Search

Οι εφημερίδες της Λέσβου Αφηγούνται: «Έρχονται τα καράβια, ένα, ένα, σιγαρμενίζοντας…”

Μυτιλήνη: “1919 – 1922: Οι εφημερίδες της Λέσβου Αφηγούνται”, ιστορική έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης

 

«1919 – 1922: Οι εφημερίδες της Λέσβου Αφηγούνται», είναι ο τίτλος μιας πολύτιμης ιστορικά έκδοσης της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Μυτιλήνης στην οποία μέσω δημοσιευμάτων των εφημερίδων της Μυτιλήνης καταγράφονται τα συγκλονιστικά γεγονότα εκείνης της περιόδου που προηγήθηκε και ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή.

 

Η Μαρία Γρηγορά και η Φανή Μαρωνίτου, διευθύντρια και βιβλιοθηκονόμος αντίστοιχα της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Μυτιλήνης δούλεψαν για αυτήν την έκδοση και όπως λένε τα όσα διάβασαν με τον πρωτοποριακό για την εποχή δημοσιογραφικό λόγο του μυτιληνιού Τύπου κυριολεκτικά σοκάρουν. Εδώ ας σημειώσουμε ότι δημοσιογράφοι εκείνη την εποχή ήταν πρωτοπόροι των ελληνικών γραμμάτων όπως ο Στρατής Μυριβήλης.

 

«Έρχονται τα καράβια, ένα, ένα, σιγαρμενίζοντας, σαν νεκροφόρες θαλασσινές, διασχίζοντας το Πέλαο, που κι’ αυτό λες και ενώνει το θρήνο του με τους λυγμούς και τα δάκρυα των δυστυχισμένων ταξιδιωτών.

Έρχονται και φεύγουν και πάλι ξαναέρχονται μάνες χήρες και μάνες χωρίς παιδιά. Αναμαλλιάρικα και γυμνωμένα κοριτσάκια, ορφανεμένα και ξεχασμένα μικρά παιδιά. Η γύμνια τους, η εγκατάλειψή τους, η ορφάνια τους, βουρκώνουν τα μάτια τους, που ολοένα τρέχουν…

Η πόλις μας βουλιάζει από το πλήθος των αφιχθέντων προσφύγων. Το “βουλιάζει” αυτό δεν παριστά την πραγματικότητα. Συμβαίνει με τους αφιχθέντες πρόσφυγας κάτι αφάνταστον, κάτι πρωτάκουστον, κάτι φρικιαστικόν, κάτι δια το οποίον δεν υπάρχει η αρμόζουσα λέξις.

Σπιθαμή γης εντός και του περί την Μυτιλήνην χώρου δεν έμεινε πλέον ακάλυπτος. Το επί της προκυμαίας βάδισμα κατωρθούται μόνον δια διαγκωνισμόν. Οι πρόσφυγες, ισοπεδωμένοι πλέον τελείως, πλούσιοι μετά των πτωχών, επιστήμονες μετά των χειρονακτών, ευγενείς και λεπταί κυρίαι και δεσποινίδες μετά των ηλιοκαμένων χωρικών και αγροτών, εν ασφυκτικώ συμφυρμώ κάθηνται επί των διασωθέντων ρακών των με την θλίψιν και την απελπισίαν ζωγραφισμένην εις τα πρόσωπά των…» γράφει στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922 ο «Ελεύθερος Λόγος» της Μυτιλήνης και όπως λέει η κ. Γρηγορά διαβάζοντας κανείς το ρεπορτάζ «πραγματικά ξαναζεί τα γεγονότα».

Στους πολλούς μήνες έρευνας του τοπικού Tύπου που προηγήθηκε οι δυο γυναίκες κυριολεκτικά έζησαν τη Μυτιλήνης της Καταστροφής. Στο βιβλίο δημοσιεύονται και κάποιες από τις πρώτες ανακοινώσεις για αγνοούμενους. «ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ: Η Ελευθερία Παρασκευοπούλου 1,5 ετών εκ Σμύρνης από την οικογένειάν της. Πληροφορίαι εις τους αδελφούς Ευαγγελινέλη Μυτιλήνη», έγραφε ο Ελεύθερος Λόγος στις 5 Οκτωβρίου του 1922. Στις 4 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου δημοσιεύεται και μια τραγική είδηση. «Από ψύξιν!… Προχθές απέθανε νεαρός πρόσφυγξ εκ του υπερβολικού ψύχους. Πληροφορούμεθα ότι κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας, πλείστοι συνέβησαν θάνατοι προσφύγων, εκ της αυτής αιτίας».

«Κάποια πράγματα επιλέξαμε να μην τα αναφέρουμε στην έκδοση μας. Το βιβλίο δεν θα ‘αντέχονταν’ αν τα δημοσιεύαμε όλα» λέει η κ. Μαρωνίτου που συμπληρώνει ότι στο ψηφιακό αποθετήριο της Βιβλιοθήκης στην ιστοσελίδα www.cplm.gr, το οποίο και είναι ανοιχτό σε κάθε ενδιαφερόμενο, μπορεί να βρει κανείς όλα τα δημοσιεύματα.

