Search

Ένα ταξίδι στη Μουσική της Λέσβου: Οι κομπανίες των πανηγυριών, οι ντιζέζ, τα βιολία και τα σαντούρια

 

Η μουσική και το τραγούδι συνόδευαν όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής των κατοίκων της Λέσβου. Η τέλεση των εθίμων του κύκλου της ζωής (γέννηση, γάμος, θάνατος) και του κύκλου του χρόνου (θρησκευτικές εορτές, πανηγύρια) είχε θρησκευτικό – τελετουργικό και κοσμικό – εορταστικό χαρακτήρα και συνοδευόταν πάντα από τραγούδι ή και μουσική. . Η παρακάτω παρουσίαση των μουσικών πρακτικών στη Λέσβο τον 19 αιώνα και τον 2ο αποτελεί  μέρος της  ψηφιακής Βάσηε Δεδομένων για το Μουσικό Πολιτισμό του Β. Αιγαίου που δημιουργήθηκε με τη συνεργασία των Εργαστηρίων Κοινωνικής – Πολιτισμικής Ψηφιακής Τεκμηρίωσης, του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με Επιστημονικό Υπεύθυνο τον καθηγητή Σωτήρη Χτούρη, και του Εργαστηρίου Εικόνας, Ήχου και Πολιτιστικής Αναπαράστασης, του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με Επιστημονικό Υπεύθυνο τον καθηγητή Δημήτρη Παπαγεωργίου. Η αναθεωρημένη έκδοση που παρουσιάζεται εδώ ολοκληρώθηκε την περίοδο 2017 – 2018. 

http://www1.aegean.gr/culturelab/Lesvos_gr.htm 

 Η μουσική και το τραγούδι στη Λέσβο έπαιζε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή, στην εργασία, στην οικιακή απασχόληση και βέβαια στο γλέντι και τη διασκέδαση

Ιδιαίτερα μέχρι την εποχή του ραδιοφώνου στη Λέσβο (δεκαετία 1950), το τραγούδι, ερασιτεχνικό και επαγγελματικό, ομαδικό ή ατομικό, ακουγόταν από το πρωί ως το βράδυ. Από το νανούρισμα μέχρι το τραγούδι στη δουλειά (κυρίως στο ελαιομάζωμα), από τον μοναχικό αμανέ και τις νυχτερινές καντάδες, μέχρι το ομαδικό τραγούδι στα σπίτια και στα καφενεία, το τραγούδι πρωτοστατούσε σ’ όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Πολυάριθμα ήταν επίσης τα τραγούδια με θρησκευτικό και αφηγηματικό χαρακτήρα που συνδέονταν με συγκεκριμένες εποχές του χρόνου.

Η μουσική ήταν και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι απαραίτητη στους γάμους και στα πανηγύρια. Για το γάμο υπάρχουν ειδικοί σκοποί και τραγούδια, που είναι γνωστά σε διάφορες παραλλαγές σε όλη τη Λέσβο. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι ο “νυφ(ι)κάτος” (ή “νυφιάτικος”). Στα πανηγύρια είχε καθιερωθεί μια συγκεκριμένη σειρά σκοπών-χορών, η οποία διατηρείται ως ένα βαθμό και σήμερα: Ξεκινούν με τον Συρτό, που γυρίζει σε Μπάλλο και ακολουθούν οι Καρσιλαμάδες και τα Ζεϊμπέκικα, ενώ το πανηγύρι κλείνει πάντα με έναν γοργό χορό, τον Μαζωμένο ή Πηδηχτό.

Η κομπανία της Κάπης παίζει στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου στη Μόρια το 1957. Εύανδρος Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – ντραμς, Κώστας Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – βιολί, Γιώργος Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – κλαρίνο, Γιώργος Βαρελτζής – τρομπόνι, Γιαννακός Βαρελτζής – σαντούρι και Σαράντος Σταμπουλής («Κατεργάρης»), κάτοικος Αγίας Παρασκευής – τρομπόνι.

Ωστόσο η μουσική από ερασιτέχνες ή επαγγελματίες μουσικούς έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο και στα καθημερινά γλέντια, στις πατινάδες, στους χορούς και στις διασκεδάσεις.

