Search

Μυτιλήνη: To Altin Adasi ή αλλιώς το χρυσό νησί.

 

Μια συνοπτική ματιά στα τελευταία χρόνια της Οθωμανοκρατίας στη Λέσβο.

Γράφει ο Σαράντος Σταυρινός – ιστορικός

 

Mια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν του νησιού που οι Τούρκοι όχι τυχαία αποκαλούσαν Midilli adası Οsmanli Bahcesi, δηλαδή το νησί της Μυτιλήνης της Αυτοκρατορίας κήπος ή Gϋmüş Adası (ασημένιο νησί) ή Altın Adası (χρυσό νησί) παρουσιάζοντας αρχικά με πολύ συνοπτικό τρόπο την οικονομική και στην συνέχεια την κοινωνική και διοικητική κατάσταση που επικρατούσε στο νησί τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια πριν την απελευθέρωση και τη σταδιακή ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος παρουσιάζει ο ιστορικός Σαραντος Σταυρινος με αφορμή την ξεχωριστή επέτειο για την συμπλήρωση εκατό χρόνων από την απελευθέρωση της Μυτιλήνης στις 8 Νοεμβρίου του 1912 και την απελευθέρωση ολόκληρου του νησιού στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ύστερα από 450 περίπου χρόνια 0θωμανοκρατίας.

 

Οι γενικότερες ανακατατάξεις που συμβαίνουν στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα, ως απόρροια μια ευρύτερης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, συγκλονίζουν την ήδη παρακμασμένη και υπό διάλυση αυτοκρατορία. Σε μια τελευταία προσπάθεια να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της, καθώς βρίσκεται εξαρτημένη από την Ευρωπαϊκή βιομηχανία και το εμπόριο, αναγκάζεται να προχωρήσει σε διάφορες εσωτερικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες μεταξύ 1839 και 1876, γνωστές και ως Τανζιμάτ*, που επιτρέπουν στις μη μουσουλμάνους τής επικράτειάς της να αποκτήσουν ισότιμα δικαιώματα με τους μουσουλμάνους αλλά και οικονομική ισχύ, συμβάλλοντας έτσι στην ακμή πολλών ελληνικών κοινοτήτων μέσα από τις ευνοϊκότερες συνθήκες που δημιουργούνται, οι οποίες σε συνδυασμό με την κατάργηση των διαφόρων μονοπωλίων θα επηρεάσουν, στην περίπτωσή μας, θετικά την οικονομία του νησιού.

Πρόκειται για μια ιδιαίτερα πολύκροτη και σημαντική περίοδο τόσο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τμήμα της οποίας μέχρι το 1912 αποτελεί και το νησί της Λέσβου, αλλά και για την ίδια την ιστορία του νησιού, καθώς για πολλούς είναι η Χρυσή Εποχή της οικονομικής αλλά και πολιτιστικής του ανάπτυξης που συμπίπτει επίσης χρονικά με την εμφάνιση της τελευταίας φάσης του Ανατολικού Ζητήματος1*. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, ειδικότερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, θα οδηγήσουν στην δημιουργία μιας ανερχόμενης αστική τάξης ανάμεσα στους Έλληνες κατοίκους του νησιού οι οποίοι, μέσα από τα αξιώματα και τις θέσεις που κατέχουν και μονοπωλούν όπως του δημογέροντα, του προξένου ή του υποπρόξενου, γίνονται οι κύριοι εκφραστές της τοπικής οικονομίας, ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές και εμπορικές δομές στο νησί αποτελώντας παράλληλα τον καθοριστικό παράγοντα στις τοπικές εξελίξεις της κοινωνικής κι εμπορικής ζωής της πόλης. Είναι αυτοί που ουσιαστικά ελέγχουν τη βιομηχανία του λαδιού και των παράγωγών τους ενώ χειρίζονται αποκλειστικά το μεγαλύτερο τμήμα του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Οι νέες αυτές συνθήκες τούς παρέχουν την δυνατότητα να επεκτείνουν σταδιακά τις δραστηριότητές τους και σε άλλους οικονομικούς τομείς που ξεπερνάνε τα στενά όρια του νησιού όπως για παράδειγμα η ίδρυση από τον Πάνο Κουρτζή και τον Μιχαήλ Κούμπα της Τράπεζας Μυτιλήνης το 1881 και δύο χρόνια αργότερα της Ατμοπλοΐας Αιγαίου από τον πρώτο. Οι κινήσεις αυτές από δύο πρωτοπόρους του λεσβιακού καπιταλιστικού συστήματος έχουν ως αποτέλεσμα οι εμπορικοί δρόμοι της εποχής εντός κι εκτός Αυτοκρατορίας να οργώνονται κυριολεκτικά από το λεσβιακό εμπορικό δαιμόνιο*2.

