Search

Ο Σαντάν και η Εύα έφεραν τη “Σμύρνη” στη Λέσβο

 

Η συνάντηση με την Εύα -Κασκάνη Ντουρκάν και τον σύζυγό της Σαντάν Ντουρκάν στη “Σμύρνη”, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Έγινε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και αναβλήθηκε τουλάχιστον πέντε φορές. Τόσες χρειάστηκαν για να δοκιμάσουμε ξανά και ξανά το έσμέ πατλιτζάν, το τσιτμέ, το τερμπιελί ταβούκ και φυσικά το χουνκιάρ μπεγεντί του Σαντάν, μια συνταγή του πατέρα του που είχε τη δική του λοκάντα στη Σμύρνη. Γιατί όσο νόστιμες και πιπεράτες είναι οι ιστορίες της Εύας για τον “επίγειο παράδεισο” της, το “λατρεμένο Ισμίρ” κι όσο κι αν ιντριγκάρει η κουβέντα για την πρόταση γάμου του Σαντάν …μέσα σε μόλις 12 λεπτά γνωριμίας, άλλο τόσο καυτή, είναι η επιθυμία να βάλεις στο στόμα σου αυτό που μόλις έχει φτάσει στο τραπέζι. Το πράσο μοσχοβολά, η μελιτζάνα κρύβεται στο γιαούρτι, το κοτόπουλο είναι “έντιμο” κι “ανέντιμο”, κι οι κουβέντες σταματούν κι αρχίζουν ξανά και μουσικοί έρχονται κι αράζουν με τα όργανά τους ίσως και να τζαμάρουν λίγο, κάνοντας πρόβα για το βράδυ, όπου οι μελωδίες της Σμύρνης συναντούν τις γεύσεις της.

“Με τον Σαντάν έχουμε ένα μότο στη ζωή μας. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει κανένα απωθημένο. Πριν από επτά μήνες αποφασίσαμε να κάνουμε ένα από τα όνειρά μας πραγματικότητα. Από παλιά μου έλεγε να ανοίξουμε ένα εστιατόριο στην Ελλάδα, όμως εγώ ήθελα να είμαι πάντα κοντά στη Σμύρνη. Έτσι συμφωνήσαμε να κάνουμε το νέο επιχειρηματικό μας βήμα στη Λέσβο, ώστε να είμαστε κοντά στο σπίτι μας και το μαγαζί μας”.

Η Εύα Κασκάνη γεννήθηκε στις Οινούσσες και μεγάλωσε στην Αθήνα, στην Νέα Ερυθραία.”Η γιαγιά μου ήταν από τα Αλάτσατα, στο Τσεσμέ απέναντι απ τη Χίο και ο παππούς μου από το Λιθρί. Έφτασαν στις Οινούσσες πρόσφυγες. Ο πατέρας μου είναι Αιγυπτιώτης με καταγωγή από τη Σμύρνη. Το 74 πήγαμε να ζήσουμε στην Αθήνα στη Νέα Ερυθραία. Στο σχολείο με τον αδερφό μου μας πείραζαν για τη βαριά διάλεκτο. Όμως ένας δάσκαλό μας από την Ηλεία που δεν θα ξεχάσω άρχισε να μιμείται την προφορά μας κι έτσι σιγά-σιγά τα παιδιά κατάλαβαν και σταμάτησαν”.

 

                                         

                                      Εύα και Σαντάν

Τον σύζυγό της τον γνώρισε μέσω του αδερφού του, σημερινού κουνιάδου της που συνάντησε πρώτη φορά σε μια πολιτιστική εκδήλωση στη Χίο. “Ο έρωτάς μας με τον Σαντάν, ήταν κεραυνοβόλος. Εγώ ήδη πηγαινοερχόμουν στη Σμύρνη για να αγοράζω υφάσματα και υλικά για τα κοσμήματα και τα ρούχα που έφτιαχνα και έτσι όταν μου πρότεινε να ζήσουμε εκεί δέχτηκα με χαρά. Παντρευτήκαμε και πήγαμε στη Σμύρνη στο Κουτσούκ Γυαλί. Αν μπορούσε να φανταστεί κάποιος τον παράδεισο, έτσι ήταν η ζωή μας στη Σμύρνη, μια ζωή ήρεμη με εκπλήξεις που τάραζαν ευχάριστα τη μέρα μας. Και έτσι είναι ακόμη…Η Σμύρνη είναι μια πόλη που δεν την χορταίνω, μια πόλη με αντιθέσεις που μόνο αν τη ζήσεις θα την καταλάβεις. Είναι μια αρχόντισσα όπως ήταν οι γυναίκες οι Σμυρνιές. Πρέπει να τη γυρίσεις, να τη μυρίσεις, να τη γευτείς και να ακούσεις τον ιδιαίτερο ήχο της”

