Τι γυρεύει αυτή η κρυμμένη σκουληκαντέρα τόσο κοντά και τόσο μακρυά από την πόλη της Χίου;

Η εξωτερική του όψη δείχνει να αντέχει στο χρόνο, οι τοίχοι από τα δωμάτια είναι ακόμα όρθιοι, το εσωτερικό όμως έχει καταρρεύσει στα περισσότερα από αυτά και σχεδόν όλα τα κινητά μέρη της επίπλωσης έχουν κλαπεί ή καταστραφεί. Ο βανδαλισμός έχει επεκταθεί και στα τοιχία που γκρεμισμένα εξυπηρετούν κάποιο παρασιτικό εμπόριο πέτρας.

Αφημένο στην τύχη του με μία σιδερένια μπάρα στην είσοδο να αποτελεί όλο το σύστημα προστασίας, τονίζοντας μάλλον παρά εμποδίζοντας την αίσθηση της πλήρης εγκατάλειψης.

Το εσωτερικό χρώμα στα δωμάτια έχει ανοίξει σε διάφορες αποχρώσεις από τον αέρα και την βροχή που εισχωρούν από τα τρύπια ταβάνια. Τα τούβλα έχουν ενσωματωθεί στην περιρρέουσα βλάστηση πρασινίζοντας, οι νυχτερίδες έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην αίθουσα του λουτρού και το εξωτερικό επιδαπέδιο μωσαϊκό του διαδρόμου που οδηγούσε στα κηπάρια το ακολουθείς μόνο μαντεύοντας την λειτουργία κάποιων σκόρπιων κομματιών πέτρας πάνω στο χώμα. Τα πεύκα έχουν εποικίσει το μέρος ενσωματώνοντας τον στην αγκαλιά της μητέρας φύσης και εξαφανίζοντας σταδιακά την ανθρώπινη παρουσία από το χώρο.

Η ιστορία της απομόνωσης εδώ, μετράει εξακόσια συναπτά χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας χανσενικών στο μακροβιότερο νοσηλευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα. Ανάσες καθημερινές, χέρια που ζέσταιναν τα πέτρινα περβάζια, ζωές που εξατμίστηκαν έγκλειστες να αναμετριόνται με την κοιλάδα της υπακοής (την κοιλάδα της υπομονής).

Τι απομένει απ’ όλα αυτά;

Το τρένο του Λωβοκομείου έχει σταματήσει, οι πάσσαλοι των υποστέγων έχουν σκουριάσει, οι πόρτες χάσκουν ανοιχτές και μόνο κάποια παραθυρόφυλλα αυτομαστιγώνονται από τα κύματα του αέρα, διώχνοντας τους επισκέπτες από ένα μέρος που πεθαίνει όπως έζησε, σε συνθήκες αυστηρής απομόνωσης και πλέριας εγκατάλειψης.

Υ.Γ Η φωτογράφηση έγινε τον Μάιο του 2011 και τον Φλεβάρη του 2012