Search

Κεντρική αγορά Μυτιλήνης: Από τον πόλεμο και την Κατοχή, στη Λέσβο της Μεταπολίτευσης 

Η διπλωματική εργασία της Δήμητρας Εμμανουήλ, διερευνά με ποιο τρόπο η κεντρική αγορά της Μυτιλήνης αποτυπώνεται ως χώρος συλλογικής μνήμης, μέσω της προφορικής και της γραπτής ιστορίας από τη δεκαετία του 1960 ως τη δεκαετία του 1980. Η αγορά της Μυτιλήνης ως χώρος συναλλαγής (διαχρονικά) και επικοινωνίας των πολιτών τις δεκαετίες αυτές, λειτούργησε ως καταλύτης, έτσι ώστε να αφομοιωθούν καλυτέρα οι σαρωτικές αλλαγές στην καταναλωτική κουλτούρα. Οι μνήμες των ανθρώπων μας δίνουν την αίσθηση της μετάβασης από την κοινωνία της αυτάρκειας, σε μια κοινωνία της κατανάλωσης, μέσω του χώρου και των πρακτικών της αγοράς. Η μνήμη αφηγείται το χώρο της κεντρικής αγοράς της πόλης από το 1960 ως το 1980.

Το 2ο μέρος: Από τον πόλεμο και την Κατοχή, στη Λέσβο της Μεταπολίτευσης 

Ο E. Hobsbawm (2002) αναφέρει ότι στην πορεία της δεκαετίας του ’50, ο κόσμος που ζούσε στις αναπτυγμένες χώρες όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσε ότι η κατάσταση και το βιοτικό του επίπεδο είχε βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν έληξε η μεγάλη οικονομική άνοδος στα χρόνια της δεκαετίας του 1970 και ήρθε η τραυματική δεκαετία του ‘80, οι οικονομολόγοι παρατηρητές άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι ο αναπτυγμένος καπιταλισμός είχε περάσει μια μοναδική φάση της ιστορίας του. Παρόλο που η «Χρυσή Εποχή» όπως την ονομάζει, αποτέλεσε παγκόσμιο φαινόμενο, η γενική ευημερία δεν άγγιξε την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Στη διάρκεια της Κατοχής, η Ελληνική Πολιτεία ως διοικητική δομή εξυπηρέτησε τους σκοπούς του κατακτητή, όπως φαίνεται κι από .το παράδειγμα της Λέσβου σε επίπεδο Νομαρχίας ή Κοινότητας. Σύμφωνα με πληροφορητές, οι πολίτες διεξήγαν τον προσωπικό τους αγώνα ενάντια στο υπό κατάρρευση κράτος, ο οποίος έγινε συλλογικός  στα πλαίσια του ΕΑΜ. Οι Γερμανοί επίταξαν όλα τα αποθέματα λαδιού και η  απόκρυψη κάποιων αποθεμάτων έσωσε πολλούς κατοίκους από τη πείνα και χρησιμοποιήθηκε στις ανταλλαγές. Στις αφηγήσεις για τις επιτάξεις κατηγορούνται περισσότερο  οι ελληνικές αρχές στο βαθμό που δεν συνέτρεχαν τους κάτοικους ή όταν συνέπρατταν με τους Γερμανούς (Καραγάτση, 2013).

Στην Ελλάδα, το διάστημα από το 1961 – 1973  ήταν η εποχή των μεγάλων αλλαγών. Η οικονομία και η κοινωνία αλλάζουν με πρωτοφανείς ρυθμούς. Η Ελλάδα άρχισε από το 1960 και μετά να πλησιάζει το πρότυπο μιας βιομηχανικής χώρας, το οποίο επικρατούσε στη Ευρώπη από το 1950 και θεωρούνταν μια αναπτυσσομένη χώρα. (Φραγκιάδης, 2007). Η πτώση της δικτατορίας όμως ήταν το μείζον γεγονός της περιόδου αυτής, μιας και πυροδότησε την απαίτηση για αναδιανομή του εισοδήματος στο φτωχότερο μέρος του πληθυσμού, και άνοιξε το δρόμο για την ένταξη στην ΕΟΚ, γεγονός το οποίο όμως σήμαινε και εγκατάλειψη του προστατευτισμού των ελληνικών προϊόντων και άνοιγμα σε ανταγωνιστικές αγορές (Πατρώνης, 2015)

