Search

“Δεν με πιστεύει το άσυλο που ‘μαι κυνηγημένος”: Τα ρεμπέτικα της Μόριας

Αληθινές ιστορίες και προσωπικά στιγμιότυπα από τη ζωή των προσφύγων στον καταυλισμό της Μόριας και στη γειτονική πόλη της Μυτιλήνης έγιναν ρεμπέτικα τραγούδια. Τραγούδια βαθιά κοινωνικά και πολιτικά όπως επιβάλει η ίδια η φόρμα του ρεμπέτικου που «κουβαλούν» μέσα τους το συλλογικό βίωμα χιλιάδων ανθρώπων που φώναζαν και εξακολουθούν να φωνάζουν για την πολυπόθητη λευτεριά.

 Οι ιστορίες που αφηγούνται τα ρεμπέτικα της Μόριας συλλέχθηκαν με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό και αποδόθηκαν ελεύθερα στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιώντας ως φόρμα το ρεμπέτικο τραγούδι. Πολλά από τα πρόσωπα που εμπιστεύθηκαν τις ιστορίες τους στον συγγραφέα-στιχουργό των 22 αυτών συνθέσεων, ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος, ακροβατούν στα όρια του νόμου και της ηθικής «όπως τουλάχιστον αυτές οι έννοιες διαμορφώνονται από τους ισχυρούς του κόσμου» όπως σημειώνει στην εισαγωγή της πολύ όμορφης αισθητικά ανεξάρτητης έκδοσης.

Τα τραγούδια προβάλουν τις δυσκολίες της ζωής, την ευφυία χάρην της επιβίωσης, τη μοναξιά τους εθισμούς, «μα πάνω απ΄ όλα την καρδιά που συνεχίζει να χτυπά». Χωρισμένα σε κατηγορίες όπως «Τα ανήλικα», «Η ευαλωτότητα», λέξεις που αποτελούν κοινό τόπο για όσους κατοικούμε στο νησί τα τελευταία χρόνια, αλλά και σε πιο κλασικές «Έρωτας, Πόλεμος, Καθημερινότητα», τα συνθέματα μιλούν για την ζωή στο κολαστήριο της Μόριας που έγινε στάχτες τον περασμένο Φθινόπωρο παραμένει ωστόσο ένα σύμβολο ντροπής, ένα φριχτό μνημείο για το τέλος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επί ελληνικού εδάφους.

Οι διαδικασίες για την απόδειξη της ανηλικότητας γίνονται τραγούδι στο «Age assessment», «πέντε μήνες περιμένω /πότε ανήλικος θα γένω/ με κοιτάξανε στα δόντια/ μου παν 20 έχεις χρόνια. Όμως δεν θα τους περάσει/ κι είμαι εγώ σκληρό κουμάσι/ απ’ τα 10 στην Περσία/ξεγελώ την Πολιτεία»,  που μας φέρνει στον νου το «πέντε χρόνια δικασμένος» του Στελλάκη Περπινιάδη, η ελπίδα μιας γυναίκας που έγινε μητέρα στη Μόρια γίνεται τραγούδι απάντηση στο σύστημα «τι κι αν μ’ είχαν αγοράσει/τώρα δεν θα τους περάσει έχω μάτια προστασία/ μια μικρή απ’ την Ασία. Στο άσυλο υπάλληλοι/κοιτάν αν παίζει διαπλοκή/αυτοί ουρντού εγώ φαρσί /δεν μας κατάλαβε κανείς» ενώ το πιο διάσημο inside joke της Μόριας για το όνομα του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη (Στα φαρσί κιρ προφέρεται ο πούτσος, και κος το μουνί) γίνεται ο επίλογος «Στα παιδιά του Εισαγγελέα»: «Ρε Κυριάκο μην ξεχάσεις όσα είπες στο γυαλί/ τ όνομά σου να τιμήσεις στα φαρσί πούτσα-μουνί».

Στην έκδοση υπάρχει και αυτή η… εκδοχή του Μπαϊρακτάρη (του αστυνομικού διευθυντή της Αθήνας που καταδίωκε τους «κουτσαβάκηδες» στα τέλη του 19ου αιώνα), φορώντας εδώ το γιλέκο της Frontex.