Ο Σαντάν τότε είχε το δικό του φωτογραφείο και ήταν ο πιο γνωστός κι αγαπητός φωτογράφος ολόκληρης της Σμύρνης “Δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει φωτογραφία του. Ήταν φωτογράφος διάσημων, ο πιο γνωστός στη Σμύρνη. Όπου και να ταξιδέψουμε στην Τουρκία μας σταματούν και μας δείχνουν μια φωτογραφία που κάποτε είχε τραβήξει ο σύζυγός μου.”, λέει η Εύα. “Όμως είχε μέσα του το μικρόβιο της μαγειρικής που του μετέδωσε ο πατέρας του ο οποίος ήταν από τους πρώτους επαγγελματίες σεφ στην Τουρκία.

                           Οι μυστικές συνταγές του παππού

“Εγώ δεν δέχομαι τον όρο σεφ”, Λέει ο Σαντάν. “Τι πάει να πει σεφ; Ο πατέρας μου αποφοίτησε από τη σχολή της Κωνσταντινούπολης, ήταν ο πρώτος μάγειρας στη Σμύρνη που φόρεσε σκούφο και ήταν ο πρώτος που έβγαινε με τη στολή έξω και ρωτούσε τον κόσμο αν τους άρεσε αυτό που έφαγαν. Αυτό το 1945. Όταν ήμουν λοιπόν 14 χρονών έκανα μια δήλωση στον πατέρα μου, που τότε είχε την καλύτερη Λοκάντα στη Σμύρνη. Του είπα ότι θέλω να ασχοληθώ με τη φωτογραφία και αργότερα κάποια στιγμή του υποσχέθηκα ότι θα ασχοληθώ και με τη μαγειρική που τόσο αγαπούσε. Ο πατέρας μου συμφώνησε με την προϋπόθεση ότι μετά το σχολείο θα πήγαινα ως τσιράκι σε έναν φωτογράφο ώστε όταν γυρίσω από φαντάρος να γνωρίζω τη δουλειά”.

“Έτσι και έγινε. Πολύ γρήγορα άνοιξε το δικό του φωτογραφείο κι αργότερα μαζί ανοίξαμε ένα μαγαζί με αντίκες. Όμως ο Σαντάν ήθελε να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του συμπληρώνει η Εύα. “Κάθε φορά που έκλεινε το φωτογραφείο, πήγαινε και βοηθούσε τον πατέρα του στην κουζίνα. Μέσα δεν έμπαινε γιατί ο πεθερός μου δεν άφηνε κανέναν. Όταν πέθανε ο αείμνηστος ο πεθερός μου και διαβάσαμε τη διαθήκη του, πάθαμε σοκ καθώς είχε αφήσει όλες τις συνταγές του στον Σαντάν. Ήταν πολύ συγκινητικό”.

“Ο πατέρας μου δεν μαγείρευε με πολλά μπαχάρια άλλα έδινε βάση στην ποιότητα των υλικών. Είχε τη νοοτροπία του όταν βάζεις πολλά μπαχάρια κάτι θέλεις να κρύψεις”, λέει ο Σαντάν. “Εδώ έχουμε πάθει πλάκα με την ποιότητα του λαδιού, λέει η Εύα. Τα κρέατά μας τα προμηθεύομαστε από εδώ γιατί θέλουμε να στηρίζουμε  τη λεσβιακή αγορά ενώ έχουμε βρει και τους προμηθευτές μας στα λαχανικά που είναι και η βάση της κουζίνας μας”.Αλλά και το βούτυρο είναι εξαιρετικό γιατί αν θες να φτιάξεις χουνκιάρ μπεγεντί πρέπει να έχεις φρέσκο  βούτυρο”

“Επίσης δεν έχουμε τηγανιτές πατάτες. Στην αρχή κάποιοι δυσανασχέτησαν αλλά τώρα πολλοί γονείς έρχονται επειδή ακριβώς δεν έχουμε τηγανιτές πατάτες”, συμπληρώνει η Εύα που βάζει παντού την πινελιά της.

