Search

Π. Χριστόφας: Το δυσανάλογο βάρος για τα νησιά του Βορείου Αιγαίου σε ένα εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ζήτημα

Το 2020 είναι η έκτη χρονιά κατά την οποία βρίσκεται σε εξέλιξη το μεταναστευτικό ζήτημα, με την έννοια της εκτόξευσης του αριθμού των αφίξεων προσφύγων και μεταναστών, αιτούντων ασύλου στην Ευρώπη. Πρόκειται για το αποτέλεσμα των πολιτικών συνθηκών και των ένοπλων συγκρούσεων των τελευταίων χρόνων στη «γειτονιά» μας.

Η αλήθεια είναι πως στα χιλιάδες χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, οι μεταναστευτικές ροές ανθρώπων δεν σταμάτησαν και ούτε πρόκειται να σταματήσουν ποτέ, και πως η τρέχουσα κρίση είναι απόρροια τεράστιων γεωπολιτικών εξελίξεων. Είναι αλήθεια, όμως, και το γεγονός ότι το βάρος αυτής της κρίσης το σηκώνει σχεδόν μόνη της η Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα τα νησιά του Βορείου Αιγαίου.

Ίσως και να μη συζητούσαμε, όμως, για όλο αυτό, αν μια σειρά πολιτικών τόσο σε Ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο δεν είχαν ως αποτέλεσμα η πλειονότητα των ανθρώπων, που φθάνουν στα ελληνικά νησιά, να εγκλωβίζονται σε αυτά, δημιουργώντας μια τεράστια κρίση, κατ’ αρχήν ανθρωπιστική αλλά και ταυτόχρονα οικονομική και κοινωνική.Από τις περίπου 124.000 αφίξεις που σημειώθηκαν συνολικά στις χώρες της Μεσογείου το 2019 (σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες), σχεδόν 60.000 ήταν στα νησιά του Αιγαίου, 46.000 σε Λέσβο, Χίο και Σάμο, περισσότερες από τις συνολικές αφίξεις στην Ισπανία και την Ιταλία!

Οι ευθύνες Κυβερνήσεων και Ευρωπαϊκής Ένωσης

H κοινή δήλωση Ε.Ε. και Τουρκίας το 2016, σίγουρα αρχικά έπαιξε ρόλο στη δραματική μείωση των ροών. Συγκεκριμένα σημεία της, όμως, όπως για παράδειγμα η καταγραφή και διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου των μεταναστών στα ελληνικά νησιά, σε συνδυασμό με την μεγάλη γραφειοκρατία και τον όγκο αιτήσεων, είχε σαν αποτέλεσμα για χρόνια τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης των νησιών να λειτουργούν πέραν των ορίων τους. Τους τελευταίους μήνες, από το καλοκαίρι του 2019 και έπειτα, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, λόγω της αύξησης του αριθμού αφίξεων, και του υπερδιπλασιασμού των ανθρώπων, που παρέμεναν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου.

Πέραν των ορίων τους, όμως, λειτουργούν και όλες οι υποδομές (υλικοτεχνικές και ανθρώπινου δυναμικού) των νησιών γενικότερα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των υποδομών υγείας της Λέσβου, που είναι σχεδιασμένες για τις ανάγκες ενός πληθυσμού 90.000 κατοίκων, και οι οποίες επιβαρύνονται σημαντικά όταν έχουμε την απότομη αύξηση αυτού του πληθυσμού πάνω από 20% και μάλιστα με ομάδες ανθρώπων που στο σύνολό τους σχεδόν χρήζουν ιδιαίτερης ιατροφαρμακευτικής φροντίδας.

Είναι ακατανόητο, το πως μια κρίση που ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια σχεδόν, αντιμετωπίζεται ακόμη ως έκτακτη, και το γεγονός ότι – όπως είναι πασιφανές – δεν γίνεται αποτελεσματική διαχείριση μιας κατάστασης, που δυστυχώς φαίνεται, πως έχει παγιωθεί. Είναι καταστροφικό, το γεγονός, ότι πέρα από τη ζήτημα της αποσυμφόρησης των νησιών -το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο ζητούμενο για την αντιμετώπιση της κρίσης αυτή τη στιγμή- δεν έχουν γίνει από τις ελληνικές Κυβερνήσεις ουσιαστικές ενέργειες στελέχωσης και αναβάθμισης των υποδομών των νησιών, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις συνθήκες. Είναι καταστροφικό το γεγονός, ότι η οικονομική ενίσχυση για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού δεν αξιοποιείται σωστά.

Τα δε τελευταία μέτρα, που ανακοίνωσε πρόσφατα η Κυβέρνηση, φαίνονται σχεδόν ουτοπικά, μη ρεαλιστικά και τουλάχιστον ασαφή. Προβλέπουν επί της ουσίας την «επίσημη» αύξηση των ορίων φιλοξενίας των νησιών και τη δημιουργία επιπλέον κέντρων και δομών φιλοξενίας, τα οποία δεν συμφωνούν με τη θέση και τον παλμό των τοπικών κοινωνιών, και (ελπίζω να διαψευστώ) δεν θα καταφέρουν κάτι περισσότερο, από το να δημιουργήσουν επιπλέον προβλήματα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι εξίσου ή και ακόμη μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για μια ακόμη φορά, έπειτα από την οικονομική κρίση της τρέχουσας δεκαετίας, οι εταίροι μας περιχαρακώνονται σε εθνικές πολιτικές και απλά «αποζημιώνουν» με οικονομικές ενισχύσεις την πλήρη διαχείριση του ζητήματος από την Ελλάδα. Ελλείψει σαφούς και κοινά αποδεκτής μεταναστευτικής πολιτικής, επί της ουσίας μας έχουν στρέψει την πλάτη, κι έχουν αφήσει το μεταναστευτικό στις πλάτες των νησιών του Βορείου Αιγαίου, που αν κάτι τα σώζει μέχρι τώρα είναι το περίσσευμα αλληλεγγύης και οι πέραν των δυνατοτήτων τιτάνιες προσπάθειες διαχείρισης της κρίσης από τους κατοίκους αλλά και η υπομονή τους, η οποία φυσιολογικά εξαντλείται.

Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης

Το μεταναστατευτικό ζήτημα διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών. Θα ήταν ανεύθυνο, να απαιτήσουμε όλες τις λύσεις από την τοπική αυτοδιοίκηση. Ήταν εξίσου ανεύθυνο, όμως, υποψήφιοι και εκλεγμένοι της τοπικής αυτοδιοίκησης να υπόσχονται προεκλογικά και μετεκλογικά αυτές τις λύσεις, πέραν των αρμοδιοτήτων και των δυνατοτήτων τους. Γιατί με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά το μεγεθύνουν.

Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν είναι να «πατήσει» πάνω σε φυσιολογικούς προβληματισμούς της τοπικής κοινωνίας, να τους αναγάγει σε φόβο και ανασφάλεια, να ενισχύσει τον λαϊκισμό και να θέσει η ίδια σε κίνδυνο τη κοινωνική συνοχή. Ο σημαντικός και απαραίτητος ρόλος της είναι να εντοπίσει τον ρεαλισμό πίσω από τις κραυγές των άκρων. Να καθοδηγήσει τις τοπικές κοινωνίες, αλλά την ίδια στιγμή να γίνει και η φωνή τους και να διεκδικήσει στον υψηλότερο δυνατό βαθμό ουσιαστικές και ρεαλιστικές λύσεις στα προβλήματά τους.

Επιπλέον, έχει την ευθύνη να μην αμελεί τα άλλα σημαντικά προβλήματα των νησιών μας. Ναι, η μεταναστευτική είναι μια εξαιρετικά μεγάλη κρίση για το Βόρειο Αιγαίο. Αλλά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη και πιο καταστροφική, όταν αποτελεί δικαιολογία για την απουσία οράματος και σχεδίου για άλλους τομείς, όταν λειτουργεί ως χαλί κάτω από το οποίο κρύβονται άλλες αδυναμίες.

Ο τόπος μας δεν έχει ανάγκη από δημαγωγούς και όσοι εμπλεκόμαστε στην τοπική αυτοδιοίκηση, σε κάθε θέση, δεν πρέπει να υιοθετούμε αυτόν τον ρόλο. Ο τόπος μας έχει ανάγκη από πολιτικό προσωπικό, που διεκδικεί και εφαρμόζει λύσεις για τα προβλήματα, και που τον οδηγεί με αισιοδοξία στο μέλλον.

Επιτακτική η ανάγκη ρεαλιστικών λύσεων σε υψηλό επίπεδο

Αν κάτι δημιουργεί αυτή την εκρηκτική κατάσταση στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, αυτό είναι η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά.

Είναι επιτακτική η ανάγκη μιας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, ενός ευρωπαϊκού προγράμματος μετεγκατάστασης και η αναθεώρηση του Κανονισμού Δουβλίνο, που στο σύνολό τους μπορούν να φέρουν λύσεις στο πρόβλημα. Είναι σημαντική η κοινή στάση από όλα τα κράτη μέλη και η ύπαρξη στρατηγικής και όχι ξαφνικών και μη σχεδιασμένων δράσεων, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και εθνικό επίπεδο.

Αποτελεί, όμως, και σημαντική πρόκληση της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πρέπει να αντιμετωπίσει – επιτέλους – τα παιχνίδια της Κυβέρνησης Ερντογάν, ο οποίος έχει αναγάγει το προσφυγικό σε διαπραγματευτικό του όπλο. Ακόμη πιο σημαντική η πρόκληση της επιρροής της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των αιτίων της προσφυγικής κρίσης: την παύση των εχθροπραξιών, την υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των ομάδων πληθυσμού, αλλά και την ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη στις χώρες προέλευσης των προσφύγων και μεταναστών.

Γιατί, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε το μεταναστευτικό ζήτημα δεν είναι μόνο αριθμοί και στατιστικές. Είναι πρωτίστως οι ζωές χιλιάδων συνανθρώπων μας, προσφύγων και μεταναστών αλλά και ντόπιων, το παρόν και το μέλλον των οποίων επηρεάζεται άμεσα από την επιτυχία ή αποτυχία πολιτικών, που εφαρμόζονται σε κάθε επίπεδο. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως η συζήτηση αφορά πρωτίστως μια κρίση ανθρωπιστική.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι, σε ένα ραντεβού με την ίδια την ιστορία της, από το οποίο κρίνεται το οικοδόμημά της συνολικά. Οφείλει να σταθεί μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες, να κλείσει τα αυτιά της σε φωνές αντίστοιχες εκείνων, που την έφεραν αντιμέτωπη με τις πιο μαύρες στιγμές της, και να φανεί αντάξια των όσων πρεσβεύει.

Οφείλει, και μπορεί, να κερδίσει αυτό το στοίχημα.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα