Ένας κόσμος που χάθηκε…

Γράφειο Γιώτας Ευθύμιος

Και χάθηκε για πάντα.
Το καλοκαίρι του 1989 μάθαινα ότι, σύμφωνα με αυτά που είχα γράψει στις πανελλήνιες εξετάσεις και είχα δηλώσει στο
μηχανογραφικό δελτίο, θα σπούδαζα Κοινωνική Ανθρωπολογία (& Ιστορία-τότε)στο πανεπιστήμιο Αιγαίου. Στη Μυτιλήνη.
Μπορούσα να εντοπίσω το νησί στον χάρτη αλλά «πέραν τούτου, ουδέν».
Τουριστικοί οδηγοί και εγκυκλοπαίδειες επιστρατεύθηκαν και ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι, πήρα το πλοίο Άγιος Ραφαήλ απ’τον Βόλο (ζούσα και ζω στα Τρίκαλα) για τη Μυτιλήνη, μαζί με τον πατέρα μου, για να βρούμε σπίτι.
Φτάσαμε λίγο πριν τα ξημερώματα και, αφού δεν ξέραμε προς τα πού ήταν η πόλη και το κέντρο της, τραβήξαμε προς τα κει που ήταν τα περισσότερα φώτα.
Ήπιαμε έναν καφέ στο καφενεδάκι του δημοτικού κήπου (και το δημοτικό θέατρο είχε τραπεζάκια έξω τότε και μάλιστα θα
γινόμουν τακτικός πελάτης του λίγο αργότερα) και, αφού ξημέρωσε, επιδοθήκαμε σ’ αυτό για το οποίο είχαμε
πάει.


Από τότε πέρασαν τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια. Πολλά βέβαια, ούτως ή άλλως, αλλά φαίνονται σχεδόν αιώνας όταν κοιτάω τη ζωή πίσω.
Μερικές φορές δεν πιστεύω πως ήμουν πράγματι εγώ που τα είχα ζήσει αυτά, σαν να τα είχε ζήσει κάποιος άλλος και να μου τα είχε διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια.
Κοιτώντας πίσω και με την εμπειρία των τεσσάρων χρόνων που έζησα εκεί, πιστεύω ήμουν τυχερός που σπούδασα σε μια μικρή πόλη. Η ζωή εκεί ήταν πιο «φυσική», αν μου επιτρέπεται, πιο ανεπιτήδευτη, πώς να το πω.
Οι επιλογές στη διασκέδαση λίγες, αλλά και τι να τις κάνεις τις περισσότερες;
Ήξερες π.χ. πως ότι ώρα πήγαινες για έναν καφέ στην προκυμαία, θα έβρισκες κάποιον να καθίσετε μαζί. Ποτέ δεν αισθανόσουν μόνος.
Από ταβέρνες θυμάμαι τρεις, όλες στην Πάνω Σκάλα και κοντά η μία στην άλλη: το Ζουμπούλι, το Μπουντρούμι και την Ψάθα.
Τις τίμησα με συχνές επισκέψεις και τις τρεις. Το Ζουμπούλι πρέπει να λειτουργεί ακόμη, οι άλλες δύο όχι.
Μπαράκια υπήρχαν κάμποσα και μέχρι να φύγουμε ξεφύτρωσαν κι άλλα.


Θυμάμαι την Ουτοπία… Ήταν σε ένα δρομάκι πίσω απ’ την αρχή της Καβέτσου. Στα μαρμάρινα τραπεζάκια της ακουμπούσαμε μια Amstel Bock (ήταν της μόδας τότε) και αν τύχαινε κι έπαιζε το “500 miles” ή το “Johnny B.”, πίναμε μια γενναία γουλιά μπύρα και λέγαμε πως όταν παίρναμε το πτυχίο, θα βρίσκαμε μια καλή δουλειά και, δεν μπορεί, θ’ αλλάζαμε τον κόσμο.
Όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Όχι καλύτερα ή χειρότερα, απλά διαφορετικά απ’ ότι σήμερα.
Στους αγρούς έβλεπες ακόμα τις λιομαζώχτες να μαζεύουν τις ελιές. Και γαϊδουράκια. Πολλά γαϊδουράκια. Ήταν
απαραίτητα στις ελιές μάλλον. Αυτά έβγαζαν το μάζεμα στον δρόμο όπου περίμενε το αγροτικό αυτοκίνητο. Αν δεν υπήρχε
αγροτικό, πήγαιναν τις ελιές ως το χωριό και το λιοτρίβι.
Κυρίαρχοι των δρόμων τότε ήταν τα παπάκια. Μ’ αυτά βγαίναμε πιο έξω. Μέχρι τη Θερμή ή και πιο ψηλά, δεν το
είχαμε για τίποτα. Κάναμε τον κύκλο του κόλπου της Γέρας και καταλήγαμε στο Πέραμα.

«Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα
περιβόλια», που έγραφε και ο Καββαδίας επηρεασμένος απ’ τον Λόρκα και την αγαπημένη του Ανδαλουσία. Και η Λέσβος
μια μικρή Ανδαλουσία είναι, τι είναι;
Στο Πέραμα βρίσκαμε έναν άνθρωπο και μας περνούσε απέναντι με τη βάρκα του, στην Κουντουρουδιά. Τώρα μαθαίνω έχει γίνει πορθμείο κανονικό. Η Κουντουρουδιά ήταν τότε 2-3 σπιτάκια όλα όλα και ένα καφενεδάκι με ένα τραπεζάκι έξω.
Όλα τόσο κοντινά, αλλά και τόσο μακρινά.
Πάει όμως αυτή η εποχή και ο κόσμος της.
Χάθηκαν…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΚΑΙΡΟΣ
Best Cleaning Service in Dubai