Search

Ηλίας Κουρτζής: “Η Τέχνη είναι μια υπόθεση δραματική”

Φωτογραφίες : Γιώργος Ιορδάνου

Η ύλη του κόσμου. Ο πηλός. Το πιο απλό και ταπεινό υλικό. Στις απαρχές της περιπέτειας του ανθρώπου ήταν κομμάτι της επιβίωσης του και είδωλο των πνευματικών του αναζητήσεων. Τόσο, που κάποτε πίστεψαν ότι και ο άνθρωπος ακόμα είναι καμωμένος από αυτό το υλικό. Ο πηλός μπορεί να ψηθεί στη φωτιά και να παραμείνει αναλλοίωτος στον χρόνο όπως η αλήθεια του.

 

Γι’ αυτή την αλήθεια, τη «μονογενή και αναλλοίωτη αλήθεια», που όπως λέει ο Σεφέρης στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση» «υπάρχει εκεί όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να τη φτάσει», την αλήθεια που υπάρχει μόνο στην έκσταση που «άγει τα υπερφυά», γι’ αυτή που δεν βρίσκεται στα χαμόγελα των γκαλερί και των κοσμικών παρουσιάσεων αλλά σε ένα αληθινό έργο τέχνης, μιλήσαμε με έναν από τους τελευταίους καλλιτέχνες αγγειοπλάστες της Λέσβου και ολόκληρης της Ελλάδας: τον Ηλία Κουρτζή. Με μάτια σμιλεμένα σαν από τον γλύπτη του χρόνου, ο Ηλίας Κουρτζής, γιος του Νίκου και της Ελένης Κουρτζή, συνεχιστής της τέχνης των Κουρτζήδων, της μοναδικής οικογένειας κεραμιστών στην Ελλάδα, στη Λέσβο, που ασκεί την τέχνη της αγγειοπλαστικής εδώ και έξι γενιές, μας υποδέχτηκε στο «καταφύγιό» του. Το εργαστήρι κεραμικής που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού του στους Πύργους Θερμής είναι ένα ζωντανό μουσεiο της κεραμικής παράδοσης της Λέσβου. Επίσης, αποτελεί τη βάση της κόρης του, της Ελπίδας Κουρτζή, η οποία συνεχίζει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο την παράδοση της οικογένειας.

Την πόρτα του ξεχωριστού τους σπιτιού, που το έχει σχεδιάσει ο αρχιτέκτονας Πάνος Χατζηπαναγιώτης, μας άνοιξε η Ελένη, σύζυγος του Ηλία Κουρτζή εδώ και πενήντα χρόνια, η οποία έζησε όλη την περιπέτεια της οικογένειας τη χρυσή εποχή της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας. Κουμάρια «μαύρα», σκαλιστά, ιταλικά, πιάτα ζωγραφιστά, δοχεία και διάφορα άλλα κεραμικά, υφάσματα αλλά και πανέμορφα αντικείμενα όπως μια βιτρίνα με αμέτρητες κουκουβάγιες-γλυπτά, όλα δικές της συλλογές που με μεράκι τις συγκεντρώνει από τα είκοσί της χρόνια, συνθέτουν τον μικρό παράδεισο αυτού του ζευγαριού που η τέχνη είναι με έναν μεταφυσικό τρόπο συνδεδεμένη με τη ζωή του.

 

«Ως φοιτήτρια πήγαινα στο Μοναστηράκι στις 7.30 το πρωί κι αγόραζα κεραμικά και όχι μόνο. Με ενδιέφερε πάντα κάτι που να έχει την ανθρώπινη προσπάθεια μέσα του. Το πρωί δεν είχε κόσμο, μπορούσες να ψάξεις, να παζαρέψεις», μας εξηγεί η κυρία Ελένη, δείχνοντάς μας τα αντικείμενα που έχει μαζέψει με τόση φροντίδα και αγάπη. «Τα κεραμικά μού άρεσαν και τα έπαιρνα. Πενήντα χρόνια είμαστε μαζί. Όταν γνώρισα τον Ηλία, η πεθερά μου, η Ελένη Κουρτζή, που ήταν γνωστή για τη ζωγραφική της πάνω στα κεραμικά, μου εκμυστηρεύτηκε το άγχος της “μήπως βρει καμιά γυναίκα ο Ηλίας και μου τα πετάξει. Όταν είδε ότι όχι μόνο δεν τα πετούσα, αλλά μάζευα κι άλλα και της συμπλήρωνα, κατευχαριστήθηκε…»

