένα Grexit.  Με την επιφύλαξη ότι σε κάθε στιγμή μπορεί να εκτροχιαστεί το τρένο, πράγμα που μπορεί να προκύψει τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό θα έλεγα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να διαχειριστεί τη συμφωνία ως ήττα. Κι αυτό γιατί κι άλλες χώρες στο παρελθόν-μεταξύ των οποίων και η Γερμανία- είχαν να διαχειριστούν μια δύσκολη οικονομική κατάσταση. Επομένως το πρόβλημα δεν είναι υπαρξιακό.

 

Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να σχεδιάσει έναν οδικό χάρτη με μεταρρυθμίσεις που θέλουν οι εταίροι αλλά και με αυτές που θέλει η ίδια τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες. Αυτές μπορούν να αφορούν στη δικαιοσύνη, τη φορολογία, τη παιδεία, τη δημόσια διοίκηση, το ραδιοτηλεοπτικό πεδίο κ.α. που θα αλλάξουν την καθημερινή ζωή της ποιότητας των πολιτών.

 

Μπορεί να επιβιώσει η σημερινή κυβέρνηση της αριστεράς;

 

Μετά τη διάσπαση της Κ.Ο. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην ψηφοφορία, η αριστερά έχει να διαχειριστεί το παρελθόν της. Δηλαδή τη συγκρότηση του ίδιου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του αντιμνημονιακού μπλοκ που την ανέδειξε, του λόγου και των πρακτικών του. Έχει, επίσης,  να διαχειριστεί την κληρονομιά του «Όχι». Αυτά τα δυο, όμως, δεν ταυτίζονται ως προς το πλάτος καθώς το δεύτερο υπερτερεί του πρώτου αλλά ταυτόχρονα έχει μεγαλύτερη ευθραυστότητα και ευμεταβλητότητα. Πάραυτα, ο Πρωθυπουργός έχτισε σε όλη αυτή τη περίοδο δεσμούς εμπιστοσύνης με αυτό το μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας που, δεν είναι το 4% αλλά το 36%,  υπερβαίνοντας από τη μια ιδεολογικούς διαχωρισμούς αλλά δημιουργώντας παράλληλα και μια διακριτή εκπροσώπηση στο μεσαίο χώρο που, μέχρι σήμερα, έχει μείνει ακέφαλος. Ο Α. Τσίπρας έχει καταφέρει -συνειδητά ή ασυνείδητα- να ισορροπεί ανάμεσα στην συμπολίτευση και την αντιπολίτευση…. όμως, η ισορροπία αυτή εξακολουθεί να είναι εύθραυστη γιατί εύθραυστα και ρευστά είναι όλα τα τεκταινόμενα γύρω μας.

Τι απομένει;

 

Ο Μινώταυρος είναι πάντα εκεί αλλά όχι για πεντοζάλη. Εάν αυτή τη φορά ο Αλέξης Τσίπρας απαξιωθεί στα μάτια του κόσμου, η αριστερά δεν σώζεται από τα ξύλινα συνθήματα των υπολοίπων. Είναι δε πολύ πιθανό,  στο πλαίσιο της εθνικής ενότητας,  να τον διαδεχτεί ένας κάποιος τεχνοκράτης-αχυράνθρωπος και τότε το πραγματικό πραξικόπημα δεν θα αργήσει. Το «εμφύλιο τραύμα» θα αναστηθεί και  το Grexit δεν θα είναι παρά ένα απλό σύμπτωμα σε ότι ακολουθήσει.

 

*Η Ελένη Γουρνέλου εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου ως διοικητική υπάλληλος.