Το 1950, ένα χρόνο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το ελληνικό εθνικό εισόδημα είχε φτάσει στα προπολεμικά του επίπεδα, όμως η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι  μια φτωχή χώρα. Το χρονικό διάστημα 1950 – 1973 το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) είχε τετραπλασιαστεί. Το 87% των επενδύσεων αναπτύχθηκε από την εγχώρια αποταμίευση. Η άνοδος της παραγωγικότητας εργασίας μεταξύ 1960 – 1973 επέτρεψε την αύξηση των μισθών κατά 6,75%  ετησίως. Όμως η άνοδος του ελληνικού κόστους εργασίας ήταν χαμηλότερη από εκείνη των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών κι έτσι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας υστερούσε σημαντικά. (Ιορδάνογλου, 2003). Η Ένωση Κέντρου, που κέρδισε τις εκλογές του 1963 έφερε στοιχεία εκδημοκρατισμού στην ελληνική κοινωνία όμως οι εδραιωμένες νοοτροπίες χρόνων και η ιδεολογία του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ήταν εκεί στο παρασκήνιο και θα εκδηλωθούν με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απρίλιου 1967, το οποίο διέκοψε τη πορεία του εκδημοκρατισμού  με τις γνωστές κατευθύνσεις που επέβαλε. (Χαιρετάκης, 2010).

Κατά τη δεκαετία του 1960 υπήρχε στην επαρχιακή Ελλάδα ένα είδος ανεπίσημης, παράλληλης οικονομίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν αυτός ο υπανάπτυκτος τομέας από μικροεπιχειρήσεις και αυτοαπασχολουμένους αυξανόταν και συνέχιζε να υπάρχει με νέους ρόλους, καθώς η φτώχεια και η υποαπασχόληση απορροφούνταν από το τομέα αυτόν. Αυτό μετατράπηκε σταδιακά μέχρι το 1984, σε μια μικρής κλίμακα οικονομία, που ενσωματώθηκε και συμπλήρωσε την καπιταλιστική αγορά στην ελληνική επαρχία. Οι μικροεπιχειρήσεις, ο εποχικός τουρισμός και η αγροτική παραγωγή που λειτουργούν συμπληρωματικά, αλλά δυναμικά. Ο ρόλος της περιφερειακής αυτής οικονομίας άλλαξε ριζικά την επαρχία. Από την απομόνωση της οικογενειακής παραγωγής το 1950, πάμε σε ένα καπιταλιστικό αναπαραγόμενο σύστημα, που συνδυάζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με τα εποχικά έσοδα από τον τουρισμό, τη γεωργία και τις μικροϋπηρεσίες. Καθώς έχουμε φοροαπαλλαγές των αγροτών και άνοδο των εισοδημάτων τους, η κατανάλωση αυξάνεται. (Λεοντίδου, 1985).

Η δεκαετία 1950 – 1960 στη Λέσβο είχε τον απόηχο των γεγονότων της προηγούμενης δεκαετίας, που σημαδεύτηκε από την Κατοχή, την εμφύλια διαμάχη, την άσχημη οικονομική κατάσταση του κράτους, τον  πλουτισμό των μαυραγοριτών και τις διώξεις του μεγαλύτερου μέρους της τοπικής κοινωνίας, που ακολούθησαν το ΕΑΜ και την Αριστερά. Το νησί αδειάζει ταυτόχρονα από τους κυνηγημένους αριστερούς και από το μεταναστευτικό κύμα. (Μίσσιος, 2009)

Στη μεταπολεμική Ελλάδα και η Λέσβος ακολούθησε αναπόφευκτα την τάση της αστυφιλίας και της μετανάστευσης. Οι νέες πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφωθήκαν από το τέλος του Εμφυλίου και μετά, η ανεργία, τα έσοδα από τη γεωργική παραγωγή, τα οποία δεν αρκούσαν πια για να συντηρηθούν οι οικογένειες στο νησί, οδήγησαν πολλούς κάτοικους την περίοδο αυτή στη μετανάστευση, με αποτέλεσμα το νησί να χάσει 60.000 μόνιμους κατοίκους. Οι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να μεταναστεύουν κατά χιλιάδες στα αστικά κέντρα ή στο εξωτερικό, ειδικά στην Αυστραλία και στις HΠΑ, και λιγότερο στη Γερμανία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, αλλά και αργότερα, πρώτα λόγω της μετεμφυλιακής κατάστασης και λίγο αργότερα λόγω της ανεργίας (Μίσσιος, 2009). Παρόλη τη μείωση πληθυσμού που υπέστη το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού, η πόλη της Μυτιλήνης, κράτησε τον πληθυσμό της, αφού ήταν το μόνο διοικητικό, οικονομικό και εκπαιδευτικό κέντρο της Λέσβου, που παρείχε και δευτεροβάθμια ιατρική περίθαλψη. (Αναγνώστου, 2013).