Αυτή την περίοδο η Ελένη Κουρτζή καταγράφει την εμπορική δραστηριότητα των Κουρτζήδων μέσα από τα παλιά κιτάπια του παππού Νίκου: «Ο Κουρτζής είχε πελάτες παντού! Και πού δεν είχε! Στη Ρόδο είχε κουρτζέϊκα, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στον Άγιο Νικόλαο, στην Αθήνα σε μαγαζιά στο Κολωνάκι, στο Λύκειο Ελληνίδων, στην Αδριανού, στο Γαλαξίδι, στον Βόλο, στις Σπέτσες, στην Ύδρα, έστελνε στη Σύρο αλλά και στην Αμερική, στη Μινεσότα, στην Ελβετία και στη μακρινή Ιαπωνία, μέσω της εξαγωγικής εταιρείας “Κρόνος και του ΟΠΕ. Αυτός ο άνθρωπος έστελνε μπαούλα με χερούλια τεράστια. Θυμάμαι να φορτώνονται. Δούλευαν πολλά άτομα και δεν σταματούσαν χειμώνα καλοκαίρι. Δεν γινόταν! Οι άνθρωποι εκεί δούλευαν στα χωράφια τον χειμώνα. Οι Κουρτζήδες στην Αγιάσο δεν σταματούσαν ποτέ».

Ο πηλός, καθημερινή υπόθεση στη Λέσβο

Στη Λέσβο η αγγειοπλαστική έχει μακραίωνη παράδοση. Τα πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης ήταν απαραίτητα σ’ όλα τα νοικοκυριά μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε άρχισαν να αντικα θίστανται από τα φτηνά βιομηχανοποιημένα γυάλινα και πλαστικά σκέυη. Τα πιο γνωστά κέντρα αγγειοπλαστικής ήταν ο Μανταμάδος με την ευρύτερη περιφέρειά του (Ασπροπόταμος, Άγιος Στέφα νος, Σκίδια, Καλαφάτης κ.ά.) και η Αγιάσος. Ωστόσο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα υπήρχαν και άλλα κέντρα κεραμικής, όπως τα χωριά της Γέρας (Παλαιόκηπος, Πέραμα κ.ά.), όπου παράγονταν τα περίφημα «γεραγωτικα» αγγεία, η Φίλια, αλλά και το Σκαλοχώρι, που τότε ονομαζόταν Τσουκαλοχώρι και είχε σημαντικό μουσουλμανικό πληθυσμό και μεγάλη παραγωγή πήλινων αγγείων. Κάθε τόπος εξειδικευόταν ως έναν βαθμό σε κάποια είδη αγγειοπλαστικής, ανάλογα με την τεχνογνωσία, την παράδοση και το είδος του πηλού που επεξεργαζόταν. «Στην Αγιάσο υπήρχαν πάνω από σαράντα εργαστήρια.

Σήμερα υπάρχουν αξιόλογα εργαστήρια αγγειοπλαστικής στον Μανταμάδο, στην Αγιάσο, στη Μυτιλήνη, αλλά και μεμονωμένα σε άλλους οικισμούς του νησιού. Επιθυμία του Νικόλαου Κουρτζή ήταν το δικό μας να γίνει Μουσείο Κουρτζή. Δεν έκανε ο Δήμος της Αγιάσου ούτε αποδοχή κληρονομιάς. Αυτη στιγμή στην Αγιάσο υπάρχει το αξιόλογο εργαστήρι του Γιώργου Ακαμάτου, μαθητή και συνεχιστή του Κουρτζή, και αυτό του Δημήτρη Χατζηγιάννη. Η Ελπίδα συνεχίζει επαγγελματικά την παράδοση στην Αθήνα, κυρίως με κοσμήματα, που εκτέθηκαν και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυτιλήνης», μας λέει η κυρία Ελένη Κουρτζή. Εδώ και διακόσια περίπου χρόνια οι έξι γενιές Κουρτζήδων έδω – σαν περισσότερους από σαράντα τεχνίτες και μαστόρους στην τέχνη της αγγειοπλαστικής, της κατασκευής και διακόσμησης αγγείων. Πολλοί απ’ αυτούς έκαναν δικό τους εργαστήριο. Πρωτεργάτες κατά χρονολογική σειρά είναι ο Παναγιώτης Κουρτζής (1820-1895), ο Νικόλας Κουρτζής (1849-1929), ο Ηλίας Κουρτζής (1873-1956), ο Νίκος Κουρτζής (1907-1998), ο Ηλίας Κουρτζής (1944-) και η Ελπίδα Κουρτζή (1971-). Κοντά τους εργάστηκαν και δημιούργη – σαν αξιόλογοι τεχνίτες και συνάμα καλλιτέχνες από τους οποίους ξεχώρισε ο ζωγράφος και πηλοπλάστης Χαράλαμπος Πανταζής. Απαράμιλλος υπήρξε ο διακοσμητικός χρωστήρας της Αγγελικής Πανταζή και της Βασιλικής Τζίνη, που ήταν αδερφές του Νικόλα Κουρτζή. Επίσης και ο θρυλικός τροχατζής Πάνος Τζίνης.