Μια πινελιά, έντονη και πολύχρωμη όπως και τα ρούχα που σχεδιάζει.

                                 Η αγάπη για το “έθνικ”

 

 

“Κοίτα μίνιμαλ δεν τα λες αυτά που σχεδιάζω. Αγαπώ πολύ το έθνικ ρούχο. Αγαπώ τα μοτίβα, τα χρώματα. Ως μικρή κοπέλα αγαπούσα κι εγώ το μαύρο. Όμως έμαθα να αγαπώ το χρώμα από τη μητέρα μου και να σχεδιάζω αρχικά αξεσουάρ που έδιναν χρώμα στις λεπτομέρειες.

Ντυνόμουν κάπως εξαντρίκ από μικρή. Υπάρχει μια φωτογραφία στα 13 μου που είδε ο Σαντάν και τρελάθηκε. Φορούσα το ινδικό το σάρι και κυκλοφορούσα, με συνήθισε ο κόσμος σιγά -σιγά. Τώρα ακόμη θα με δεις με καφτάνια και το χαρακτηριστικό φουλάρι στα μαλλιά. Αργότερα η Σμύρνη ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Έφερνα από εκεί υφάσματα στην Αθήνα. Αργότερα όταν εγκαταστάθηκα εκεί με τον άντρα μου έβρισκα λογιών λογιών υλικά για τα κοσμήματα και έπειτα ήρθαν τα μαγαζιά με τις αντίκες”

 

                                    Η Αμαζόνα του Τσεσμέ 

 

Η Εύα, μια από τις “Αμαζόνες της Σμύρνης”, σύμφωνα με ένα αφιέρωμα στις δυναμικές γυναίκες της πόλης του περιοδικού Τσεσμέ Life, ασχολήθηκε και με τον χώρο της γαστρονομίας: “Η αρχή έγινε με ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο είχα την τύχει να εργαστώ, μια μεγάλη παραγωγή που γνώριζε  στο κοινό την κουζίνα της Σμύρνης.

 

Εκεί είχα την ευκαιρία να πάω στα χωριά του παππού μου, να γνωρίσω τη έθιμα. Μέσα από τη λαογραφία γνωρίσαμε τις τοπικές γεύσεις και πάντα καταλήγαμε σε ένα μεγάλο τραπέζι. Ήταν εξαιρετική εμπειρία. Έπειτα άρχισα να αρθρογραφώ σε διάφορα περιοδικά, παρουσιάζοντας τα κοινά μας ήθη στην κουζίνα”.

 

 

 

 

                                       Η “Σμύρνη” στη Θερμή.

“Η Σμύρνη μου χάρισε μοναδικές στιγμές. Η Λέσβος είναι ένα νέο κεφάλαιο. Αλλά κάποια στιγμή θα ήθελα να επιστρέψω στις Οινούσσες. Εδώ νιώθω ότι μας περίμενε ένας κόσμος που τον είχαμε ονειρευτεί. Μετά από χρόνια αισθάνομαι καλά και πάλι στην πατρίδα.

Ο κόσμος, μας υποδέχτηκε φιλικά, δε νιώσαμε καθόλου ξένοι και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα καταφέραμε να συγκεντρώσουμε εδώ ανθρώπους που μας στηρίζουν και μας αγαπούν. Βρήκαμε έναν φοβερό κύκλο ανθρώπων των τεχνών κυρίως μουσικούς που ξέρουν ότι η πόρτα μας είναι ανοιχτή. Τις προάλλες ήρθε ο Σόλωνας Λέκκας και μείναμε ως το πρωί, έρχονται Τούρκοι πολλοί από απέναντι να μας βρουν, ήρθε ο Ανδρίκος κι έπαιξε εδώ, έρχονται τα παιδιά ο Αλέκος, η Γιάννα, έρχονται φίλοι”.

Η ταβέρνα Σμύρνη βρίσκεται στους Πύργους Θερμής.

https://www.facebook.com/SadanDurkan/

Οι φωτογραφίες από τη “Σμύρνη” είναι του Σπύρου Παυλή