Search

“Μετά ήρθαν για μένα…αλλά δεν υπήρχε κανείς για να διαμαρτυρηθεί”

 

Σε αλλη μια πρωτοβουλία προχώρησε το αντιφασιστικό μέτωπο Μυτιλήνης αναρτώντας πανό σε κομβικά σημεία της πόλης.

Το πανό που το πρωι ηταν αναρτημένο στη ΔΕΗ μας θυμίζει το περίφημο απόφθεγμα που λανθασμένα έχει αποδωθεί στον Μπρεχτ και που ωστόσο μας παρακινεί να μη λησμονούμε την ιστορία και το όσα διδαχτήκαμε από το παρελθόν. Ενάντια στη λήθη, το σύνθημα μάς προτρέπει να μην αφήσουμε τον ρατσισμό για τους “άλλους” τους “ξένους”, τους “διαφορετικούς”να μολύνει την κοινωνία μας γιατί αργά η γρήγορα αυτό που συμβαίνει σε αυτούς θα συμβεί και σε εμάς…

 

Στο «Πρώτα ήρθαν…». Πρόκειται για ένα ποίημα που δεν έχει ακριβή ημερομηνία καταγραφής. Σύμφωνα με τον Χάρολντ Μαρκούζε, καθηγητή Γερμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια, η επικρατέστερη χρονολογία κατά την οποία δημοσιεύτηκε είναι το 1946, ενώ στο βιβλίο του Μίλτον Μάγερ «Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι», πρωτοδημοσιεύθηκε το 1955. Το ποίημα έχει αποδοθεί εσφαλμένα στον γερμανό δραματουργό, σκηνοθέτη και ποιητή, Μπέρτολτ Μπρεχτ, και έχει υποστεί τόσες διαστρεβλώσεις με συνέπεια όχι μόνο να έχει αλλοιωθεί το πραγματικό του περιεχόμενο, αλλά να έχουν δημιουργηθεί στο διαδίκτυο και παρωδίες. Ωστόσο, η ρήση ανήκει στο γερμανό πάστορα του Λουθηρανισμού, Μάρτιν Νιμέλερ, και η επικρατέστερη εκδοχή του γνωμικού είναι αυτή που εμφανίζεται σε έναν εσωτερικό τοίχο στο Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος της Ουάσινγκτον όπου γράφει:

«Πρώτα ήρθαν για τους σοσιαλιστές, αλλά δεν μίλησα

– Γιατί δεν ήμουν σοσιαλιστής.

Μετά ήρθαν για τους συνδικαλιστές, αλλά δεν μίλησα

– Γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.

Μετά ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά δεν μίλησα

– Γιατί δεν ήμουν Εβραίος.

Μετά ήρθαν για μένα

– αλλά δεν υπήρχε κανείς για να διαμαρτυρηθεί».

Το ποίημα του Λουθηρανού πάστορα γράφτηκε ως κριτική στους γερμανούς διανοούμενους και πνευματικούς οι οποίοι έμειναν σιωπηλοί την περίοδο που ο ναζισμός ήταν σε πλήρη δράση και οι φανατικοί του χιτλερικού κόμματος καταδίωκαν όσους θεωρούσαν, ανυπάκουους, κατώτερους και γενικότερα ανεπιθύμητους από την άρια φυλή.  Το κίνητρό του ήταν να δώσει νόημα σε μια αποπροσανατολισμένη κοινωνία μέσω του Χριστιανισμού. Όπως όλοι οι Λουθηρανοί ιερείς, έτσι και ο Νιμέλερ, υποστήριξε τους συντηρητικούς αντιπάλους της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αρχικά και πριν αποκαλυφθεί το πραγματικό σχέδιο του Χίλτερ υπήρξε υπέρμαχός του, όμως αντιτάχθηκε γρήγορα στα σχέδια των Ναζί που ήθελαν την άλωση όλων των εκκλησιών μέσω της οργάνωσης «Γερμανοί Χριστιανοί» (Deutsche Christen) με έμβλημα ένα σύμπλεγμα της σβάστικας και του σταυρού.

Το 1934 ίδρυσε την Ομολογητική Εκκλησία που θεωρούσε τους ναζί, αιρετικούς Χριστιανούς. Οι αντισημιτικές του απόψεις και το αθεϊστικό κίνημα της εποχής, έκαναν τον Νιμέλερ να εναποθέσει αρχικά τις ελπίδες του στο Χίτλερ. Όλως παραδόξως όμως, ο αντισημίτης Νιμέλερ αρνήθηκε να αποκλείσει τους Εβραίους και μοιραία από το 1938 έως το 1945 οδηγήθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ζαξενχάουζεν, πέριξ του Βερολίνου και του Νταχάου.