Search

93 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

Σμύρνη, μαργαριτάρι της Ανατολής

Μαρτυρία – ντοκουμέντο της Νάνσυ Χόρτον, κόρη του Αμερικανού Προξένου στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής

του Θωμά Σίδερη*

Τη Νάνσυ Χόρτον τη συνάντησα στο σπίτι της στη Βούλα, δύο μήνες πριν συμπληρώσει τα εκατοστά γενέθλιά της. Με κοιτάζει και μου χαμογελά με ένα χαμόγελο άδολο, παιδικό. Της αρέσει πολύ να συζητάμε για ποίηση. Σκύβει, παίρνει ένα βιβλίο από το τραπεζάκι που βρίσκεται μπροστά της και μου το δίνει. Είναι μια συλλογή ποιημάτων της.

 

Ο πατέρας της, Τζορτζ Χόρτον, έρχεται στην Αθήνα για πρώτη φορά το 1893 ως διπλωμάτης εκ προσωπικοτήτων. Με την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αναλαμβάνει την εκπροσώπηση των συμφερόντων της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ρωσίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας. Αναπτύσσει πλούσια διπλωματική και φιλανθρωπική δράση. Με τη διακοπή των αμερικανοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων το 1917, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Λίγες εβδομάδες μετά ξεσπά στο λιμάνι η μεγάλη πυρκαγιά που κατέκαψε την πόλη για τριάντα-δύο ώρες και άφησε πίσω της περισσότερους από εβδομήντα χιλιάδες άστεγους και περίπου δέκα χιλιάδες κατεστραμμένα σπίτια. Ο Χόρτον φροντίζει να αναληφθεί μέριμνα για την ανακούφιση των πληθυσμών της Μακεδονίας από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, ενώ, παράλληλα, παρακολουθεί τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου. Τον Μάιο του 1919 και ενώ τα ελληνικά στρατεύματα έχουν ήδη αποβιβαστεί στη Σμύρνη, ο Χόρτον επιστρέφει στη θέση του Γενικού Προξένου των Ηνωμένων Πολιτειών και παρακολουθεί την ελληνική μικρασιατική περιπέτεια βήμα προς βήμα.

 

Η ζωή στη Σμύρνη, όχι πολύ πριν την Καταστροφή, κυλά στους κανονικούς ρυθμούς της. Όπως αποδεικνύεται και από τις ιστορικές πηγές, οι κάτοικοι της πόλης δεν έχουν αντιληφθεί το αδιέξοδο των ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το Μικρασιατικό Μέτωπο μοιάζει με χάρτινο πύργο σε ένα τοπίο άνυδρο και εντελώς ξένο. Όχι ότι δε γίνονται νύξεις και αναφορές στις εφημερίδες της εποχής ή στις προσωπικές συζητήσεις ^ ο προβληματισμός για το σχεδιασμό της εκστρατείας ήταν έντονος και τα σύννεφα του φόβου έχουν αρχίσει και πυκνώνουν.

 

«Μου διάβαζε Πλάτωνα και Θεόκριτο. Και για τη Σαπφώ, ω ναι, για τη Σαπφώ είχε μεγάλη λατρεία.

 

»Για μένα ήταν ένας πατέρας, που ήταν πολύ ευχάριστος, είχε πολύ χιούμορ. Όποτε είχε την ευκαιρία να κάνει ένα αστείο το έκανε, πολύ χιούμορ και πολύ ουμανιστής. Πάρα πολλοί άνθρωποι μου είπανε πως τους έσωσε τη ζωή τους στη Σμύρνη.

 

»Ήτανε Γενικός Πρόξενος εκεί. Όταν οι Τούρκοι χάλασαν τις σχέσεις τους με την Αμερική, εκείνος αναγκαστικώς έπρεπε, εφόσον η Αμερική ήταν ακόμα ελεύθερη, να πάρει τα συμφέροντα από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις: Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία… Έπρεπε εκείνος να πάρει την ευθύνη.

 

»Η Σμύρνη ήταν μια πολύ ζωντανή πόλη. Διεθνής. Μιλούσαν όλες τις γλώσσες. Είχε πολλά σχολεία. Εγώ πήγα στη Γαλλική Σχολή, στις Καλογριές. Είχε πολλές Ελληνίδες που πηγαίνανε σε αυτό το σχολείο. Θεωρούνταν πρώτης τάξεως δασκάλες.

 

»Εγώ όταν έγινε η Καταστροφή δεν ήμουνα στη Σμύρνη. Στις αρχές του καλοκαιριού με πήρε ο θείος μου και πήγαμε στην Ελλάδα, στα βουνά. Στα Καλάβρυτα, συγκεκριμένα. Έμενα εκεί με τις θείες μου.

