“Τα παιδία παίζει» έλεγαν οι πρόγονοι μας.
Το παιχνίδι είναι απαραίτητο για τα παιδιά όπως λένε όλοι αυτοί που ασχολούνται με την μόρφωση, την αγωγή, την παιδεία γενικότερα. Αλλά η θεωρία από την πράξη απέχει πολύ.
Γιατί εμείς που περάσαμε τα τότε χρόνια της Κατοχής σαν παιδιά και μετά τον πόλεμο σαν νέοι και τώρα σαν γέροντες, ξέρουμε τι κάναμε, ξέρουμε πως παίζαμε και βλέπουμε τι κάνουν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, γιατί άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν οι συνθήκες εργασίας και ψυχαγωγίας, άλλαξε ο τρόπος και λογικά και φυσικά άλλαξε και η νοοτροπία των γονέων και των παιδιών.
Τώρα τι φταίει είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία που εμείς δεν μπορούμε σήμερα να την αναλύσουμε σε μια σελίδα, αλλά συνοπτικά και ρεαλιστικά μπορούμε με τον κονδυλοφόρο να δώσουμε δείγματα γραφής και να βγάλουν ένα συμπέρασμα όσοι μελετούν τας γραφάς και αναζητούν κάτι καλύτερο σε αυτή την κοινωνία ή στη νέα τάξη πραγμάτων και ανθρώπων που δημιουργήθηκε κυρίως μετά τον πόλεμο και λίγο ή πολύ φταίει ο κοσμοπολιτισμός, ο διεθνισμός, ο καταναλωτισμός, ο ευδαιμονισμός και πιο λαϊκά ακόμη ο ζαμανφουτισμός των γονέων και κηδεμόνων και κυρίως των προυχόντων και των μπροστάρηδων που παίζουν σημαντικό ρόλο στις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις της κοινωνίας.
Εμείς λοιπόν, η κατοχική γενιά, την εποχή εκείνη, με τα σύννεφα του πολέμου, με τη συσκότιση στα παράθυρα και στις πόρτες των σπιτιών, με τις σειρήνες και τα καταφύγια, είχαμε και χρόνο και διάθεση για παιχνίδι. Εκεί στις γειτονιές, στους μαχαλάδες όπως τους λέγαμε, μαζευόντουσαν όλοι οι μικροί λίγες ώρες μετά τα σχολεία, για να μην απομακρυνθούμε και από τα σπίτια μας, και παίζαμε διάφορα παιχνίδια της ηλικίας μας. Αλλά και μετά την κατοχή, λίγο μεγαλύτεροι, δεν πάψαμε να έχουμε χρόνο και διάθεση για παιχνίδι και φασαρία και οι γειτονιές βούιζαν από τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν με μια μπάλα από κουρέλια ή πετσί, γιατί τότε ήταν σπάνιο πράγμα να βρει κάποιος μπάλα και να την αγοράσει. Οι περισσότεροι ξυπόλητοι, κλέβαμε τσάγαλα και μούρα. Έξω από τα σπίτια ξεκινούσαμε από την αμπάριζα μέχρι το χαλασμένο τηλέφωνο και τη μακριά γαϊδούρα, τα κοϊνάκια, τα σιδερέλια και τις γκαζές στις λακκούβες και αν δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα κάναμε και τον πετροπόλεμο που αργότερα έγινε λεμονοπόλεμος και όλοι γύριζαν με σπασμένα κεφάλια ή σπασμένα γόνατα. Αλλά το παιχνίδι, παιχνίδι. Ήταν μέσα στη ζωή μας. Τα ίδια περίπου γινόταν και στα σχολεία κατά τα διαλείμματα ή στις εκδρομές. Είχαμε και χρόνο και διάθεση και αρκετή ελευθερία.