Παράλληλα, η εμπορική ανάπτυξη του νότιου λιμανιού της Μυτιλήνης, που έχει γίνει πλέον ένα από τα πέντε μεγαλύτερα σε κίνηση λιμάνια της Αυτοκρατορίας, και η σχέση του με την απέναντι Μικρασιατική ακτή εδραιώνουν αυτή την οικονομική άνθηση, η οποία αποτυπώνεται στα κτίρια που εξακολουθούν να κοσμούν και σήμερα αρκετά σημεία της πόλης της Μυτιλήνης, απτά δείγματα της οικονομικής δύναμης και του πλούτου που είχε αποκτήσει η ανερχόμενη νεοαστική τάξη ως αποτέλεσμα των παραπάνω μεταρρυθμίσεων3*. Η κατασκευή του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου με το γοτθικού τύπου καμπαναριό γύρω στα 1887, του Χριστιανικού Γυμνασίου(κεντρικά Λύκεια) στην δεκαετία του 1890 και δίπλα του ο ναός του Αγίου Θεράποντα απεικονίζουν τόσο σε οικονομικό όσο και συμβολικό επίπεδο την ευημερία αλλά και την δύναμη που είχε αποκτήσει σταδιακά το χριστιανικό στοιχείο της πόλης την συγκεκριμένη περίοδο.

 

Οι αλλαγές αυτές επιβεβαιώνουν επίσης την κυριαρχία του χριστιανικού στοιχείου, που αποτελεί και την πλειοψηφία σε όλους σχεδόν τους τομείς τής τοπικής κοινωνίας, έναντι του μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο ‘πλήρωσε’ το τίμημα των μεταρρυθμίσεων, καθώς οι περισσότεροι μουσουλμάνοι που ήταν εγκατεστημένοι στο πιο άγονο κομμάτι του νησιού μεταξύ Άγρας, Ερεσού, Σιγρίου και Μολύβου, κι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις της εποχής τους*4. Παράλληλα η θρησκεία-ιδεολογία του Ισλάμ θα σταθεί εμπόδιο στην καπιταλιστική νοοτροπία που απαιτούσαν οι καιροί με αποτέλεσμα οι ντόπιοι μουσουλμάνοι να περιορισθούν μέχρι το 1912 μόνο στην άσκηση της διοικητικής εξουσίας. Οι έντονοι αυτοί μετασχηματισμοί δεν αφήνουν ωστόσο ανεπηρέαστα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα των χριστιανών όπως είναι οι αγρότες και οι μεροκαματιάρηδες, οι οποίοι σε ετήσια βάση, μετά την ολοκλήρωση της ελαιοσυλλογής, μεταναστεύουν στα χωριά των απέναντι μικρασιατικών παραλίων, άνεργοι στην ουσία, για καθαρά βιοποριστικούς λόγους. Δυστυχώς, μας είναι άγνωστες σε μεγάλο βαθμό οι σχέσεις του μουσουλμανικού με το ντόπιο χριστιανικό στοιχείο. Ωστόσο, όπως προκύπτει από μαρτυρίες ηλικιωμένων Ελλήνων και Τούρκων σήμερα, οι σχέσεις ειδικότερα ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, φαίνεται να ήταν ικανοποιητικές, ότι υπήρχε ανοχή κι αλληλοκατανόηση αλλά και συνεργασία για την κοινή αντιμετώπιση προβλημάτων που τους απασχολούσαν5*.

Μυτιλήνη Φανάρι16

 

Οι νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται κατά το δεύτερο μισό του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα με τα διάφορα εθνικιστικά κινήματα που ξεσπούν μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τις αλυτρωτικές προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων και από την άλλη η εθνική έξαψη της Νεότουρκων ύστερα μάλιστα από την διάψευση των ελπίδων που καλλιέργησαν αρχικά με την δημιουργία Συνταγματικού Πολιτεύματος καθώς και οι συνεχείς απώλειες εδαφών των Οθωμανών στα πεδία των μαχών, απειλούν σοβαρά την δημόσια ασφάλεια του νησιού όταν δε αυτές υποδαυλίζονται με διάφορους τρόπους από τις Οθωμανικές αρχές. Οι ενέργειες αυτές, επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό τους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους κατοίκους του νησιού με αποτέλεσμα να ψυχραίνονται κατά διαστήματα οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο εθνότητες και να δημιουργείται ένα κλίμα φόβου ανάμεσα στους χριστιανούς.

