Search

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ

γράφει ο Γιώργος Καστέλλης (Cinefreaks.gr)

Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω τόσα περί νομικής όσα ενδεχομένως ο «Δικαστής» του τίτλου, παρόλα αυτά έχω την ισχυρή πεποίθηση πως ταινίες σαν κι αυτή θα ‘πρεπε να συνιστούν ποινικό αδίκημα.  Με ηθικό αυτουργό την υπέρμετρη, αλλά εντελώς αβάσιμη, φιλοδοξία του να γίνει το επόμενο οσκαρικό αριστούργημα, «ο Δικαστής» επί 141 μαρτυρικά λεπτά, εγκληματεί συστηματικά και κατ’επανάληψιν εναντίον της πρωτοτυπίας, του μινιμαλισμού και της αισθητικής ομοιογένειας, εξαντλώντας τις αντοχές του θεατή.

Η ταινία ξεκινά συστήνοντας μας το βασικό ήρωα: Ο Hank Palmer, που υποδύεται ο Robert Downey Jr είναι ένας  υπερεπιτυχημένος μεγαλοδικηγόρος που η φύση της δουλειάς του τον έχει μετατρέψει σε έναν συναισθηματικά ανάπηρο, αλαζόνα  που δυσλειτουργεί στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Έχει ήδη αποξενωθεί από τους γονείς και τ’αδέρφια του και πλέον ετοιμάζεται να πάρει διαζύγιο κι από την γυναίκα του. Όταν λαμβάνει την είδηση του θανάτου της μητέρας του, κανονίζει μια ολιγοήμερη επιστροφή στην γενέτειρα του, προκειμένου να παραστεί στην κηδεία. Εκεί θα συναντηθεί με τους δύο αδερφούς του και τον δύστροπο πατέρα του (RobertDuvall), με τον οποίο διατηρεί μια εντελώς προβληματική σχέση. Όταν ο τελευταίος θα κατηγορηθεί για φόνο, παρόλο που είναι ευυπόληπτος δικαστής στην περιοχή, ο Hank θα αναλάβει την υπεράσπιση του παρατείνοντας έτσι την  παραμονή του στην πατρίδα.  Κατά την διάρκεια της δίκης, οι τεταμένες οικογενειακές σχέσεις θα δοκιμαστούν μια φορά ακόμα, μυστικά θα έρθουν στην επιφάνεια ενώ θα αναζωπυρωθεί και το ειδύλλιο του Hank με την αγαπημένη του από το λύκειο.

Από την περίληψη και μόνο, μπορεί να καταλάβει κανείς πως το “The Judge” είναι τουλάχιστον τρεις ταινίες στην συσκευασία της μίας. Κι αυτό  δεν θ’ αποτελούσε πρόβλημα αν έστω μία από αυτές ήταν ενδιαφέρουσα. Ίσως επειδή ακριβώς όμως το φιλμ ανοίγει πολλά μέτωπα, τελικά δεν καταφέρνει να μας κερδίσει σε κανένα.

Ως δικαστικό θρίλερ είναι  άνευρο, καθώς η υπόθεση της δίκης δεν διαθέτει ούτε το μυστήριο, ούτε τις απαραίτητες ανατροπές ώστε να εξάψει το ενδιαφέρον μας για την έκβαση.

Ως οικογενειακό δράμα είναι εντελώς φορμουλαϊκό και δεν υπάρχει ζουμί για δυνατές συγκρούσεις. Ο σκηνοθέτης καταφεύγει στην αλόγιστη χρήση μουσικής για να μας πείσει ότι παρακολουθούμε «σοβαρή»  ταινία ενώ οι εκρήξεις των ηρώων μοιάζουν στημένες, αδικαιολόγητες κι εξυπηρετούν μόνο το να υπάρχουν  κοντινά σε κλαμένα πρόσωπα για το trailer. Κάποιες κακόγουστες κωμικές πινελιές, που μπαίνουν για να αποφορτίσουν την ένταση, καταντούν ενοχλητικές, κυρίως γιατί δεν έχει προηγηθεί πραγματική ένταση.  Το πιο αδύναμο στοιχείο όμως όλων είναι οι αντιπαθέστατοι κεντρικοί χαρακτήρες, τους οποίους οι σεναριογράφοι προσπαθούν να στέψουν με φωτοστέφανο, χωρίς να μπουν στον κόπο να δικαιολογήσουν γιατί κάτι τέτοιο τους αξίζει. Ή δεν καταλαβαίνουν τι έχουν γράψει ή  έχουν ένα πολύ πιο ευέλικτο σύστημα αξιών από αυτό του μέσου θεατή.  Προσωπικά πάντως, πιο πολύ ταυτίστηκα με τον “κακό” της υπόθεσης Billy Bob Thordon, παρά με το πρωταγωνιστικό ντουέτο.

Τέλος το ασύνδετο love story με την Vera Farmiga δεν προσθέτει τίποτα και μοιάζει να μπαίνει εντελώς εμβόλιμα, προκειμένου να προστεθεί και μια θηλυκή star στο ανδροκρατούμενο cast list.

Το όλο εγχείρημα εντέλει, αποτελεί την επιτομή του υποτιμητικού όρου «αμερικανιά» κι αποπνέει την αίσθηση προχειρογραμμένης τηλεταινίας της δεκαετίας του 90’. Η εξωφρενικά μεγάλη του διάρκεια συντελεί σ’αυτό και έρχεται ως κερασάκι στην άνοστη αυτή τούρτα, που δεν υπάρχει κανένας λόγος να δοκιμάσεις.