Η αμοιβή των μουσικών συνδεόταν πάντα με την πρακτική της χαρτούρας («μπαξίσι»). Η πρόσκληση της μουσικής στο σπίτι, για το γλέντι του γάμου, της ονομαστικής εορτής ή της αυθόρμητης διασκέδασης, προϋπέθετε μια στοιχειώδη, έστω και πρόσκαιρη, οικονομική άνεση. Τα κατώτερα οικονομικά στρώματα, που παρόλη την ολοήμερη εργασία τους έπαιρναν ισχνά ημερομίσθια, διασκέδαζαν πιο συχνά με το ομαδικό τραγούδι και, σε εορταστικές ημέρες (Αποκριές, Χριστούγεννα, Κυριακές) με τη λατέρνα ή με αυτοσχέδια συνοδευτικά όργανα (τουμπελέκι, ‘ντενεκέ”). Λατέρνες, συνοδευόμενες συνήθως από ντέφι, υπήρχαν στα περισσότερα χωριά της Λέσβου και στη Μυτιλήνη, από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνα ή και νωρίτερα.

Ένα από τα παλαιότερα μουσικά σχήματα, ήταν καθώς φαίνεται, η ζυγιά γκάϊντα – νταούλι και ζουρνάς (ή κλαρίνο) – νταούλι. Σήμερα στη Λέσβο υπάρχει μόνο ένας γκαϊτατζής, ενώ στη μνήμη των ηλικιωμένων διασώζονται ελάχιστα ονόματα μουσικών των αρχών του αιώνα και συνήθως μόνο το προσωνύμιο “Γκάϊτατζης”.

Η κομπανία της Κάπης παίζει στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου στη Μόρια το 1957. Εύανδρος Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – ντραμς, Κώστας Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – βιολί, Γιώργος Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – κλαρίνο, Γιώργος Βαρελτζής – τρομπόνι, Γιαννακός Βαρελτζής – σαντούρι και Σαράντος Σταμπουλής («Κατεργάρης»), κάτοικος Αγίας Παρασκευής – τρομπόνι.


Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα το μουσικό σχήμα που κυριάρχησε στη Λέσβο ήταν οι πολυμελείς ορχήστρες που αντλούσαν τα μουσικά τους πρότυπα από την απέναντι Μικρασιατική ακτή, κυρίως δε την περιοχή της Σμύρνης και του Αϊβαλιού. Η βάση της ορχήστρας ήταν το βιολί και το σαντούρι, αλλά συχνά συμπεριελάμβανε και “μπάσο” (μπασαβιόλα ή βιολοντσέλο), νταούλι και κλαρίνο. Μετά τις αρχές του 20ού αιώνα τα πνευστά άρχισαν να παίζουν καθοριστικό ρόλο, ιδιαίτερα στους γάμους, στα γλέντια και στα πανηγύρια, όπου, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν μικροφωνικές εγκαταστάσεις, τα πνευστά με το “χρώμα” και την έντασή τους κατοχύρωναν τη θέση της κομπανίας απέναντι στα ανταγωνιστικά μουσικά συγκροτήματα που έπαιζαν στον ίδιο χώρο. Αυτή την περίοδο τα περισσότερα μουσικά συγκροτήματα μετατρέπονται σε “κομπανίες φυσερών” (πνευστών) και συμπεριλαμβάνουν: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, ευφώνιο, τρόμπα ή κορνέτα και νταούλι.

Κάθε χωριό είχε μία ή περισσότερες κομπανίες και συχνά ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, ενώ επιπλέον, ο περιστασιακός χαρακτήρας της μουσικής εκτέλεσης, υποχρέωνε τους μουσικούς να περιοδεύουν στο νησί με τα πόδια, εφόσον μέχρι τη δεκαετία του 1950 το οδικό δίκτυο της Λέσβου ήταν πολύ περιορισμένο. Πολλοί λέσβιοι μουσικοί μέχρι το 1922 μετανάστευαν εποχιακά ή περιόδευαν στην απέναντι μικρασιατική ακτή, για να διευρύνουν τη μουσική τους εκπαίδευση, για την αγορά οργάνων, ή για να παίξουν στα τοπικά πανηγύρια.

Οι κομπανίες ήταν πολυμελή και πολυδάπανα σχήματα και αποτελούνταν κατά κανόνα από μέλη της ίδια οικογένειας ή συντοπίτες μουσικούς. Ωστόσο η σύνθεση τους δεν ήταν σταθερή. Οι μουσικοί που τις αποτελούσαν, πρακτικοί δεξιοτέχνες του οργάνου τους ή και οργανοπαίχτες με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, συχνά δεν μπορούσαν να ζήσουν αποκλειστικά με αυτή την απασχόληση και ασκούσαν παράλληλα και άλλα επαγγέλματα, όπως του αγρότη, του κουρέα, του ράφτη, του τσαγκάρη κ.ο.κ.

