Search

Στιγμιότυπα

Καθόταν πεισμωμένος στο γραφείο του και σχημάτιζε παρενθέσεις σε ένα λευκό χαρτί που είχε μπροστά του. Πατούσε τόσο δυνατά το στυλό στο χαρτί, ώστε κάθε παρένθεση έσκιζε το χαρτί. Γράμματα δεν έγραφε. Μόνο παρενθέσεις. Με εμμονή.

 

  • Ο στενός του συνεργάτης τον διαβεβαίωνε ότι ο μικρός δεν έχει καμία τύχη. Ότι σύντομα θα αποδειχτεί αδύναμος να σηκώσει το βάρος, ότι θα γκρεμιστεί με πάταγο. Του άρεσε αυτή η αφήγηση. Ήταν ό, τι ακριβώς χρειαζόταν για να μην πέσει και πάλι σε κατάθλιψη. Ο γιατρός του τον είχε προειδοποιήσει ότι πρέπει να αφήσει πίσω του αυτό το κεφάλαιο που έκλεισε με δική του ζαριά. Αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Κι όσο άκουγε τον συνεργάτη του να τον διαβεβαιώνει πως αυτό το κεφάλαιο θα κλείσει γρήγορα, ήταν σα να κυριαρχούσε στον χώρο η μελωδία της ευτυχίας. Ασυναίσθητα έπιασε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση. Κόλαση. Μιλούσε ο μικρός, στεκόταν εκεί που βρισκόταν εκείνος πριν από μερικές μέρες. Και είχε αέρα. Κόλαση. Η μελωδία της ευτυχίας σταμάτησε να ηχεί στα αυτιά του. Τώρα άκουγε το ρέκβιεμ. Άνοιξε το συρτάρι, πήρε ένα από τα χαπάκια που του έδωσε ο γιατρός. Έκλεισε την τηλεόραση, έκλεισε και το φως. Έμεινε στο σκοτάδι.

 

Ίδρωνε, αισθανόταν τον ιδρώτα να τρέχει μέσα στο μισάνοιχτο πουκάμισο, είχε βυθιστεί στην πολυθρόνα του και έβλεπε γύρω του το καταθλιπτικό νέο γραφείο.

  • Από το φωτεινό, μεγάλο γραφείο είχε βρεθεί σε αυτό το μικρό, τόσο μικρό όση και η απήχησή του. Δεν μπορούσε να πιστέψει το χαστούκι που είχε φάει. Η τηλεόραση έπαιζε. Ο μικρός μιλούσε. Η φωνή του τον ενοχλούσε. Ήθελε να την σπάσει. Το τηλέφωνο χτύπησε και από την άλλη άκρη άκουσε τον «δικό» του. Τον διαβεβαίωνε ότι οι μεγάλοι θα φορούσαν στενό κορσέ στον μικρό. Τόσο στενό που θα πάθαινε ασφυξία. Χαμογέλασε παρόλο που ήξερε ότι ο δικός του δεν τον έβλεπε. Αλλά βγήκε αυτό το πικρό χαμόγελο με το ζόρι. Σαν να ήθελε να πείσει τον εαυτό του ότι ο δικός του είχε δίκιο. Έκλεισε το τηλέφωνο και αισθάνθηκε να ανασαίνει με δυσκολία. Έκλεισε τα μάτια και είδε γύρω του κάγκελα. Σαν να τον είχαν βάλει σε κλουβί. «Το τσογλάνι»… μονολόγησε. «Ακούς εκεί, να με βάλει φυλακή»! Χτύπησε τη γροθιά στο γραφείο του. Με μανία. Με μίσος για το «τσογλάνι». Με μίσος για τον άλλον, που έκανε τον φίλο και, αφού τον χρησιμοποίησε, τον αφήνει τώρα ακάλυπτο. «Ο ένας παρτάκιας, ο άλλος τσογλάνι». Σκέφτηκε και τον προηγούμενο: «Αυτός ο μαλάκας  αυτοκτόνησε, αλλά έκανε και σε μένα ζημιά». Όλοι και όλα του έφταιγαν. Ο ιδρώτας τον έπνιγε, το στενό γραφείο ήταν σαν κελί.