Search

Κεντρική Αγορά Μυτιλήνης: Η αρχιτεκτονική και η αισθητηριακή αντίληψη του χώρου

Της Δήμητρας Εμμανουήλ

Η μεγάλη πυρκαγιά του 1851 και ο σεισμός του 1867 είχαν ως αποτέλεσμα τη διαπλάτυνση της οδού Ερμού και την ανέγερση πέτρινων νέων καταστημάτων, τα οποία παρέμειναν σχεδόν αναλλοίωτα ως σήμερα (Αναγνώστου, 2014). Ο Λέσβιος αρχιτέκτονας Στρατής Φραντζέσκος σε προφορική του μαρτυρία στη γράφουσα, σημειώνει:

Λόγω του πλούτου που συσσωρεύονταν τότε από το εμπόριο, η αγορά ανοικοδομείται, είναι η περίοδος του εκδυτικισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το ρεύμα του νεοκλασικισμού στην Ευρώπη που επηρεάζει και τα τοπικά πράγματα της Μυτιλήνης και τις μεγάλες και αναπτυσσόμενες κωμοπόλεις του νησιού. Η αγορά θα οικοδομηθεί πλέον με νέες κατασκευαστικές τυπολογίες, που προέρχονται από τη Δύση. Θα εμπλουτιστεί με νέα συστήματα δόμησης και με νέα εισαγόμενα υλικά, από τη γειτονική, κοσμοπολίτική Σμύρνη.

 

Η οδός Ερμού έχει μήκος ένα χιλιόμετρο περίπου και περιλαμβάνει 273 κτίρια διάφορων αρχιτεκτονικών ρυθμών, διώροφα ή ισόγεια σε μια αρμονική αντιπαράθεση. Ως αποτέλεσμα της επέκτασης της πόλης προς το νότο, το 1950 το κέντρο της δραστηριότητας στην Ερμού μετατοπίζεται κι αυτό προς τη νότια πλευρά  Στο συνέδριο Γεωγραφίας του Λαυρίου το 2018 παρουσιάστηκε μια εισήγηση που αφορούσε στην «οπτικοποίηση της χρονικής εξέλιξης κτιριακών χρήσεων της οδού Ερμού και τη δημιουργία μιας γεωγραφικής βάσης δεδομένων σχετικά με την εμπορική χρήση, που έχουν και είχαν διαχρονικά, τα κτίρια της κεντρικής εμπορικής οδού στη Μυτιλήνη» (Κολόβη, Τάταρης, Σουλακέλλης, 2018 :2).

Υπάρχει μόνο μια καταγραφή για ένα εμπορικό κατάστημα στη χρονική περίοδο μεταξύ 1950 έως και 1959 και δύο από βιβλιογραφικές αναφορές για το Γένι Τζαμί και την Τράπεζα της Ελλάδος,  στο νότιο τμήμα της οδού. Στην  δεκαετία 1960 ως 1969 υπερτερούν τα εμπορικά καταστήματα, κυρίως στο νότιο τμήμα και ακολουθούν τα επαγγελματικά εργαστήρια, τα οποία απλώνονται σε όλο το μήκος της οδού. Η καταγραφή του 2001 αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη καταγραφή των χρήσεων της οδού Ερμού και πραγματοποιήθηκε από το Εμπορικό Επιμελητήριο Λέσβου. (Κολόβη, 2018). Στην καταγραφή εμφανίζονται γραφεία, Τράπεζες και κοινωφελή ιδρύματα, εστιατόρια, αποθήκες, κέντρα διασκέδασης καθώς και αλιευτικές, γεωργικές και πτηνοτροφικές μονάδες.