Ο τύπος αυτός του μουσικού συγκροτήματος φαίνεται ότι ήταν περισσότερο δημοφιλής στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Λέσβου, παρά στην πόλη της Μυτιλήνης, όπου κυριαρχούσαν μικρότερα σχήματα εγχόρδων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας γνωστός βιολιστής της Αγιάσου, ο Χαρίλαος Ρόδανος«Η Μυτιλήνη δεν είχε ορχήστρες μεγάλες, όπως στα χωριά. Στα χωριά έπρεπε να είναι 6 όργανα. Η Μυτιλήνη είχε 2-3, ένα σαντούρι, μια κιθάρα και τραγουδούσαν, ήταν τέτοιου είδους συγκροτήματα, τα οποία ήταν ωραία. Ενώ εμείς είχαμε μια ορχήστρα – μπάντα, μικρή μπάντα, είχαμε πνευστά, η Μυτιλήνη δεν τα πολυήθελε τα πνευστά. Η Μυτιλήνη είχε βιολιά, σαντούρι, λαούτα, ούτι, μικρές ορχήστρες».

μπανία της Κάπης παίζει στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου στη Μόρια το 1957. Εύανδρος Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – ντραμς, Κώστας Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – βιολί, Γιώργος Παπαδόπουλος («Μουμτζής») – κλαρίνο, Γιώργος Βαρελτζής – τρομπόνι, Γιαννακός Βαρελτζής – σαντούρι και Σαράντος Σταμπουλής («Κατεργάρης»), κάτοικος Αγίας Παρασκευής – τρομπόνι.

Την ίδια περίοδο στη Μυτιλήνη γίνονταν και συναυλίες κλασικής ευρωπαϊκής μουσικής, ενώ σε κάποια κέντρα όπου σύχναζαν τα εύπορα οικονομικά στρώματα, καταξιωμένοι μουσικοί από τη Λέσβο, την υπόλοιπη Ελλάδα, την Κωνσταντινούπολη και τις Μικρασιατικές ακτές, έπαιζαν τα “ευρωπαϊκά”, δηλαδή αποσπάσματα κλασικής μουσικής, όπερας ή οπερέτας, πόλκα, μαζούρκα, βαλς, ταγκό, φοξ κ.τ.λ. Στα περιφερειακά αστικά κέντρα τα “ευρωπαϊκά” συνδέθηκαν κυρίως με τα ανώτερα οικονομικά στρώματα που διασκέδαζαν στις λέσχες διοργανώνοντας χοροεσπερίδες. Στις χοροεσπερίδες αυτές έπαιζαν τα τοπικά μουσικά συγκροτήματα που γνώριζαν το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. 

Η δεκαετία του 1940 ήταν ιδαίτερα δύσκολη για τους μουσικούς αλλά και τους κατοίκους της Λέσβου γενικότερα. Ο πόλεμος, η Γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος, οι διώξεις, η οικονομική εξαθλίωση και η πείνα υποχρέωσαν τους περισσότερους μουσικούς να εγκαταλείψουν προσωρινά ή οριστικά το επάγγελμα τους.

Από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι το ’70 η μουσική, ο χορός και η διασκέδαση πρωτοστατούν και πάλι στην καθημερινή ζωή. Στο ρεπερτόριο διατηρούνται ως ένα βαθμό οι μικρασιατικές επιδράσεις, οι κυρίαρχοι τοπικοί χοροί είναι πάντα ο καρσιλαμάς, το ζεϊμπέκικο, το συρτό και ο μπάλλος, ωστόσο το νέο πολιτιστικό κέντρο – η Αθήνα – εισβάλλει δυναμικά με τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια.

Τα νέα μουσικά σχήματα είναι πιο μικρά, τα πνευστά σιγά-σιγά φεύγουν (αν και παραμένει το κλαρίνο, ιδιαίτερα στους γάμους), το νταούλι αντικαθίσταται από τα ντραμς (“τζαζ”), το σαντούρι συνυπάρχει για λίγο με την κιθάρα, ενώ εισέρχονται νέα όργανα: το ακορντεόν, το μπουζούκι και το αρμόνιο. Το βιολί μόνο παραμένει ως βασικό όργανο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1970. 