 

«Οι Κουρτζήδες είναι η μόνη ίσως οικοτεχνία στην Ελλάδα, στη Λέσβο, που μετρά αδιάλειπτα έξι γενιές αγγειοπλαστών», μας εξηγεί ο κύριος Ηλίας. «Υπάρχει το κουτί του Ταμείου του σιναφιού. Υπάρχει και μια εικόνα αφιερωμένη στον προστάτη των Αγιασωτών τσουκαλάδων, στον Άγιο Χαράλαμπο. Είναι μια μεγάλη, σχεδόν φυσικού μεγέθους εικόνα που έχει μια επιγραφή με τα μέλη του σιναφιού. Το πρώτο όνομα στον κατάλογο των αγγειοπλαστών είναι ο Παναγιώτης (Κουρτζής), ο αποδεκτός δηλαδή μάστορας τότε, που φαντάζομαι ότι είτε θα ήταν ο πρόεδρος, όπως εικάζει και ο παπάς, είτε ο πρωτομάστορας του σιναφιού. Σίγουρα υπήρχε και νωρίτερα αγγειοπλαστική στην Αγιάσο. Όμως με στοιχεία η ιστορία ξεκινά από την επιγραφή που έχουμε στην εικόνα του “ευλογημένου σιναφιού των τσουκαλάδων, δαπάνη της Αγιάσου 1870. Έτσι κι εγώ από μικρό παιδάκι γεννήθηκα μέσα στον πηλό. Η μάνα βοηθούσε τον πατέρα μου, που μαζί με τις θείες και τους γαμπρούς, που ήταν οι περισσότεροι τεχνίτες, έκαναν όλοι κερα – μικά. Πού να με αφήσει, δεν υπήρχαν νταντάδες. Έξω από το εργαστήριο υπήρχε κάτι σαν φουρνάκι όπου έβραζε το τσουκάλι με τις φασούλες. Εκεί λοιπόν άπλωνε μια κουρελού στο χώμα, γιατί τα εργαστήρια είχαν χώμα κάτω, και μου έδινε ένα μικρό τροχάκι για να απασχολούμαι», μου λέει ο κύριος Ηλίας κρατώντας το μικρό αυτό τροχάκι με το οποίο έπαιζε όταν ήταν μωρό. «Ο πατέρας μου δεν επαναπαυόταν σε μία κατάσταση. Έτσι ανακάλυψε τα περίφημα “μαύρα”.

Ήταν τολμηρός, έπαιρνε ρίσκα και πολύ περισσότερο όταν διέβλεψε ότι η ιστορία με τα “μαύρα τέλειωνε. Τα κράτησαν από το 1930 μέχρι το 1950. Τη δεκαετία του ’50 άρχισε να πλέει μια άλλη εποχή, με τις μινιατούρες. Άρχισαν να μπαίνουν κι άλλοι τεχνίτες στον χορό. Τέλειωνε όμως και η ιστορία με τις μινιατούρες που παρουσίαζαν την καθημερινή ζωή. Τώρα πια οι μινιατούρες αυτές είναι μουσειακές. Τη δεκαετία του ’50 το χωριό ερήμωσε, περνούσε αιμορραγία πρωτοφανή. Η πλατεία, η κάτω πλατεία των λεωφορείων, όπως την έλεγαν, ζούσε μέρες ελληνικής τραγωδίας. Συγκινούμαι γιατί τα έζησα. Τα λεωφορεία γέμιζαν όχι για να πάνε στη Μυτιλήνη και να γυρίσουν, αλλά για να φύγουν διά παντός σε άγνωστα μέρη, σε άγνωστα νερά, όπως λέει κι ο τροβαδούρος του απόδημου ελληνισμού, ο Καζαντζίδης. Ο πατέρας μου το έβλεπε. Να εδώ ένα επιμεταλλωμένο κεραμικό με χαλκό που δεν βρίσκεται πουθενά αλλού στον κόσμο. Το έφτιαξε μαζί με τον Δήμαρχο Αποστόλου τον χημικό, που επιχάλκωνε έντομα και τα πουλούσε στους τουρίστες. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος τελειομανής. Τόσο δύσκολος, ώστε όλα τα μαστοράκια που ερχόντουσαν έφευγαν!