Τη δεκαετία του 1970 τα εμπορικά καταστήματα υπερτερούν των επαγγελματικών εργαστηρίων. Οι χρήσεις εκτείνονται σε όλη την Ερμού, ενώ έχουμε αύξηση σε γραφεία και κοινωφελείς οργανισμούς. Οι καταγραφές αυξάνονται τη δεκαετία του ’80, στην οποία όμως κυριαρχούν τα εμπορικά καταστήματα. Τα επαγγελματικά εργαστήρια έχουν μετατοπιστεί στο βόρειο τμήμα. Στο τμήμα αυτό εμφανίζεται για πρώτη φορά η αναψυχή, ενώ στο νότιο εμφανίζονται ξανά γραφεία και Κοινωφελείς Οργανισμοί. Στη νότια πλευρά επίσης χωρομετρούνται μικρά εστιατόρια, καθώς και γεωργικά – αλιευτικά – πτηνοτροφικά εργαστήρια, αλλά και η «άλλη χρήση», που εμφανίζεται για πρώτη φορά. (Κολόβη,2018). Στη διάρκεια των κατοπινών χρονών που μελετήθηκαν, ως το 2017, η μετατόπιση της δραστηριότητας προς το νότο είναι έντονη.

Ανατολικά και δυτικά του κεντρικού δρόμου της Ερμού ένα δίχτυ από σοκάκια είναι γεμάτα από στοιχεία της μεσαιωνικής πόλης, όπως διαμορφώθηκε στη Τουρκοκρατία. Το νότιο τμήμα της Ερμού αρχίζει μετά το Κεντρικό Γυμνάσιο. Στη δεκαετία του 1980 βλέπουμε αριστερά τα εμπορικά και τα κάθε λογής μαγαζιά, ανάκατα όλα. Δίπλα στα υφάσματα τα κρεοπωλεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα φαρμακεία, οι φούρνοι, τα παντοπωλεία και κάθε λογής μαγαζάκια. Η κατάσταση που άρχισε τη δεκαετία του ‘60 συνεχίζεται. Αυτό το ανακάτεμα θα το βρούμε και στην απέναντι αγορά του Αϊβαλιού με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ένας πονοκέφαλος για τους κατοπινούς εκσυγχρονιστές, που ήθελαν να διαχωριστεί ο χώρος σε τομείς σύμφωνα με τη χρήση, ένα σχέδιο το οποίο τελικά ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Ο δρόμος «καταδυναστεύεται» από τον μπαρόκ όγκο του Αγίου Θεράποντα, που φαίνεται από παντού. Το παραδοσιακό, ιστορικό καφενείο «Πανελλήνιον» από τα δεξιά, που «βλέπει» και στην προκυμαία, σκουρόχρωμο, πέτρινο, με τρεις καμάρες. Δίπλα στο «Πανελλήνιον» η μεγάλη αίθουσα το 1862 φιλοξενούσε τη λέσχη των εμπόρων Πρόοδος. Καθώς προχωράμε το τρίγωνο ανάμεσα στην οδό Ερμού και τη Μητροπόλεως, τέσσερα σοκάκια μας οδηγούν στην Κουμιδιά από το τούρκικο κουμ’ (αμμότοπος). Ίσως όταν έφραξε ο Εύριπος και έγινε ο ισθμός, η τριγωνική προέκταση του τότε λιμανιού να ήταν εκεί (Αξιώτης,1992). Μαγαζάκια αμέτρητα, αποθήκες χονδρεμπορίου. καφενεδάκια, μανάβικα, ποτοποιίες, μαχαιράδικα, και βέβαια τα ελαιομεσιτικά λαδάδικα πιο κάτω με φορτηγά, που δε χωρούν να περάσουν. Ο Μάκης Αξιώτης περιγράφει την περιοχή αυτή ως μια κυψέλη που βουίζει και που δεν άλλαξε καθόλου στο πέρασμα του χρόνου. Πόρτες μεγάλες ξύλινες, σιδερένιες, αετώματα, ρέμιζες μπαλκόνια με περίτεχνα κάγκελα, πήλινα ακροκέραμα, φουρούσια, μπαγντατί και κόκκινη λαξευμένη πέτρα «Σουρμουσάκ». Εδώ ήταν μαζεμένα κι όλα τα εργαστήρια των Μυτιληνιών από το 18ο αιώνα. (Αξιώτης, 1992).

