Search

Τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ του ΓΕΙΤΟΝΑ ΜΟΥ

THΣ  ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΗΣ  ΧΑΤΖΗΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Μια ανάσα από τα Χριστούγεννα, όλα πρέπει να  ‘ναι έτοιμα.          Στο τραπέζι της κουζίνας ανάκατα τα μπαχάρια, οι κανέλες,  τα ρόδια, η ζάχαρη άχνη   …… Nα μελώσω τα μελομακάρονα, να στολίσω  τα λικέρ μου, να ‘ναι κι αυτά έτοιμα να τα χαρίσω σε  φίλους καρδιακούς… Στο σαλόνι οι κούτες με το δένδρο  …. Παντού η ματαιοδοξία μου,  κι επιπλέον να  χτυπά και το τηλέφωνο…..

–          Εμπρός;

–          Καλημέρα.  Η φωνή της φίλης μου από την άλλη γραμμή. Ο μπάρμπα Θωμάς δεν είναι καλά,  πρέπει να πάμε να τον δούμε, μέρες που είναι….

*

Πήγαμε. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του   ο μπάρμπα Θωμάς, ο γείτονας, μόνος από τότε που τον πρωτογνώρισα,  λευκασμένος από τα χρόνια, απροσδιορίστου ηλικίας, αγνάντευε το ταβάνι….

-«Καλώς τις γειτόνισσες» μας είπε μόλις μας είδε, «Να πριν από λίγο έφυγαν και τα παιδιά….»

Ποια παιδιά;;    εμείς κοιταχτήκαμε με απορία…

-«Κάναμε πρόβα τα κάλαντα, δεν τους άκουσες;  Ελάτε καθίστε να σας πω μια ιστορία   που έζησα μαζί μ’ αυτούς  πριν χρόνια…».

Καθίσαμε, εγώ στα πόδια του κρεβατιού κι η φίλη μου στην απέναντι πολυθρόνα. Έδειχνε μια χαρά, είχε τα κέφια του,  ήξερα  ότι έπασχε από  την καρδιά του, μα εκείνος καταλάβαινε πως του έφευγε η ζωή μέσα από τα χέρια κι ήθελε να την προλάβει, ν’ αφήσει τις τελευταίες του αναμνήσεις σαν διαθήκη και σαν δώρο σε μας τις γειτόνισσες  που πήγαμε να τον δούμε …..

*

 

Λοιπόν, άρχισε…. μια φορά, κάποια Πρωτοχρονιά  μαζευτήκαμε στις τρεις απ’  τα μεσάνυχτα να πάμε να πούμε τα κάλαντα σ’ όλο το χωριό…

–          Χαράς το κουράγιο σας, συμπλήρωσα εγώ…

Στην παρέα ήμασταν εγώ  με το τρίγωνο, η μπόμπος,  η Γληγόρς με το μαντολίνο,  η βασιλκάρα, με την εικόνα τ’   Αγιού Βασλιού,  η Γιάνς, με την φυσαρμόνικα (ανάθεμα κι αν ήξερε να τ’  παίζει, τη κρατούσε μοναχά), κι  η Δημητρός,   που βαστούσε το ταγάρι που θα βάζαμε τα καλούδια που θα μας κερνούσαν….  Φτωχά χρόνια, συμπλήρωσε, τα περιμέναμε τα καλούδια πως και πώς να γλυκαθούμε…

Στο πρώτο σπίτι που χτυπήσαμε την πόρτα ήταν   της   θείας μου, Ελένη την  έλεγαν,   Λινκέλ  τη   φωνάζαμε.  Αυτή μας περίμενε θαρρείς πίσω από την πόρτα.  Ένα πορτοκαλί φως από το χολ τόνιζε την σκιά της.    Τυλιγμένη στα χοντρά της πανωφόρια, ως και το κεφάλι της το ‘χε τυλιγμένο μ’  ένα πλεκτό σάλι.  Μόνον τα μάτια της φαινόταν, δυο κουμπότρυπες  σε άσπρο φόντο.   Ξερακιανή, αποζουμισμένη από τα χρόνια…    Ξετρύπωσε  το δεξί της χέρι κάτω από την μασχάλη της  κει που το ‘χε κρυμμένο για να ζεσταθεί και μας έγνεψε να ξεκινήσουμε τα κάλαντα από το κεφαλόσκαλο.  ΟΧΙ πιο μέσα.   Μέσα δεν έμπαινε κανείς. Απαγορευόταν!   Έτσι ήταν το έθιμο. Ξένος δεν περνούσε το κατώφλι την πρώτη μέρα του χρόνου.  Μπας και φέρει γρουσουζιά στην οικογένεια.   Η θερμοκρασία γύρω στο μηδέν. Βαρυχειμωνιά. Τα παπούτσια μου  φαρδιά τουλάχιστον τρεις πόντοι μεγαλύτερα  από το πόδι μου και το παντελόνι μου ψαράδικο.  Οι αστραγάλοι με το πέλμα, τα  ξύλινα  πόδια του Πινόκιου, ακόμη κι αν μου τα ‘κοβες δεν θα ένιωθα τίποτα. Με τις πρώτες νότες του μαντολίνου, άναψαν δυο- τρία ακόμη φώτα στην ίδια γειτονιά ….  Αυτό έδωσε κουράγιο στην   αυτοσχέδια χορωδία να βρει  τον ρυθμό της. Πρόβα δεν είχαμε κάνει καμιά.     Ότι θυμόμασταν από πέρυσι.  Μόνον που φέτος  οι φωνές μας ήταν πιο   μπάσες, καμία μελωδικότητα,  θες το κρύο, θες που ήμασταν όλοι στην εφηβεία….                                                                                                          – Τζάμπα χάσαν οι άνθρωποι τον ύπνο τους για ν’  ακούσουν την φιλαρμονική της Βρέμης. Σχολίασα εγώ. Είπαμε τα κάλαντα κι η θεία μου έδωσε σε μένα ένα ρόδι και στον Μπόμπο ένα σταμνί νερό για να κάνουμε τις σχετικές ευχές….