 

 

Κι άλλα πολλά και σπαραξικάρδια όπως το «Έχω ένα τραύμα ανοιχτό», και «το Κουρμπάν Μπαϊράμ» που αφηγούνται ιστορίες καθημερινές της Μόριας όπου για πολλά χρόνια άνθρωποι δίπλα μας γίνονταν πρεζάκια, εκδίδονταν για λίγα χρήματα, έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας κι έχαναν το μυαλό τους σε ένα παράλληλο σύμπαν με το δικό μας εδώ στην πόλη. Στη Μόρια, δίπλα μας έχουν συμβεί όλα αυτά που διηγείται ο ανώνυμος συλλέκτης των ιστοριών και στιχουργός, στη Μόρια όπου χιλιάδες άνθρωποι με τα σώματά τους πλεγμένα στα αγκαθωτά σύρματα και σκουπίδια πατούσαν «πάνω σε σκατά κι άδειες καρτέλες ψυχοφαρμάκων» όπως μας «διηγείται», ένας πιτσιρικάς στο «Τάμπλετ»: «Ντόκτορ δώσε μου το χάπι μονάχα έτσι είμαι χάπι/ Εσένα είναι η δουλειά σου/ κλαίει ο κόσμος στην ποδιά σου. Δεν τα πίνω, τα πουλάω μπάτσοι σφίγγουν, δεν μιλάω/ στο παρκάκι θα με βρεις /από νωρίς, μετά τις τρεις».

«Έξω απ’ το άσυλο ξυπνώ / προτού ακόμα βγει το φως / Σφιχτά στα χέρια μου κρατώ / το νούμερο έχω 100 / Πρωί πρωί απ’ τις 7:00 / μαζεύονται όλοι στην ουρά»: Ιστορίες προσφύγων από τη Μόρια και τη Μυτιλήνη «μεταγράφονται» στη γλώσσα του ρεμπέτικου, εκείνη που χρησιμοποιήθηκε και 100 χρόνια πριν, από κάποιους άλλους πρόσφυγες…

 

«Μέσα από τα τραγούδια τους αναγνωρίζουμε τα πλέγματα εξουσίας που τους καταδιώκουν. Το κράτος, τη μαφία, τις οργανώσεις, τις θρησκείες τους πολιτισμούς. Η αίσθηση της φυλακής κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Όπως σε κάθε φυλακή έτσι κι εδώ η τιμωρία η εκδίκηση και ο παραλογισμός είναι τα δομικά στοιχεία της καθημερινότητας», σημειώνει ο ανώνυμος συγγραφέας των Ρεμπέτικων στην εισαγωγή του και εξηγεί: «Η φόρμα που επιλέχθηκε για να αποδοθούν τα τραγούδια είναι το ρεμπέτικο. Οι λόγοι πολλοί. Η προσφυγιά και η μετανάστευση μπόλιασαν και εξάπλωσαν την τέχνη του 100 χρόνια πριν. Η επιμονή του να μιλάει για ανθρώπους στο περιθώριο και στα όρια του ηθικά αποδεκτού, σαν να θέλουν να τεντώσουν την ανοχή στη διαφορετικότητα, να δείξουν τις πληγές τους ψυθιρίζοντας είμαι άνθρωπος. Στη Λέσβο το τραγούδι πήρε τη μορφή του παραδοσιακού. Από αυτό το νησί, το 1914 και το 1922 πέρασαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες κουβαλώντας τα τραγούδια τους. Στα καφενεία και τα πανηγύρια παίζονται τραγούδια για την προσφυγιά που γράφτηκαν έναν αιώνα πριν. Σήμερα αθέατοι και αποκομμένες με άλλες γλώσσες και άλλο Θεό πρόσφυγες και μετανάστριες βιώνουν τις ίδιες συνθήκες που γέννησαν τότε τα ρεμπέτικα τραγούδια».

 

Η έκδοση τυπωμένη με τη μέθοδο της ριζογραφίας συνοδεύεται από την εξαιρετική εικονογράφηση των vitomanolorama και διατίθεται με ελεύθερη οικονομική ενίσχυση για το Ταμείο Φυλακισμένων και διωκόμενων Αγωνιστ(ρι)ών. 

https://www.tameio.org/

 

Μπορείτε επίσης να τα διαβάσετε και στον παρακάτω σύνδεσμο:

 

https://futuringmigration.files.wordpress.com/2020/12/rembetikoweb.pdf