Search

Παρασκευάς – η συνεννόηση

Όταν αποφάσισα να κατέβω από τα κεραμίδια στην αυλή, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά της μουριάς σαν σκαλοπάτια, δεν φανταζόμουν πως αυτή η παρέα που μιλούσε περίεργα θα γινόταν φίλοι μου. Εξακολουθούν να μιλούν περίεργα, αλλά στη λαλιά τους υπάρχουν χρώματα που μου αρέσουν κι έτσι καταλαβαίνω περίπου τι λένε.

Ο καλός κύριος που συνήθως οδηγεί το αυτοκίνητο αδημονεί να στρίψει. Ανυπόμονοι που είναι οι άνθρωποι! Γιατί βιάζονται τόσο, ποτέ δεν το κατάλαβα… Αλλά ακριβώς την στιγμή που παίρνει την στροφή, αντιλαμβάνομαι ότι πατάει φρένο. Ευτυχώς δεν έχω προλάβει να βγάλω το κεφάλι από το παράθυρο, όπως συνηθίζω, για να με χτυπήσει ο θαλασσινός αέρας. Κάτι τον ακούω να λέει στη συνοδηγό. Τραβάει χειρόφρενο και βγαίνει από το αυτοκίνητο για ν ανοίξει τον χώρο των αποσκευών. Ποτέ δεν θα μπορούσα να μείνω κλεισμένος σε αυτό το μέρος του αυτοκινήτου. Ακούω τον θόρυβο που κάνει ψάχνοντας μια μεγάλη νάιλον τσάντα.

 

Τον βλέπω να στέκεται δίπλα στο αυτοκίνητο κρατώντας μιαν αγκαλιά λούτρινα κουκλάκια. Ήταν αυτά που είχε η μικρή, όταν ήταν μικρή. Τώρα μεγάλωσε και μάλλον δεν τα χρειάζεται. Αν και θα ήταν χρήσιμα σε μένα, έτσι μαλακά και ζεστά που είναι. Κοιτάζει στην άκρη του δρόμου αυτούς που έρχονται. Ο ένας ακολουθεί τον άλλον. Βαδίζουν σιωπηλοί, οι περισσότεροι άνδρες έχουν στους ώμους ένα μικρό παιδί.

 

«Γεια σας, καλωσήρθατε», τον ακούω να λέει στον πρώτο που τον πλησιάζει. Εκείνος μιλάει μια διαφορετική γλώσσα. Δεν μοιάζει με εκείνη που μιλάει η δική μου παρέα. Αλλά μου φαίνεται πως μπορούν να συνεννοηθούν.

 

Ο άνδρας με το μωρό στους ώμους τον κοιτάζει χαμογελώντας. Του απαντά στη δική του γλώσσα. Το χαμόγελο γίνεται πιο πλατύ. Φαίνονται τα κιτρινισμένα δόντια του. Πρέπει να καπνίζει πολύ. Το μωρό που έχει στους ώμους κοιτάζει γύρω του αμήχανα. Δύσκολο να καταλάβει τι συμβαίνει. Αλλά απλώνει το χέρι για να πιάσει το κουκλάκι που του δίνει ο φίλος μου. Το κρατάει γερά, το κοιτάζει, προσπαθεί να χαμογελάσει. Ο φίλος μου προσπαθεί να επικοινωνήσει με το παιδί. Χειρονομεί σαν τρελός. Φαίνεται πως οι μεγάλοι δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν και για να τα καταφέρουν πρέπει να επιστρέψουν στην παιδική τους ηλικία, να αρχίσουν χειρονομίες, να κάνουν γκριμάτσες. Ας είναι κι έτσι. Ο άνδρας που κρατά το παιδί στους ώμους παρακολουθεί την προσπάθεια επικοινωνίας του φίλου μου με το μικρό.

 

Μου έρχεται να βγω από το αυτοκίνητο και να επέμβω, γιατί είναι προφανές πως ο φίλος μου χρειάζεται βοήθεια. Αλλά τον αφήνω να προσπαθεί, μόνο έτσι θα μεγαλώσει κι εκείνος. Βλέπω πως ο άνδρας που κρατά το παιδί βάζει το χέρι στο στήθος του. Χτυπάει με την ανοιχτή παλάμη το μέρος της καρδιάς. Ο φίλος μου επιτέλους έχει αρχίσει να καταλαβαίνει. Απαντά με τον ίδιο τρόπο. Το παιδί κρατάει σφιχτά το λούτρινο κουκλάκι. Παρατηρώ πως είναι ένα άσπρο γατάκι. Το παιδί κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια τον φίλο μου που εξακολουθεί να χειρονομεί. Ο άνδρας με το παιδί στον ώμο τον χαιρετάει και συνεχίσει να πορεύεται στην άκρη του δρόμου.

 

Η σκηνή επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Εκείνο που αλλάζει είναι τα πρόσωπα των παιδιών που παίρνουν τα λούτρινα κουκλάκια. Αγοράκια, κοριτσάκια, άλλα φοβισμένα, άλλα χαμένα, άλλα τρομαγμένα, με δυσκολία χαμογελούν. Όταν όμως χαράξει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο φωτίζεται όλος ο κόσμος. Και τα κουκλάκια είναι διαφορετικά, δεν μοιάζει το ένα με το άλλο, όμως το αποτέλεσμα είναι ένα φωτεινό χαμόγελο.

 

Ο φίλος μου μπαίνει στο αυτοκίνητο όταν έχει δώσει και το τελευταίο λούτρινο κουκλάκι. Ψάχνει στο αυτοκίνητο ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Μου φαίνεται πως σκουπίζει τα μάτια του. Εγώ κάθομαι στο πίσω κάθισμα και τον παρακολουθώ. Η συνοδηγός του λέει κάτι που πρέπει να είναι πολύ όμορφο, γιατί εκείνος της απαντά πιάνοντας το χέρι της. Την κοιτάζει στα μάτια. Όταν αποφασίζει να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο, αφήνει το παράθυρο ανοιχτό. Ακούγεται από τον δρόμο ένα παιδί που κάτι λέει, σαν τραγούδι.