Ένας από αυτούς, ο Γιώργος Ακαμάτος, ο συνεχιστής του, που θα αφήσει εποχή με αυτά που κάνει, ήταν ο μόνος που δέχτηκε την τελειομανία του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια ιστορία με τον Γιώργο όταν μάθαινε τροχό. Έφυγε ο πατέρας μου λοιπόν και του άφησε παραγγελία, τριάντα κομμάτια από ένα βαζάκι. Όταν γύρισε, άρχισε να τα ζουλάει αμίλητος. Ήταν μαλακά και χαλούσαν όπως τα πατούσε με το δάχτυλο. Του άφησε μόνο τρία χωρίς να πει λέξη. Αυτό όμως ήταν το μεγαλύτερο μάθημα για τον Γιώργο, για να καταλάβει ποια άφησε και γιατί. Όταν άρχισα να μαθαίνω, ένιωθα την αύρα και το μέγεθος του πατέρα μου να με καταπίνουν. Αν δεν ήταν ο πατέρας μου, θα ένιωθα πιο ελεύθερος στην τέχνη μου, θα μου δινόταν η δυνατότητα της πρωτοβουλίας. Τελικά, έκανα εργαστήριο στη Λάρισα το ’77, το μοναδικό εργαστήριο στη Θεσσαλία που έγινε για αρκετό καιρό κέντρο πολιτιστικής αναφοράς, ένας πυρήνας ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων, με κέντρο τον πηλό».

Η Ελπίδα της έκτης γενιάς

«Να πω και για την κόρη μου την Ελπίδα, που αντιπροσωπεύει την 6η γενιά δυο λόγια: Τη δουλειά την άρχισε επίσημα εδώ και πέντε χρόνια περίπου, αφού από τον παππού της και εμένα έμαθε τα βασικά μυστικά της κεραμικής, όταν ακόμα ήταν παιδί. Πιστεύω ότι έχοντας τις βασικές προϋποθέσεις, ένα πλήρες εργαστήριο, το “γονίδιο της κεραμικής τέχνης και μια λαμπρή οικογενειακή παράδοση πίσω της, θα γράψει κι αυτή τη δική της σελίδα στην ιστορία της κουρτζέικης κεραμικής. Ήδη έχει δώσει νομίζω ευοίωνα δείγματα για την παραπέρα πορεία της στον χώρο της καλλιτεχνικής κεραμικής».

 «Η τέχνη οφείλει να είναι δραματική· η τέχνη που δεν ενδιαφέρεται να λάβει τον έπαινο ή τον ψόγο, αλλά να βγάλει την αλήθεια του καλλιτέχνη, να την αποτυπώσει πάνω στο υλικό του και να απελευθερωθεί ο ίδιος. Τα χαμόγελα στην τέχνη δεν τα μπορώ, μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, αλλά η τέχνη οφείλει να είναι μια πράξη δραματική. Αν βλέποντας το έργο τέχνης δεν σου έρχεται ανακάτωμα στα μέσα σου, στα σωθικά σου, τότε δεν είναι έργο τέχνης, είναι ίσως κομψοτέχνημα, ένα ωραίο κατασκεύασμα των χεριών – αλλά όχι τέχνη.

Η αίσθηση είναι πάνω απ’ όλα. Είναι πολύ σπουδαίο να καταλάβεις το υλικό σου, τις δυνατότητές του και τις αδυναμίες του. Τότε μπορείς να κάνεις διάλογο μαζί του. Πρέπει να μιλήσεις, να κάνεις τον διάλογο, και αποτέλεσμα του διαλόγου αυτού είναι ένα έργο τέχνης. Εγώ όποτε πιάσω πηλό στα χέρια μου νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη, νιώθω σεβασμό. Είναι το αρχαιότερο υλικό του κόσμου, είναι η ύλη του κόσμου, το πιο απλό και το πιο ταπεινό, αλλά και το πιο οικολογικό. Η έγνοια μου είναι να μην το βιάσω το υλικό, να το αφήσω να αναδείξει τις αρετές του, αλλά ταυτόχρονα να αποτυπώσω κι εγώ το όραμά μου της στιγμής. Γι’ αυτό οι φόρμες μου είναι απλές. Με έχει επηρεάσει η νεολιθική κεραμική. Εκεί βρίσκω την απλότητα. Ξέρεις, το απλό είναι σαφές, και το σαφές είναι σοφό. Στην απλότητα θα μπορέσεις να πεις την αλήθεια σου. Παρασυρόμενοι απ’ τον τρόμο του κενού, που έχουν οι πρωτόγονοι περισσότερο, πολλοί καλλιτέχνες υπερφορτώνουν το θέμα τους. Πώς είναι μια εικόνα που τη φορτώνουμε με τάματα; Έτσι είναι και το υλικό. Πρέπει να μιλήσει σε αυτόν που θα το πλάσει. Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι της αλήθειας».