Yeni Cami bw216

  • *Τα Τανζιμάτ δεν αποτέλεσαν ριζικές μεταρρυθμίσεις της Οθωμανικής κοινωνίας αλλά απλές αναδιαρθρώσεις. Wheatcroft, Α., 1994, σελ. 234. Η λέξη Τανζιμάτ είναι πληθυντικός της Αραβικής λέξης τενζίμ ή τανζίμ (από την λέξη νιζάμ, που σημαίνει ο κανόνας η τάξη) και σημαίνει βελτίωση, αναδιοργάνωση σύμφωνα με το νόμο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σύνολο μεταρρυθμιστικών προσπαθειών που στηρίχθηκαν στο διάταγμα του αυτοκρατορικού Hatt-i Serif του Gülhane που εκδόθηκε την 3η Νοεμβρίου 1839 (26 Σαμάν 1255 Ε) από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ, το οποίο διακήρυττε την βούληση του Σουλτάνου να μετατρέψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ευρωπαϊκό κράτος.
  • *1Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος ξεκινά στις αρχές του 19ου αιώνα και χαρακτηρίζεται από την αναμέτρηση τριών παραγόντων: των Οθωμανών, των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής και των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Οι Οθωμανοί βρίσκονται συνεχώς σε άμυνα μέχρι και το 1912 περίπου με μεγάλες εδαφικές απώλειες στην βαλκανική χερσόνησο αλλά και στις κτήσεις τους στην Βόρειο Αφρική. Οι Δυνάμεις της Δύσης, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, επιχειρούν να κηδεμονεύσουν άλλοτε τα ανεξάρτητα κράτη των Βαλκανίων, άλλοτε τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας κι άλλοτε την ίδια την οθωμανική κυβέρνηση. Οι αντιπαραθέσεις αυτές αλλά κι οι ανταγωνισμοί των λαών της περιοχής που αγωνίζονται κατά των Οθωμανών για να επιτύχουν την εθνική τους αποκατάσταση διεκδικώντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο από τα εδάφη της καταρρέουσας αυτοκρατορίας, οδηγούν σε ακρωτηριασμό της αυτοκρατορίας, στην ανάδυση νέων εθνικών κρατών αλλά και στην δημιουργία νέων εστιών κρίσης.Ψωμιάδης Χ., 2004, σελ.11-12
  • *2 Αναγνώστου Σ., Λεσβιακό Ημερολόγιο 2003, σελ. 100
  • *3 Σιφναίου Ε., 1996, σελ. 22,
  • *4 Καράβας Σ., Επίμετρο στην Συνοπτική ιστορία της Λέσβου και Τοπογραφία αυτής του Σ. Τάξη, 1996. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι του νησιού, πλην εξαιρέσεων, είναι οικονομικά υποδουλωμένοι στους Χριστιανούς καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ιδιοκτησίας της γης έχει πλέον περάσει στα χέρια των Χριστιανών.
    Οπ. π., σελ. xxiii
  • *5  Τα παραπάνω προκύπτουν από μαρτυρίες γερόντων της λεσβιακής υπαίθρου, οι οποίοι θυμούνταν και μνημόνευαν συχνά τις φιλικές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Γέροντας από τα Παράκοιλα μου είχε πει ότι όταν οι μουσουλμάνοι γιόρταζαν το Seker Bayram, (εορτή που σηματοδοτεί το τέλος της νηστείας του ραμαζανιού) συνήθιζαν να πηγαίνουν γλυκά (κυρίως μπακλαβά) στα σπίτια των χριστιανών γειτόνων τους, ενώ οι χριστιανοί την Κυριακή του Πάσχα συνήθιζαν να πηγαίνουν στα σπίτια των μουσουλμάνων γειτόνων τους γεμιστή πλάτη από κατσίκι. Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της συμβίωσης αλλά και σύνθεσης συμπεριφορών, ηθών και συμπεριφορών ανάμεσα τις δύο κοινότητες είναι η περίπτωση ενός πλατάνου, γνωστός ως «τ’ Ατσγκάνου ο Πλάτανος» που υπάρχει ακόμη στο χωριό, κάτω από τον οποίο οι μεν μουσουλμάνοι πραγματοποιούσαν το sϋnnet (περιτομή) βάζοντας μέλι στο στόμα των παιδιών για να μην κλαίνε, οι δε χριστιανοί κάτω από τον ίδιο πλάτανο έσφαζαν τον ταύρο (Kurban) κάθε παραμονή των Ταξιαρχών. Επίσης, την ημέρα των Θεοφανείων, ο Χριστιανός ιερέας ευλογούσε και τουρκικά ψαροκάικα! Αξίζει ακόμη να αναφερθεί η δωρεά της τουρκικής κοινότητας Άγρας προς την αντίστοιχη ελληνική στις 18/9/1923, λίγο πριν αναχωρήσει για τα απέναντι παράλια, η οποία περιελάμβανε ένα θυμιατό, δύο κηροπήγια ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι και ένα ελβετικό ρολόι τοίχου εκκρεμές, με αραβικούς χαρακτήρες. Σήμερα σώζεται μόνο το ρολόι και βρίσκεται στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου Άγρας Τέλος, η μέρα της αναχώρησης των μουσουλμάνων από το νησί όπως έχει καταγραφεί στο περιοδικό «The National Geographic», το Νοέμβριο του 1925 από τον Melville Chater, προκαλεί εντύπωση στον αρθρογράφο αλλά και σε όσους είχαν επωμισθεί αυτή τη μετακίνηση καθώς η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα απόλυτης αρμονίας φιλίας και εγκαρδιότητας. «Οι οικογένειες των μουσουλμάνων μαζί με τα νοικοκυριά και τα κοπάδια τους ταξίδεψαν προς τα διάφορα λιμάνια της Μυτιλήνης όπου τους περίμεναν μικρά τουρκικά ατμόπλοια. Όσοι πίστευαν στην παραδοσιακή ελληνοφοβία ή τουρκοφοβία θα εκπλήσσονταν βλέποντας τους Έλληνες της Μυτιλήνης να δίνουν αποχαιρετιστήρια γεύματα προς τιμή των αναχωρούντων γειτόνων τους και να τους συνοδεύουν λίγο αργότερα στην προκυμαία, όπου χριστιανοί και μουσουλμάνοι που μια ζωή όργωναν πλάι πλάι ή κάπου κάπου έπαιζαν τάβλι στα καφενεία του χωριού τώρα φιλιόνταν και αποχαιρετίζονταν με δάκρυα στα μάτια. Ύστερα, αφού κάθονταν για λίγο πάνω στις στοιβαγμένες αποσκευές, με τα κοπάδια των ζώων τριγύρω, τις γυναίκες να κλαίνε, τα παιδιά να κοιτάζουν απορημένα, οι μουσουλμάνοι της Μυτιλήνης αναχωρούσαν για   την άγνωστη Τουρκία.»