 

»Εμένα ο πατέρας μου δε μου είπε τίποτα τότε. Σε ένα δεκάχρονο παιδί δε μιλάς για σφαγές…

 

»Ερχόταν ο τουρκικός στρατός από την Ανατολή και έσπρωχνε συνεχώς τους ανθρώπους προς την παραλία. Υπήρχε πανικός ανάμεσα στον κόσμο. όλοι θέλανε να φύγουνε, μα βέβαια δεν υπήρχαν αρκετά πλοία. Κι από αυτά που υπήρχαν, πολύ λίγα πήραν κόσμο. Αυτό πρέπει να το πω στα αγγλικά… When he saw all the big mother-ships and people swimming in the harbour and only one taking people, he said “I had a feeling of great shame that I belong to human race”… Αισθάνθηκα μεγάλη ντροπή πως ανήκω στο ανθρώπινο γένος.

 

»Όλα γίνανε για τα πετρέλαια…

 

»Ο πατέρας μου έπρεπε να φροντίσει για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Έπρεπε να φροντίσει τους υπηκόους για τους οποίους ήταν υπεύθυνος: να δει αν είχαν αρκετά τρόφιμα να φάνε ή χρήματα για να ζήσουνε. Του έστελνε χρήματα η αμερικανική κυβέρνηση και τα μοίραζε… Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους και βοηθούσε τους φτωχούς. Κάποιος που είχε ένα δωμάτιο κοντά στο προξενείο έλεγε πως κάθε μέρα μπαίνανε άνθρωποι και λέγανε “Ο Χόρτον έσωσε τη ζωή μας”. Τους έδινε

γράμματα που ανέφεραν ότι εργάζονται για το προξενείο. Και έβαζε τη σφραγίδα του προξενείου από κάτω… Έτσι, δεν μπορούσε να τους πειράξει κανένας. Ήταν φιλάνθρωπος με όλους, βοήθαγε και πολλούς Τούρκους που είχαν ανάγκη. Πολλοί Τούρκοι είπανε πως το μόνο μέρος που είχαν ασφάλεια, όταν ήταν ο ελληνικός στρατός, ήταν το αμερικάνικο προξενείο».

 

Στο σημείο αυτό ρωτάω τη Νάνσυ Χόρτον αν ξέρει κάτι περισσότερο για το περιστατικό εκείνο όπου ένα ζευγάρι Αρμενίων είχε πέσει στη θάλασσα για να σωθεί μαζί με το παιδί τους. Το συμβάν το αναφέρει στο βιβλίο του ο Τζωρτζ Χόρτον αλλά η Νάνσυ δεν το θυμάται καθόλου.

 

«Ένας σημαίνων Ολλανδός υπήκοος μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό το οποίο είδε ο ίδιος απ’ το κατάστρωμα της μικρής ιδιωτικής θαλαμηγού του» σημειώνει ο Χόρτον στο βιβλίο του «Κατάρα της Ασίας». «Επάνω προς το Κορδελιό (προάστιο της Σμύρνης) είδα ένα ζευγάρι να προχωρεί με δυσκολία μέσα στη θάλασσα. Ήταν ένα αξιοπρεπές και χαριτωμένο ζευγάρι και ο άνδρας είχε στην αγκαλιά του ένα μικρό παιδάκι. Ενώ προχωρούσαν τσαλαβουτώντας όλο και βαθύτερα μέσα στο νερό, ωσότου αυτό έφτανε μέχρι τους ώμους τους, ξαφνικά διαπίστωσα ότι θα πνιγόντουσαν. Γι’ αυτό πήγα βιαστικά κοντά τους με μια βάρκα και αφού τους υποσχέθηκα ότι θα έκαμνα ό,τι μπορούσα για να τους σώσω, κατόρθωσα να τους βγάλω στην παραλία. Μου εξήγησαν ότι ήταν Αρμένιοι και επειδή ήξεραν πώς ο άνδρας θα σκοτωνόταν σίγουρα και η γυναίκα πού ήταν όμορφη και νέα η θα βιαζόταν ή θα μεταφερόταν σε χαρέμι και το παιδί τους θα αφηνόταν να πεθάνει, είχαν αποφασίσει να πνίγουν όλοι μαζί. Τους πήγα σε διάφορα μέρη και προσπάθησα να τους βάλω μέσα, χωρίς να κατορθώσω τίποτε. Στο τέλος τους οδήγησα σε ένα μεγάλο σχολείο του οποίου το οίκημα και ο κήπος ήταν γεμάτα από

κόσμο, χτύπησα το κουδούνι και όταν ήρθε μια αδελφή στην πόρτα, της εξήγησα την κατάσταση. Όταν εκείνη άκουσε πώς ήταν Αρμένιοι, έκλεισε την πόρτα. Τότε έφυγα αφήνοντάς τους να κάθονται στα σκαλιά του σχολείου… Και εκεί θα τους αφήσουμε κι εμείς με την ελπίδα ότι σώθηκαν με ένα θαύμα, πράγμα πολύ απίθανο. Το περιστατικό αυτό δεν το διηγήθηκα για να κατηγορήσω το προσωπικό του ξένου σχολείου. Σκέπτονταν ότι εάν δέχονταν μέσα ένα ζευγάρι Αρμενίων θα έβαζαν σε κίνδυνο την ασφάλεια των εκατοντάδων ανθρώπων, τους οποίους προστάτευαν και οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν της ίδιας θρησκείας με αυτούς και επομένως είχαν ιδιαίτερη ευθύνη γι αυτούς».

