Search

Το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας, ως απόλυτα απαραβίαστο και πρέπει να συνεχίζει να το προστατεύει.

*Ευάγγελος Γκιγκιλίνης, Δικηγόρος, Γ.Γ Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων

Κατά την παρ.1 του άρθρου 19 του Συντάγματος «1.Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.», ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.»

Η παραπάνω συνταγματική διάταξη προφανώς και δεν θεσπίστηκε για να νομιμοποιούνται 15.000 επισυνδέσεις ετησίως με μια συνήθως ασαφή και απόρρητη αιτιολογία περί «εθνικών λόγων δημόσιας ασφαλείας» η οποία, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί τις περισσότερες φορές, ενδεχομένως ούτε κι από τον Εισαγγελέα που διατάσσει την άρση του απορρήτου, αν έχει στα χέρια του μια γενική (και ίσως λόγω του αριθμού των επισυνδέσεων τυποποιημένη) αναφορά των υπηρεσιών κι έναν τηλεφωνικό αριθμό, χωρίς τα στοιχεία του ελεγχόμενου.

Δεν κατανοώ πως η υπηρεσία νομιμοποιείται να γνωρίζει το όνομα του ελεγχόμενου κι όχι η δικαιοσύνη που κατά το άρθρο 19 του Συντ. είναι η μόνη αρμόδια να διατάσσει την άρση του απορρήτου?

Όπως επίσης δεν κατανοώ πως διασφαλίζεται ότι ο έλεγχος και η άρση του απορρήτου, γίνονται πραγματικά για λόγους εθνικής ασφαλείας, όταν πλέον με το  αρθ.87 παρ.1 του Ν.4790/2021, καταργήθηκε η δυνατότητα γνωστοποίησης της παρακολούθησης, μετά το πέρας αυτής, στον ενδιαφερόμενο.

Το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας, ως απόλυτα απαραβίαστο και πρέπει να συνεχίζει να το προστατεύει.

Η κυβέρνηση μετά τον σάλο που δημιουργήθηκε από την παρακολούθηση των επικοινωνιών του δημοσιογράφου κ.Κουκάκη και την προσπάθεια παγίδευσης των επικοινωνιών του ευρωβουλευτή και Προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ.Ανδρουλάκη (ήδη η Βουλή ψήφισε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής), προχώρησε σε κάποιες βελτιώσεις που όμως δεν αρκούν.

Μια πρόταση (που προφανώς επιδέχεται βελτιώσεις)

  1. Σύσταση στη Βουλή, ειδικής διαρκούς διακομματικής επιτροπής εθνικής ασφαλείας (η ακόμα και επιτροπής άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας).
  2. Η άρση του τηλεφωνικού (κλπ) απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας θα μπορεί να γίνεται μόνο με απόφαση δικαστικού συμβουλίου κατ’αρθρο 19 παρ.1 του Συντ. και μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση της άνω επιτροπής εθνικής ασφαλείας.
  3. Περιορισμός σε 2 μήνες της αόριστης διάρκειας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας με δυνατότητα δικαιολογημένων παρατάσεων κατά την ανωτέρω διαδικασία.
  4. Δυνατότητα γνώσης από τον ελεγχόμενο (με αίτημα προς την επιτροπή εθνικής ασφαλείας) εκ των υστέρων του λόγου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά και των δεδομένων που τον αφορούν.
  5. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου και της επιτροπής θα αποτελούν κρατικά απόρρητα και η δημοσιοποίηση των σε κάθε περίπτωση πριν από την παρέλευση του χρόνου για τον οποίο ισχύει η άρση του απορρήτου, θα στοιχειοθετεί τα αδικήματα των άρθρων 146 και 252 ΠΚ.

Σπεύδω εδώ καταλήγοντας να απαντήσω καταφατικά στο ενδεχόμενο ερώτημα «είναι δυνατόν η ως άνω επιτροπή της Βουλής και τα δικαστικά συμβούλια να ασχολούνται καθημερινά με ένα τόσο μεγάλο αριθμό (15.000 ετησίως) αιτημάτων άρσης?»  επισημαίνοντας ότι για ένα τέτοιο ευαίσθητο και σοβαρό θέμα που αφορά το απόρρητο των επικοινωνιών και την προστασία της ιδιωτικής ζωής (αλλά και την εθνική ασφάλεια από την άλλη πλευρά), και χρειάζεται να συσταθεί και πρέπει να λειτουργεί (όσο απαιτείται) η ως άνω προτεινόμενη επιτροπή εθνικής ασφαλείας.

Χρειάζεται επίσης και πρέπει να επιλαμβάνονται κάθε φορά δικαστικά συμβούλια (κι όχι ένας Εισαγγελέας), αφού βέβαια προηγουμένως περιοριστούν στις απολύτως απαραίτητες (και ως εξαίρεση του νόμου) οι 15.000 άρσεις απορρήτου (και επισυνδέσεις) ετησίως, που προφανώς δεν είναι δυνατόν όλες, να αφορούν λόγους εθνικής ασφάλειας.