 

 

 

                                                                                   (Β΄μέρος)

Η Λέσβος στα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1912, αποτελούσε σαντζάκι(sancak) δηλαδή νομό Βιλαετίου (vilayet)) της περιφέρειας του Αρχιπελάγους (Cezâyir-i Bahr-i Sefîd Vilâyeti).⃰1 Αποτελείτο από συνολικά 89, πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά και διαιρείται σε 3 κι ενίοτε 4 επαρχίες-καζάδες(kaza), της Μυτιλήνης ή Κάστρου, της Καλλονής/Σιγρίου, του Πλωμαρίου και του Μολύβου. Οι καζάδες χωρίζονταν σε 10 δήμους(nahiye), Μυτιλήνης, Γέρας, Αγιάσου, Πλωμαρίου, Βασιλικών, Καλλονής, Μανταμάδου, Μολύβου, Σιγρίου και Μοσχονησίων. Ο Γενικός Διοικητής του νησιού ο Μουτεσαρίφης (Mutasarrıf) είχε την έδρα του στην Μυτιλήνη ενώ στην έδρα των άλλων καζάδων υπήρχε Υποδιοικητής(Kaymakam).⃰2
Σύμφωνα με την επετηρίδα της Λευκής Θάλασσας (Salname-i Bahr-i Sefid) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 1304Ε (1887), ο συνολικός πληθυσμός του νησιού ανερχόταν σε 94.448 από τους οποίους 13.697, δηλαδή το 14,5% ήταν Μουσουλμάνοι.⃰3 Μερικά χρόνια αργότερα, το 1911 συγκεκριμένα και με βάση στατιστικό πίνακα που είχε συνταχθεί από την οικονομική υπηρεσία της τουρκικής διοίκησης, ο πληθυσμός του νησιού ανερχόταν σε 138.538 κατοίκους εκ των οποίων οι 18.000 περίπου ήταν μουσουλμάνοι.⃰4 Στο νησί επίσης ζούσαν 80 περίπου οικογένειες καθολικών ενώ μέσα στην πόλη της Μυτιλήνης ζούσαν μερικές οικογένειες Αρμενίων και Εβραίων.
Με βάση τις απογραφές που γίνονται από το 1885 έως και τις παραμονές της απελευθέρωσης, η πόλη της Μυτιλήνης είχε περίπου 17000 χριστιανούς και περίπου 2500 μουσουλμάνους. Στην επαρχία (καζά) Μυτιλήνης υπήρχαν 51 εκκλησίες, 33 τεμένη, 4 μετρεσέδες, 7 τεκέδες 1 μεστζίτ (μικρό τέμενος), 17 χαμάμ 5 ιαματικά λουτρά, 1 βιβλιοθήκη, 10 τελωνεία, 1 φρούριο, 1 τηλεγραφείο, 205 κρήνες, 67 ελαιοτριβεία, 19 σαπωνοποιεία, 7 βυρσοδεψία, 45 σιτόμυλοι. Υπήρχαν επίσης, 40 σχολεία χριστιανικά εκ των οποίων τα 11 θηλέων και 16 σχολεία μουσουλμανικά εκ τω οποίων τα 3 θηλέων.