Μιλώντας για αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του κύριου εμπορικού δρόμου της Μυτιλήνης, ο Στρατής Φραντζέσκος σημειώνει :

Η ιστορική σημασία της Ερμού έγκειται στο ότι εκφράζει πιστά την εξέλιξη της πόλης, την ιστορία και την αρχιτεκτονική του νησιού. Καθώς είχαμε μια ιδιόμορφη συμβίωση ανάμεσα στον Δυτικό πολιτισμό και σε αυτόν της Ανατολής. Η μορφή του τμήματος αυτού της πόλης χαρακτηρίζεται από τη μίξη αρχιτεκτονικών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν τα εμπορικά κέντρα πόλεων της Δύσης και την χαρακτηριστική ατμόσφαιρα των παζαριών της Ανατολής. Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, η εξάλειψη πολλών παραδοσιακών επαγγελμάτων, έφερε σημαντικές αλλαγές στις χρήσεις, που αλλοίωσαν τον ιστό της αγοράς. Η αίσθηση της γειτονιάς, των ανθρωπίνων σχέσεων που χαρακτηρίζει τη Βαλκανική πόλη του 19ου αιώνα εξαφανίζεται. Είναι αυτοί οι άνθρ άνθρωποι που παρήγαγαν τον αρχιτεκτονημένο χώρο που τους στέγαζε, σε χώρους όπως τα καφενεία, τα κουρεία, τα μπακάλικα, τα χαλβατζίδικα, τα μαχαιράδικα κ.α. Προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες τις σύγχρονης διαβίωσης δημιουργούνται νέες απαιτήσεις, που επιφέρουν σταδιακά τη σημερινή μορφή και λειτουργία του ιστορικού εμπορικού κέντρου της πόλης. Σε ορισμένα σημεία, παρατηρούνται φαινόμενα υπολειτουργίας, ήδη από την εποχή πριν την οικονομική κρίση. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα αισθητό στην περιοχή «Λαδάδικα». Τη περίοδο του 1980, το 30% των ορόφων χρησιμοποιείται σαν αποθηκευτικός χώρος και σε όλο το μέτωπο του δρόμου απουσιάζει παντελώς η χρήση της κατοικίας. Η έλλειψη ελεύθερων χώρων, αλλά και η μη ενσωμάτωση των υπαρχόντων καθιστά τη χρήση της προβληματική. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να έλκονται από τα στοιχεία του παρελθόντος.  (Φραντζέσκος, 2002, Αδημοσίευτο κείμενο ομιλίας για την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου).

 

Το θέμα της ανάπλασης της Ερμού με στόχο την ανάδειξη του ιστορικού παρελθόντος της πόλης, έρχεται στον κέντρο του ενδιαφέροντος προς στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η συζήτηση ξεκινά το 1990 και η υλοποίηση των έργων, δέκα χρόνια αργότερα το 1999. Η πλακόστρωση της Ερμού από πέτρα Περγάμου, όπως ήταν πριν εκατοντάδες χρόνια και η ανάπλαση των όψεων των καταστημάτων της Ερμού, όπως και της προκυμαίας είναι στο πλαίσιο του γενικότερου κλίματος της εποχής για την ανάδειξη των ιστορικών κέντρων των πόλεων στην Ελλάδα, σχεδιάζεται και υλοποιείται όταν πια ο εκσυγχρονισμός απειλεί να εξαφανίσει δομικά στοιχεία του παρελθόντος [1] Σε πολλά σημεία τότε, αλλά και τώρα οι γωνίες της αγοράς της πόλης είναι ολόιδιες με τις γωνιές του γειτονικού Αϊβαλιού. Στο συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στο Αϊβαλί το 2015, για την ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά της γειτονικής αυτής πόλης, αποτυπώθηκαν οι μεγάλες ομοιότητες των ιστορικών κέντρων της Μυτιλήνης και του Αϊβαλιού. Οι συμμετέχοντες αρχιτέκτονες αντιπαράθεσαν φωτογραφίες από τα ιστορικά κέντρα των δυο πόλεων, με σημεία αναφοράς την βαθιά αλληλεπίδραση των δυο λαών, που αποτυπώνονται έντονα στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον.

Όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Ερμού, ο μεγάλος ιδιόκτητης είναι τα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Μυτιλήνης (ΦΚΜ). Κατέχουν 26 ακίνητα επί της οδού Ερμού και άλλα 30, γύρω από αυτήν, με εμπορική και επαγγελματική χρήση. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων αυτών προήλθε από διαθήκες που έγιναν επί Τουρκοκρατίας προς τα ΦΚΜ, σύμφωνα με την μαρτυρία της σημερινής διευθύντριας των ΦΚΜ.[2]

 

 

 

Εικόνες 8 και 9: Διαφάνειες που προβλήθηκαν  στο συνέδριο, που  

        πραγματοποιήθηκε στο Αϊβαλί το 2015, για την ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά της γειτονικής αυτής πόλης (αρχείο Σ.Φραντζεσκου)

 

[1] Στην αιτιολογική μελέτη των αρχιτεκτόνων για την ανάπλαση της Ερμού το 1999 μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Ίσως με την ανάπλαση προκληθεί και μετακίνηση του πληθυσμού από το Νότιο τμήμα της πόλης στο Βόρειο. Αυτό συμβαίνει πάντοτε στα Ιστορικά Κέντρα: οι άνθρωποι που τα εγκατέλειψαν, μετά από 50 χρόνια περίπου, επανέρχονται».

 

[2] Η Ευρυδίκη Σιφναίου αναφέρει ότι : «

Από το διάστημα από 1840-1912 το κοινό γνώρισμα όλων των διαθηκών είναι τα αφιερώματα που κατευθύνονται προς: α. τη θρησκευτική εξουσία και β. στα σχολεία και στο νοσοκομείο, που λειτουργούν με έξοδα της Δημογεροντίας, Από τους πιο εύπορους ως τους πιο φτωχούς πολίτες, δεν υπάρχει καμία διαθήκη χωρίς δωρεά. Στις διαθήκες καθρεφτίζεται το αυξημένο κοινοτικό αίσθημα που υπαγορευόταν από την ανάγκη να διατηρηθεί και να προστατευτεί η ταυτότητα του υπόδουλου Ελληνισμού» (Σιφναίου, Ε., 1996:174).

 

.*Η διπλωματική εργασία της Δήμητρας Εμμανουήλ, διερευνά με ποιο τρόπο η κεντρική αγορά της Μυτιλήνης αποτυπώνεται ως χώρος συλλογικής μνήμης, μέσω της προφορικής και της γραπτής ιστορίας από τη δεκαετία του 1960 ως τη δεκαετία του 1980. Η αγορά της Μυτιλήνης ως χώρος συναλλαγής (διαχρονικά) και επικοινωνίας των πολιτών τις δεκαετίες αυτές, λειτούργησε ως καταλύτης, έτσι ώστε να αφομοιωθούν καλυτέρα οι σαρωτικές αλλαγές στην καταναλωτική κουλτούρα. Οι μνήμες των ανθρώπων μας δίνουν την αίσθηση της μετάβασης από την κοινωνία της αυτάρκειας, σε μια κοινωνία της κατανάλωσης, μέσω του χώρου και των πρακτικών της αγοράς. Η μνήμη αφηγείται το χώρο της κεντρικής αγοράς της πόλης από το 1960 ως το 1980.