Τώρα παίζουν τα παιδιά ή καλύτερα με τι παίζουν; Όταν το παιδί στο δημοτικό ή και στο γυμνάσιο ακόμα τελειώσει το σχολείο, πρέπει να διαβάσει. Όταν μετά το διάβασμα και με την εποπτεία της μητέρας ή του πατέρα ή και του φροντιστηρίου ακόμα, για μεγαλύτερα παιδιά, έχει κάποιο χρόνο ελεύθερο ακόμα, τότε αυτόν τον διαθέτει για αγγλικά, γαλλικά ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα της αρεσκείας των γονέων κυρίως, γιατί εκείνο δεν μπορεί να επιλέξει τι θέλει ή θα πάει μπαλέτο αν είναι κορίτσι ή θα πάει κολυμβητήριο, τένις ή ποδόσφαιρο που και αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι αλλά δεν γίνεται με πρωτοβουλία του παιδιού αλλά με τη σύσταση των γονέων και δασκάλων που εξυπηρετεί σε ένα βαθμό τη φιλοσοφία των προγόνων μας «νους υγιής εν σώματι υγιή» αλλά πολλές φορές κουράζει και δεν ψυχαγωγεί. Γιατί τα παιδιά θέλουν να έχουν την πρωτοβουλία, την άνεση και το χρόνο για να πουν τα δικά τους, για να παίξουν τα παιχνίδια τους ή να περιοριστούν στο κομπιούτερ και στο τάμπλετ που τις περισσότερες φορές είναι πλύση εγκεφάλου για το παιδί παρά επιμόρφωση ή ψυχαγωγία.
Γιατί, να μην το ξεχνάμε και αυτό, υπάρχουν παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που με την ανοχή ή την αδιαφορία των γονέων κάθονται ώρες ατελείωτες στον υπολογιστή και καταστρέφουν και τα μάτια τους και παραμορφώνουν και το μυαλό τους και νομίζουν ότι αυτό είναι ψυχαγωγία ενώ στη βάση είναι παραμόρφωση.
Για όλα αυτά φταίνε – επαναλαμβάνουμε- οι νέες συνθήκες ζωής και νοοτροπίας των πολιτών. Γιατί οι γονείς έχουν την τάση να μιμούνται το τι κάνουν οι άλλοι. Πάει ο Γιάννης στα Αγγλικά; Γιατί να μην πάει και ο Κώστας; Πάει η Ελένη στο μπαλέτο; Γιατί να μην πάει και η Ευδοξία; Πάει ο Νίκος ζωγραφική; Γιατί να μην πάει και η Λουλουμαριέτα; Και όλα αυτά γιατί; Γιατί δεν υπάρχει επαγγελματικός προσανατολισμός ο οποίος ξεκινά από το σχολείο. Όταν ένα παιδί έχει μια τάση για κατασκευές ή για γράψιμο, θα πρέπει να το προωθήσουν σε αυτό το δρόμο και όχι να κάνει τζούντο ή ζωγραφική γιατί είναι της μόδας. Έχουν μεγάλη ευθύνη οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να προσανατολίζουν και να κατευθύνουν τον μαθητή και όχι μόνο να τον διδάσκουν γενικά και αόριστα τα γράμματα, που είναι του Θεού τα πράγματα, αλλά έτσι ανεύθυνα και τυπικά.
Χρειάζονται λοιπόν να παραμορφώνονται τα παιδιά και να συσσωρεύουν άχρηστες γνώσεις στον εγκέφαλο τους ή χρειάζεται κάποιοι να τους κατευθύνουν εκεί που θέλουν, εκεί που τους αρέσει, εκεί που ψυχαγωγούνται, εκεί που η μόρφωση είναι παιχνίδι για αυτούς και όχι αγγαρεία. Γιατί τελικά ένα παιδί μπορεί να ξέρει πολλά, πάρα πολλά συγκριτικά με την κατοχική δική μας γενιά, αλλά το θέμα και πρόβλημα είναι ποια από αυτά είναι χρήσιμα και απαραίτητα για να κάνει μια ζωή καλύτερη από μας τους παλιούς, πιο ευχάριστη, πιο αποδοτική και που θα έχει το χρόνο ο ίδιος να διδάξει στα παιδιά του την ελευθερία κινήσεων και την πρωτοβουλία, γιατί και ο επαγγελματισμός και η παντός είδους εργασία όταν είναι μέσα στα πλαίσια της ψυχαγωγίας και της νοοτροπίας του παιδιού αποδίδει ενώ αντίθετα δημιουργεί προβλήματα και αδιέξοδα ιδιαίτερα όταν δεν είναι στη φύση και στη νοοτροπία του παιδιού που γίνεται επαγγελματίας ή επιστήμονας.
Αυτά που μας κατέστρεψαν και αυτά που συνεχίζουν να προβληματίζουν τους σκεπτόμενους οικογενειάρχες και τους νέους ανθρώπους της νέας τάξης πραγμάτων που εισέβαλε στην εποχή μας είναι ο διεθνισμός, ο καταναλωτισμός, ο ευδαιμονισμός και γενικά ο μιμητισμός ή ο πιθηκισμός των ανθρώπων.