Η υποδιοίκηση Μολύβου είχε περίπου 10000 οικίες(χανέδες) και πληθυσμό 13500 χριστιανούς και 3700 περίπου μουσουλμάνους. Στον καζά Μολύβου υπήρχαν 47 εκκλησίες, 3 μονές, 20 τεμένη, 2 τεκέδες, 16 χαμάμ, 1 ιαματική πηγή, 1 βιβλιοθήκη, 8 τελωνεία, 2 φρούρια, 137 κρήνες, 73 ελαιοτριβεία, 2 σαπωνοποιεία, 3 βυρσοδεψία, και 120 σιτόμυλοι. Υπήρχαν επίσης, 38 σχολεία χριστιανικά εκ των οποίων τα 8 θηλέων και 18 σχολεία μουσουλμανικά εκ τω οποίων τα 4 θηλέων.
Η υποδιοίκηση Πλωμαρίου είχε περίπου 4700 χανέδες και πληθυσμό 9000 περίπου χριστιανούς και 315 μουσουλμάνους. Στον καζά Πλωμαρίου υπήρχαν 21 εκκλησίες, 1 μονή, 5 τεμένη, 2 χαμάμ, 2 ιαματικές πηγές, 1 βιβλιοθήκη, 1 τελωνείο,, 37 κρήνες, 39 ελαιοτριβεία, 15 σαπωνοποιεία, και 3 βυρσοδεψία. Υπήρχαν επίσης, 7 σχολεία χριστιανικά, εκ των οποίων τα 2 ήταν θηλέων και 5 σχολεία αρρένων μουσουλμανικά. ⃰5 .
Εκκλησιαστικά, το νησί διαιρείτο σε 2 επαρχίες της Μυτιλήνης και της Μήθυμνας. Ο μεν Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης με έδρα την Μητρόπολη Μυτιλήνης είχε στην δικαιοδοσία του 52 χωριά και την Τένεδο, ο δε Αρχιεπίσκοπος Μηθύμνης είχε στην δικαιοδοσία του 31 χωριά με έδρα της Μητρόπολής του την Αχυρώνα(Καλλονή). Οι Αρχιεπίσκοποι διορίζονταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα πάντα με την επετηρίδα της Λευκής θάλασσας ( Salname-i Bahr-i Sefid) το 1304Ε (1887) στους τρεις καζάδες του νησιού υπήρχαν 193 χριστιανικές εκκλησίες και μοναστήρια, 61 τζαμιά, 38 Χαμάμ, 7 τεκέδες, 4 Μεντρεσέδες (Ιεροδιδασκαλεία). Στη Μυτιλήνη υπήρχαν 10 τζαμιά, εκ των οποίων σήμερα σώζονται τα 4 καθώς και 5 τεκέδες. Το κάθε τζαμί είχε τον ιμάμη του, αρχηγός των οποίων ήταν ο Μουφτής. Υπήρχαν 2 Μουφτείες, η μία με έδρα την πόλη της Μυτιλήνης κι η άλλη με έδρα την κωμόπολη του Μολύβου. Ανώτατη αρχή των παραπάνω ήταν ο Σεϊχουλισλάμης (Seyhullislam) της Κωνσταντινούπολης.⃰6