Η Λέσβος δέχθηκε τον μεγαλύτερο όγκο των υποχωρούντων στρατιωτών και των Μικρασιατών προσφύγων τόσο πριν όσο και μετά την κορύφωση των γεγονότων με την καταστροφή της Σμύρνης. Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1922 υπολογίζεται πως ήρθαν μόνο στη Λέσβο περίπου 130.000 πρόσφυγες και ακολούθησαν άλλες 160.000. Καθημερινά αποβιβάζονταν στη Μυτιλήνη, αλλά και στα υπόλοιπα χωριά, περίπου 6.000 έως 8.000 άτομα, κυρίως εξαθλιωμένα γυναικόπαιδα και γέροντες. «Τα πλοία πηγαινοέρχονται αδιάκοπα στα απέναντι παράλια μεταφέροντας όσους περισσότερους μπορούσαν. Βενζινάκατοι και λέμβοι φορτώναν και ξεφορτώναν ασταμάτητα, μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, εξαντλημένους ανθρώπους που στοιβάζονται στο λιμάνι της πόλης. Η κατάσταση που επικρατεί είναι χαοτική. Οι εικόνες που διαδραματίζονται είναι σπαραχτικές και πρωτοφανείς για τον τόπο. Οι στιγμές πένθους και απόγνωσης αποτυπώνονται καθημερινά στον τοπικό Τύπο με εκτενή άρθρα και χρονογραφήματα τα οποία και συγκεντρώθηκαν στην έκδοση» λέει η βιβλιοθηκονόμος εκ των συντελεστών της έκδοσης Φανή Μαρωνίτου.

Από τα ρεπορτάζ που διαβάζει κανείς διαπιστώνει ότι η κατάσταση των προσφύγων που φτάνανε στη Λέσβο ήταν άθλια. «Τόσο στην πόλη της Μυτιλήνης όσο και στα χωριά, είναι αδύνατη η διαχείριση ενός τόσο μεγάλου όγκου ανθρώπων αφού, εκτός από τους πρόσφυγες, μεγάλος αριθμός στρατιωτών παραμένουν ακόμη στη Μυτιλήνη, αναμένοντας τα πλοία που θα τους μεταφέρουν στα σπίτια τους. Η Ελληνική Κυβέρνηση όχι μόνο δε λαμβάνει κανένα μέτρο αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης, αλλά παραμένει προκλητικά αδιάφορη, λες και πρόκειται για ένα θέμα που δεν την αφορά. Πρόσφυγες και τοπική κοινωνία έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους και καλούνται να σηκώσουν μόνοι τους όλο το βάρος του προβλήματος που προκάλεσαν οι προηγούμενες πολιτικές και αποφάσεις. Δεν υπάρχει καμία απολύτως οργάνωση, δεν έχει ληφθεί καμία μέριμνα, ούτε καν για την καταγραφή των προσφύγων, οι οποίοι στοιβάζονται κατά χιλιάδες στους δρόμους, μέσα σε εκκλησίες, τεμένη, θέατρα, σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια» υποστηρίζει ότι προκύπτει από τα ρεπορτάζ του λεσβιακού Τύπου η κ. Γρηγορά. Και συνεχίζει: «Σημαντικό είναι όμως ότι οι Λέσβιοι, από την πρώτη στιγμή, στέκονται στο πλευρό των Μικρασιατών προσφύγων προσπαθώντας να τους ανακουφίσουν, με όποιο τρόπο μπορούν. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις, που είτε αδιαφορούν, είτε προσφέρουν ελάχιστα σε σχέση με όσα διαθέτουν. Δεν λείπουν και οι επιτήδειοι, παντοπώλες, αρτοποιοί, λεμβούχοι, πράκτορες ατμόπλοιων κ.ά. που εκμεταλλεύονται τον πόνο των ανθρώπων αισχροκερδώντας εις βάρος τους, κάτι που προκαλεί την παρέμβαση των αρχών. Άνθρωποι του μεροκάματου, της αγοράς, ο απλός λαός δίνουν ό,τι μπορούν απ’ το υστέρημά τους, ενώ κάποιοι με μεγάλες περιουσίες θεωρούν πως κάνουν το καθήκον τους προσφέροντας μισή λίρα».

«Τι έδωκεν η Μυτιλήνη; Πολλά και τίποτε. Εξηγούμεν το οξύμωρον αυτό σχήμα: Από την τάξιν των πλουσίων ολίγοι -ίσως ελάχιστοι- εφάνησαν όσο έπρεπε γενναιόδωροι. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, έδωκαν ελάχιστα, ή ολιγώτερα από όσα έπρεπε. Αντιθέτως η μεσαία τάξις, η αγορά δηλαδή, και ο λαός συνειπέφερεν ό,τι ημπορούσε και δεν ημπορούσε… Τα βιβλία της Π.Ε.Π. είνε ανοικτά εις τον καθένα. Ένα φυλλομέτρημα, επιπόλαιον έστω, θα παρουσίαζε τοιαύτην δυσαναλογίαν μικρών αριθμών και μεγάλων ονομάτων, που να απογοήτευε και τον πλέον αισιόδοξον. Είνε κρίμα. Έχουν χιλιάδας επί χιλιάδων λιρών, κτήματα, μέγαρα και όλα τα αγαθά και δεν αποφασίζουν να δώσουν 5-10 λίρες. Εις ένα κατάλογον που κατήρτισεν η Νομαρχία δια να καλέση ονομαστικώς τους δυνάμενους να δώσουν, είδομεν τέτοιους ταλαντούχους να θεωρούν τον εαυτόν των εν τάξει με μισή, ΜΑΛΙΣΤΑ ΜΙΣΗ μονάχα λίρα που έδωκαν! Αίσχος!» έγραφε στις 18 Ιανουαρίου του 1923 ο «Ελεύθερος Λόγος».

Το εξώφυλλο του βιβλίου σχεδιάστηκε από το σκιτσογράφο Soloup – Αντώνη Νικολόπουλο, ενώ ο φιλόλογος Τζάνος Στεφανέλλης έκανε τις διορθώσεις και την επιμέλεια των κειμένων. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Διατίθεται δωρεάν σε κάθε ενδιαφερόμενο, που μπορεί για να το προμηθευτεί να επικοινωνήσει με τη βιβλιοθήκη στο 2251040134.