 

Σε καφενείο στο Παλιοχώρι την δεκαετία του ’60, διακρίνονται οι μουσικοί: Μανώλης Παντελέλης – βιολί, Παναγιώτης Παντελέλης («Ασπαρτιά») – τρομπόνι, Γιάννης Παντελέλης – κορνέτα, Δημήτρης Γανώσης – κιθάρα, Γιώργος Γανώσης – σαντούρι, Παντελής Σκυβαλάκης – ακορντεόν, Ευάγγελος Παντελέλης – ντραμς. Πρόκειται για την κομπανία των αδερφών Παντελέλη («τα Παντελέλια») σε συνεργασία με άλλους μουσικούς από το Παλιοχώρι. Αρχείο Γ. Γανώση.

 

Τη δεκαετία του 1960 το νέο ρεπερτόριο, αλλά και η μόδα της εποχής, εισάγουν στα μουσικά συγκροτήματα τις τραγουδίστριες (“ντιζέζ”), που έρχονται στη Λέσβο εποχιακά, μέσω πρακτορείων της Αθήνας, μέχρι τη δεκαετία του ’70. Στα καφενεία και τα εξοχικά κέντρα, αλλά και στα πανηγύρια, οι μουσικοί ανεβαίνουν σε πάλκο, πίσω από τις τραγουδίστριες που αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι τελευταίες αντικαθίστανται μετά τη δεκαετία του ’70 από λέσβιους τραγουδιστές. Σήμερα στα σύγχρονα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης παίζουν και τραγουδούν μόνο το τυποποιημένο πανελλαδικό ρεπερτόριο, ενώ οι μουσικοί προέρχονται τόσο από τη Λέσβο, όσο και από την υπόλοιπη Ελλάδα.

Το ομαδικό τραγούδι περιορίζεται ολοένα και περισσότερο, διατηρείται πάντως σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως στον στολισμό των μελλονύμφων, στο γάμο, στα αποκριάτικα γλέντια κ.ο.κ. ,

Στην Καλλονή, στο κέντρο «Γέφυρα» του Γ. Βαμβουκλή, που διακρίνεται αριστερά, η κομπανία των αδερφών Γανώση («τα Γανωσέλια») από το Παλιοχώρι, έπαιζε κάθε Σαββατοκύριακο, το 1955. Παναγιώτης Γανώσης – βιολί, Γιώργος Γανώσης – σαντούρι, Μιχαήλ Πετρέλης από την Αρίσβη – ντραμς, Δημήτρης Γανώσης – κιθάρα, Γιάννης Κοτοπούλης – ακορντεόν. Αρχείο Γ. Γανώση.

Στο χώρο της μουσικής επιτέλεσης κυριαρχεί το ραδιόφωνο, το κασετόφωνο, η τηλεόραση που έχουν ένα σαφή αθηνοκεντρικό προσανατολισμό, ωστόσο τα μουσικά σχήματα δεν λείπουν από τη Λέσβο. Τοπικά μουσικά συγκροτήματα υπάρχουν σήμερα πολύ λίγα, στη Μυτιλήνη και στα χωριά, με τους ελάχιστους πια εναπομείναντες παλιούς μουσικούς και αρκετούς νέους. Τα μουσικά αυτά σχήματα διατηρούν στο ρεπερτόριο τους κάποιους από τους παλιούς σκοπούς και παίζουν κυρίως σε γάμους, στα πανηγύρια και σε ελάχιστα νυχτερινά κέντρα ή σε “μουσικές βραδιές” για τους τουρίστες, που οργανώνουν τα ξενοδοχεία το καλοκαίρι. Υπάρχουν επίσης χορωδίες και μουσικά συγκροτήματα που ενισχύονται από τοπικά πολιτιστικά σωματεία, όπως η χορωδία Μυτιλήνης “Νίκος Μυρογιάννης” ή το μουσικό τμήμα του Αναγνωστηρίου της Αγιάσου, ενώ έχουν εμφανιστεί και ελάχιστα νέα τοπικά συγκροτήματα που προσπαθούν να διδαχτούν από τους παλιούς και να μεταδώσουν στους νέους τα μουσικά ακούσματα του παρελθόντος.

 

Εκδήλωση αφιερωμένη στην λαϊκή μουσική παράδοση της Αγιάσου, οργανωμένη από το Αναγνωστήριο «η Ανάπτυξη» στις 24-9-1978. Μουσική παίζουν οι: Κώστας Ζαφειρίου – κιθάρα, Ευριπίδης Ζαφειρίου («Καζίνο») – κλαρίνο, Σταύρος Ρόδανος – κιθάρα, Γιάννης Σουσαμλής («Κακούργος») – σαντούρι, Χαρίλαος Ρόδανος – βιολί και Δημήτρης Αγρίτης – ντραμς. Αρχείο Αναγνωστηρίου Αγιάσου.