Οι ανάγκες της παιδείας της Χριστιανικής Κοινότητας καλύπτονταν σε όλο το νησί από 105 δημοτικά σχολεία εκ των οποίων τα 41 ήταν θηλέων. Στην πόλη δε της Μυτιλήνης λειτουργούσε εξατάξιο Γυμνάσιο, εξατάξια Αστική Σχολή και εννιατάξιο Παρθεναγωγείο ενώ στο Πλωμάρι και στην Αγιάσο λειτουργούσαν 2 ημιγυμνάσια αρρένων.⃰7 Η Μουσουλμανική Κοινότητα από την άλλη πλευρά, διέθετε σε όλο το νησί 50 δημοτικά σχολεία (Ibtidiye) εκ των οποίων τα 10 ήταν θηλέων, ένα ανώτατο Αυτοκρατορικό Γυμνάσιο (Idadiye), 5 σχολαρχεία(Rüsdiye), στην Μυτιλήνη, Σκόπελο, Σκαλοχώρι, Μόλυβο και Σίγρι και 4 θρησκευτικά Σχολεία (Μedresse) στην Μυτιλήνη, Μόλυβο, Σκαλοχώρι και Πέραμα Γέρας.⃰8 Τέλος, υπήρχαν 2 γαλλικές σχολές, μία αρρένων και μία θηλέων, οι οποίες εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των 2 κοινοτήτων, της χριστιανικής και της μουσουλμανικής.
Η πόλη της Μυτιλήνης διέθετε 2 λιμάνια το Βόρειο και το Νότιο. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου, είχαν ως αποτέλεσμα να αξιοποιηθεί περισσότερο το νότιο λιμάνι της πόλης, το οποίο δεν ήταν απλά το μεγαλύτερο και κυριότερο λιμάνι του νησιού αλλά και της απέναντι ηπειρωτικής ακτής, αποκτώντας για το λόγο αυτό καινούριες λιμενικές εγκαταστάσεις, με επεκτάσεις πάνω στη θάλασσα, ευρύχωρες αποβάθρες με νέα τελωνεία, και λιμεναρχείο. Οι κατασκευές αυτές ήταν επιβεβλημένες από την ένταξη των παραθαλάσσιων πόλεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους διεθνείς μηχανισμούς του διαμετακομιστικού εμπορίου και των συναλλαγών. Επρόκειτο για νεωτερισμούς που άλλαξαν άρδην τον πολεοδομικό χαρακτήρα της παραδοσιακής πόλης, όπως την ξέρουμε μέχρι τότε, εισάγοντας παράλληλα μια πιο ορθολογική οργάνωση του χώρου τόσο σε αρχιτεκτονικό όσο και σε αισθητικό επίπεδο κάτι που αποτυπώθηκε έντονα στα κτίρια που δεσπόζουν ακόμη και σήμερα στο μεγαλύτερο κομμάτι της προκυμαίας της Μυτιλήνης. Το τμήμα αυτό της πόλης ουσιαστικά αποτέλεσε και το νέο εμπορικό κέντρο της καθώς εδώ έδρευαν οι 3 από τις 4 τράπεζες που υπήρχαν την εποχή εκείνη στην Μυτιλήνη. Πρόκειται για τις τράπεζες Μυτιλήνης, Ανατολής και Οθωμανική ενώ η Αγροτική τράπεζα (Ziraat Bankasi) βρισκόταν στο Κιόσκι. Εδώ είχαν τα πρακτορεία τους οι μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της εποχής αλλά και οι μεγάλες ακτοπλοϊκές εταιρείες μεταξύ των οποίων η αυστριακή Lloyd και η Ατμοπλοΐα Αιγαίου του Π. Κουρτζή καθώς και οι διάφορες προξενικές αρχές της Ελλάδας, Αγγλίας, Γερμανίας, Γαλλίας, Αυστροουγγαρίας, Ιταλίας, Ρωσίας κ.α.