Από το 1960 και μετά γίνεται μια προσπάθεια απεξάρτησης της λεσβιακής οικονομίας από τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς. Η ασταθής παραγωγή οδηγεί σε δραματική μείωση του πληθυσμού, η οικονομία κατευθύνεται ήδη προς τον τουρισμό, ενώ αρχίζουν έργα υποδομής στο γενικότερο πλαίσιο εκσυγχρονισμού που σηματοδοτούσε η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ. Το Επαγγελματικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Μυτιλήνης, που δημιουργείται το 1947, μαζί με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο συνεργάζονται στενά και προσπαθούν να επιλύσουν μαζί τα διάφορα θέματα που προκύπτουν. Το 1969 τα δύο Επιμελητήρια συστεγάζονται, και το αμέσως επόμενο έτος δημιουργείται μόνιμα εκθετήριο λεσβιακών προϊόντων στη κεντρική αίθουσα του κτιρίου. Σε τεύχος του Επιμελητήριου (1960),  πέρα από τα προϊόντα της ελιάς και τη βυρσοδεψία, εμφανίζονται ως δυναμικοί κλάδοι η βιομηχανία αλιπάστων, η ποτοποιία, τα αλευροποιεία και τα υφαντουργεία. Ενδεικτικά αναφέρονται  τα εξής:

Η οικονομική δραστηριότητα στη Λέσβο στο έτος 1959 ήταν μειωμένη, καθώς υπήρχε γενική δυσπραγία στη χώρα. Σ’ αυτό συντέλεσε η μείωση των τιμών του λαδιού σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα και το αυξημένο κόστος παραγωγής. Τα έσοδα από άδηλους πόρους προέρχονται κατά 95% από μεταναστευτικό συνάλλαγμα. Οι εισπράξεις από τις εξαγωγές μειωθήκαν σημαντικά το 1959 επειδή μειώθηκαν οι εξαγωγές ελαιόλαδου, λόγω των ασύμφορων τιμών του λαδιού, καθώς επίσης και οι εξαγωγές δεψικών εκχυλισμάτων. (Δελτίο Επιμελητηρίου Λέσβου, 1960)

Στα φύλλα του 1962 της εφημερίδας Πολιτικά διαβάζουμε άρθρα που αναφέρονται στην απουσία προστατευτικής πολιτικής για το λάδι, το οποίο παρομοιάζεται με τη «χρυσή λίρα». Η αφορία της χρονιάς καθιστά επιτακτική την αναστολή χρεών προς την Αγροτική Τράπεζα. Τα  συσσίτια που διοργανώνει η ΚΑΡΕ,[1] μια αμερικανική οργάνωση μέσω της Νομαρχίας, δείχνουν τη φτώχεια που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ταυτόχρονα αναφέρεται ότι στην πόλη παρατηρείται μεγάλο ενδιαφέρον για την αγορά χρυσών λιρών.  Η απογραφή του 1961 έδειξε ότι το 56% των εργαζομένων στο νησί ασχολούνται με τη γεωργία, το 0,6%  με την αλιεία, το 0,6% με το εμπόριο και τις τράπεζες, το 4,3% με οικοδομικές εργασίες και τα δημόσια έργα, το 0,6% στον ηλεκτρισμό και φωταέριο, 0,6% στα ορυχεία, το 4,4% σε υπηρεσίες μεταφορών και το 12,7% στο τομέα των υπηρεσιών. Η κυβέρνηση δίνει επιχορηγήσεις στους δήμους με μορφή δάνειων, κόβοντας τους πόρους, οπότε η τοπική αυτοδιοίκηση ως παράγοντας προόδου γίνεται σκιά του εαυτού της. Η αποκοπή του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης από το μεγάλο μέρος του πληθυσμού, η μετανάστευση των νέων, η κομματική συναλλαγή και η ρουσφετολογία είναι παρούσες. Ακόμη και οι αχθοφόροι θέλουν «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» για να μπορέσουν να βρουν δουλειά (εφ. Πολιτικά, 1962, 1963).

Το 1966, η εταιρεία Πειραϊκή – Πατραϊκή στο μηνιαίο φυλλάδιο της, φιλοξενεί μια συνέντευξη του νομάρχη Λέσβου, ο οποίος  αναφέρει:  «Η ελαιοκαλλιέργεια, που είναι ο μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού παρουσιάζει πολλά προβλήματα, καθώς υπάρχουν συνεχιζόμενες αφορίες. Καθώς ο τουρισμός είναι το δεύτερο ζωτικό πρόβλημα του νησιού, τονίζεται η ανάγκη καλυτέρευσης των συγκοινωνιών με την ενδοχώρα, καθώς και η αποπεράτωση των έργων των οδικών δικτύων και η τοποθέτηση Εφόρου Τουρισμού στο νησί». (Τεύχος Πειραϊκής – Πατραϊκής, 1966).

 

[1] CAPE, Coalition of Asian Pacifics in Entertainment, ήταν μια αμερικανική επιμορφωτική Οργάνωση.