 

«Αμέσως μετά την Καταστροφή, ο πατέρας μου ήρθε στον Πειραιά», μου λέει η Νάνσυ Χόρτον. «Μια γυναίκα που ήταν υπάλληλος στο αμερικανικό προξενείο και έφυγε με το ίδιο καράβι λέει ότι μόλις φτάσανε στον Πειραιά, εκείνος πήγε στην ελληνική κυβέρνηση, δεν ξέρω σε ποιο υπουργείο, και τους είπε να στείλουν καράβια. Οι πιο πολλοί πρόσφυγες μένανε προσωρινά στο χώρο του Τελωνείου Πειραιά. Έτρεξε να τους βρει φαγητό και τους μοίραζε κάποια χρήματα…»

 

«Το αντιτορπιλικό έφθασε στον Πειραιά πολύ νωρίς το πρωί και ύστερα από μερικές διαπραγματεύσεις επέτυχα απ’ τις αρχές την άδεια να αποβιβάσω την παροικία μου», γράφει ο Τζορτζ Χόρτον.

«Στέγασα τους πρόσφυγες προσωρινά στον περίβολο του Τελωνείου, και κατήρτισα αμέσως μια επιτροπή από τους πιο ικανούς για να φροντίζει τις λεπτομέρειες της προμήθειας τροφίμων αλλά και για να μοιράζει μεταξύ των οικογενειών τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά για τις καθημερινές τους ανάγκες, από ένα μικρό χρηματικό ποσό που μου είχε δοθεί στη Σμύρνη από τους αντιπροσώπους της Νίαρ Ήστ Ρελιέφ προκειμένου να αντιμετωπιστούν άμεσες ανάγκες. Γρήγορα έγινε φανερό ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθούν καταλύματα για όλες τις καινούργιες εκείνες αφίξεις. Τρέχοντας όμως σχεδόν μανιωδώς όλη τη μέρα επέτυχα κατά το βράδυ την άδεια να χρησιμοποιήσω ένα μεγάλο ατμόπλοιο πού επισκευαζόταν στον λιμένα. Η έκκλησή μου προς την Ουάσιγκτον για οικονομική βοήθεια είχε σαν αποτέλεσμα να μου σταλεί αμέσως τηλεγραφική εντολή για δύο χιλιάδες δολάρια και μετά δυο περίπου εβδομάδες έφτασε απ’ την Κωνσταντινούπολη ο Πρόξενος Όσκαρ Χάιζερ με άφθονα χρήματα. Ένας μικρός χώρος στο κεντρικό οίκημα του Αμερικανικού Προξενείου των Αθηνών παραχωρήθηκε στο προσωπικό του Προξενείου της Σμύρνης. Ο χώρος αυτός γέμιζε κάθε μέρα από πρόσφυγες και από τους αναρίθμητους συγγενείς τους».

 

Λίγο πριν αποχαιρετίσω τη Νάνσυ Χόρτον, έγραψε την αφιέρωσή της στο βιβλίο με τα ποιήματά της που μου χάρισε. Τότε, της ζήτησα να μου διαβάσει ένα ποίημα, όποιο ήθελε. Επέλεξε ένα ποίημα του πατέρα της. Είχε τίτλο «Στη γυναίκα μου» και το έγραψε για τη μητέρα της –και τρίτη κατά σειρά σύζυγό του- Αικατερίνη Σακοπούλου.

 

«Ο δρόμος είναι μακρύς αγαπημένη μου.

Σου είπα πως πρέπει να προχωρήσω.

Πρόκειται για έναν σκονισμένο και κουραστικό δρόμο

χωρίς ούτε μια στάση ξεγνοιασιάς».

 

* Ο Θωμάς Σίδερης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είναι δημιουργός του ντοκιμαντέρ μεγάλης διάρκειας «Σκιά στην ψυχή» που αναφέρεται στην εγκατάσταση Ελλήνων και Τούρκων προσφύγων μετά την Ανταλλαγή του 1923 και θα κάνει πρεμιέρα το 2016. Το νέο του μυθιστόρημα «Κανέλα από τη Σμύρνη» κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Μπατσιούλας. Η μαρτυρία της Νάνσυ Χόρτον εμπεριέχεται στο ανέκδοτο βιβλίο του «Άνθρωποι πίσω από τα παράθυρα».