Η πόλη φωταγωγείται στο σύνολό της ενώ μετά την πυρκαγιά του 1851 αλλά και τον καταστροφικό σεισμό του 1867 το μεγαλύτερο κομμάτι της ανασχεδιάστηκε και ξαναχτίστηκε σχεδόν από την αρχή σύμφωνα με τις νέες πολεοδομικές αρχές οργάνωσης του χώρου εκείνης της εποχής, οι δρόμοι της αγοράς ήταν πλακόστρωτοι και σε καλή κατάσταση οι δε οικίες καθώς και τα περισσότερα δημόσια κτίρια, εκκλησίες και τζαμιά χτίζονται με πέτρες.
Στο εσωτερικό του νησιού οι συγκοινωνίες εξυπηρετούνταν με ένα πολύ καλό και πυκνό για την εποχή του οδικό δίκτυο 500 περίπου χιλιομέτρων χάρις το οποίο όλα σχεδόν τα χωριά του νησιού είχαν ενωθεί με την πρωτεύουσα αλλά και μεταξύ τους. Η κατασκευή δρόμων με τον ειδικό φόρο οδοποιίας (yol vergisi) αλλά και την υλική συνδρομή των κατοίκων της Λέσβου, μαζί με τον καθαρισμό του νότιου λιμανιού και την ανακατασκευή των δεξαμενών του κάστρου, ήταν κάποιες από τις θετικές παρεμβάσεις που ξεκίνησαν να γίνονται όταν Μουτεσαρίφης-Έπαρχος (Mutasarrıf) του νησιού ήταν ο Ναμίκ Κεμάλ Μπέης και συνεχίστηκαν χάρις τις πρωτοβουλίες του επόμενου Μουτεσαρίφη Μεχμέτ Φαχρή Μπέη και του ζήλου του αρχιμηχανικού της οδοποιίας της Νομαρχίας Αρχιπελάγους, Ιακώβου (Τζέιμς) Αριστάρχου Μπέη⃰.9 Ωστόσο, η συγκοινωνία εξακολουθούσε να είναι ευκολότερη από την θάλασσα, ελλείψει μεταφορικών μέσων, γι αυτό εκτός της Μυτιλήνης υπήρχαν κι άλλα λιμάνια όπως του Περάματος, του Πλωμαρίου, της Πέτρας και του Μολύβου με τακτικές προσεγγίσεις βαποριών.⃰10

Rue de la Cathedrale16
Οι πέντε εκκλησίες (Μητρόπολη, Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Γεώργιος, Άγιοι Απόστολοι και Άγιος Συμεών) στο ιστορικό κέντρο της πόλης οριοθετούσαν την έκταση των χριστιανικών συνοικιών που είναι κτισμένες γύρω από αυτές τις εκκλησίες κατά τον 18ο έως και τα μέσα του 19ου αιώνα.⃰11 Οι δύο κοινότητες(?) με την ξεχωριστή υπόσταση και τις χωριστές γειτονιές ενώνονταν με μια κεντρική οδική αρτηρία, την σημερινή οδού Ερμού, η οποία εκτείνεται κατά μήκος του παλιού πορθμού που επιχωματώθηκε, ενώ η περιοχή λίγο βορειότερα από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, σηματοδοτούσε τα «σύνορα» με τον μουσουλμανικό τομέα της πόλης.⃰12 Εδώ, τελείωνε η Ρωμαίικη Αγορά ή Κάτω Τσαρσί και ξεκινούσε η Τουρκική Αγορά ή Πάνω Τσαρσί που έφθανε ως την σημερινή πλατεία της Επάνω Σκάλας, εκεί όπου βρίσκονταν τα τουρκικά νεκροταφεία. Εδώ κατοικούσε καθ’ όλη την διάρκεια της παρουσίας του το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης, ενώ στα ψηλότερα σημεία του υπήρχαν τα κονάκια των εύπορων Τούρκων της πόλης. Στην καρδιά της μουσουλμανικής Αγοράς δέσποζε το μεγάλο τζαμί της πόλης, το Γενί Τζαμί, στον περίβολο του οποίου στεγαζόταν η έδρα του Ιμάμη, ακριβώς δίπλα υπήρχε ο Μεντρεσές του Χατζή Μεχμέτ Αγά και απέναντι το Αζιζιέ ή Τσαρσί Χαμάμ, κτίρια χαρακτηριστικά της Οθωμανικής αρχιτεκτονικής που αποτελούσαν ταυτόχρονα σημεία έκφρασης του δημόσιου χώρου της Οθωμανικής πόλης, καθώς εκεί διασταυρώνονταν η κοινωνική ζωή (Αγορά, Χαμάμ), η θρησκευτική λατρεία (Τζαμί, Χότζας), η κοσμική εκπαίδευση (Σχολαρχείο-Μεντρεσές) και η θεοκρατική εξουσία (ιεροδικαστήριο, Καδής).⃰13
Αυτή ήταν σε πολύ γενικές γραμμές η οικονομική, διοικητική και κοινωνική κατάσταση του νησιού λίγο πριν ξημερώσει η 8η Νοεμβρίου του 1912. Στις 12:30 το μεσημέρι εκείνης της Πέμπτης, η κατάληψη της Μυτιλήνης από τον ελληνικό στρατό έθετε τέρμα στην Οθωμανική κυριαρχία. Ένα μήνα αργότερα στις 8 Δεκεμβρίου, με την υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης του τουρκικού στρατού στον Κλαπάδο, έκλεισε ένας κύκλος 450 χρόνων από την παράδοση του νησιού το 1462 από τον Γενοβέζο Άρχοντα Ν. Γατελούζο στον Οθωμανό Σουλτάνο Μωάμεθ τον Πορθητή.

 

1. Η ίδρυση του Βιλαετίου των νησιών της Λευκής θάλασσας ή του Αρχιπελάγους συνδέεται με την αναδιοργάνωση που επιχειρείται στις περιφέρειες της Αυτοκρατορίας και ξεκίνησε με τον νόμο περί Βιλαετίων του 1864. Διοικητικό κέντρο του εν λόγω Βιλαετίου με έδρα Βαλή(νομάρχη) ήταν αρχικά η Μυτιλήνη. Το 1867 η έδρα μεταφέρθηκε στα Δαρδανέλια, αργότερα στη Ρόδο και από τον Σεπτέμβριο του 1912, μετά την κατοχή της Ρόδου και των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς, μεταφέρθηκε εκ νέου στη Μυτιλήνη. Τελευταίος Βαλής της Νομαρχίας ήταν ο Αλί Εκρέμ Μπολαγίρ Μπέης γιος του άλλοτε Μουτεσαρίφη Μυτιλήνης Ναμίκ Κεμάλ Μπέη.

2. Στα πλαίσια των Τανζιμάτ, οι παλιοί «ναζίρηδες», που νοικιάζοντας την επικαρπία των δημοσίων προσόδων κι έχοντας στα χέρια τους το μονοπώλιο του εξαγωγικού εμπορίου, διοικούσαν το νησί, είχαν αντικατασταθεί πλέον από υπαλλήλους διοικητές τους «μουτεσαρίφηδες». Κοντής, 1973, σελ.220

3. Μ. Kiel στο National Aegean Islands Symposium, Ιούλιος 2004, Τσανάκαλε, σελ 59-60.

4. Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου, διάφοραι μελέται περί των νήσων. Α’ Λέσβος, 1913.

5. Ημερολόγιο της Νομαρχίας Αρχιπελάγους 1301,Ε 1884-5

6. Αρχοντόπουλος Γ., 1894, σελ. 21-22

7. Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου, διάφοραι μελέται περί των νήσων. Α’ Λέσβος, 1913.

8. Τάξη Ο., 1909, Σαμάρα Π, 1948 και Υπηρεσία Ανταλλαξίμων Ν. Λέσβου.

9. Ο Ναμίκ Κεμάλ, ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους των Τανζιμάτ, ήρθε αρχικά ως εξόριστος του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ του 2ου στην Μυτιλήνη το 1878 και στην συνέχεια διετέλεσε Μουτεσαρίφης του νησιού από το 1880-1884. Ξεκίνησε τα σχέδια να ενωθούν με αξιόλογο οδικό δίκτυο τα τρία μεγάλα κάστρα του νησιού ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εκπαίδευση και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των μουσουλμάνων κατοίκων του νησιού. Πάνω από όλα προσπάθησε να πάρει πρωτοβουλίες για την οικονομική ανάπτυξη της Μυτιλήνης και να βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η ελαιοκομιδή. Zeki Arikan, Namik Kemal, Gouverneur de l’ ile de Metelin, 2007, σελ. 333, 338-9

10. Καμπούρη Ζ. Π., 1962, σελ. 105.

11. Παρασκευαϊδης Π., 1991, σελ. 20

12. Κοντής, 1973, σελ. 219-220

13. Σωτηρίου Ι., 1999, σελ. 18 Τα κτίρια αυτά δεν αποκλείεται να αποτελούσαν τμήμα ενός μεγάλου θρησκευτικού-φιλανθρωπικού συγκροτήματος, «Κϋlliye», το οποίο πέρα από το κεντρικό τέμενος, περιλάμβανε επίσης χαμάμ, πτωχοκομείο, νοσοκομείο, ιεροδιδασκαλείο, βιβλιοθήκη και νεκροταφείο.