Εκείνη την ώρα βρήκε ευκαιρία  ένας μαύρος γάτος, να τρυπώσει από την ανοιχτή πόρτα μέσα στο σπίτι να ζεσταθεί… Μόλις η θεία αντιλήφθηκε τον εισβολέα,   έβαλε κάτι φωνές που   ακούστηκαν σ’  όλη την γη.  Μαύρος γάτος πρωτοχρονιάτικο μέσα στο σπίτι ;;; Απαράδεκτο!!!  Ανήκουστο!!  Τέτοια  Καντεμιά!!!

Ο πιο  φιλότιμος από την παρέα μπήκε μέσα στο σπίτι, να την βοηθήσει να βγάλει έξω τον γάτο. Δεύτερο λάθος.

Και για να τριτώσει το κακό.  Σε μια προσπάθεια να σκουπίσω με το αντίστροφο της παλάμης μου την μύτη μου, που έσταζε από το κρύο, πέφτει το ρόδι από τα ξυλιασμένα χέρια μου και γίνεται χίλια κομμάτια. Γέμισε η είσοδος ροζ διαμαντάκια και κόκκινες σταλαματιές.  Ο Μπόμπος λειψός από γεννησιμιού του, νομίζοντας πως έτσι είναι το έθιμο, δίνει μια το κανάτι με το νερό και το κάνει χίλια κομμάτια.  Το κατώφλι  της θείας μου, αγνώριστο.

Χρώματα κι αρώματα, νερά και κεραμίδια ένα σώμα.   Το τι μας περίμενε  δεν ήθελε φαντασία…. Ανταλλάξαμε όλοι μια ματιά που σήμαινε   τρέξτε να γλυτώσουμε!!! Ροβολήσαμε τον κατήφορο πριν μας περιλάβει η θειά μου.

-΄Αδοξο  τέλος είχε η συντροφιά σας κυρ Θωμά , είπα.

– Νομίζεις, μου κάνει, εμείς δεν το βάλαμε κάτω, πήγαμε κι αλλού.

**

Πήγαμε στον Φωκιανό (πρόσφυγας από την Παλαιά Φώκαια, περιοχή της Μ. Ασίας, απέναντι από την Χίο).

Η γυναίκα του  είχε κάποια προβλήματα  με τα μάτια της, φόραγε πάντα δύο τεράστιους φακούς κάτι σαν διόπτρες, που της έκρυβαν τα μισό πρόσωπο. Αποβραδίς είχαν τρίψει ντομάτα σε μεγάλες πήλινες κούπες τις οποίες ακούμπησαν κάπου κοντά στο χολ της εισόδου.

Αυτός κοιμόταν, όταν εμείς χτυπήσαμε το ρόπτρο της εισόδου. Σηκώθηκε πρώτη η γυναίκα του να μας ανοίξει. Μες στην τρομάρα της ξέχασε να φορέσει τα γυαλιά της, είχε και μια σχετική φόρα καθώς κατέβαινε τα ξύλινα σκαλιά, οπότε βρέθηκε στρογγυλοκαθισμένη μέσα   στην πολτοποιημένη ντομάτα…  Από τον θόρυβο που έκανε η πήλινη γαβάθα  που αναποδογύρισε, ξύπνησε ο Φωκιανός, πετάχτηκε από το κρεβάτι νομίζοντας πως μπήκαν  κλέφτες   στο σπίτι του,    άναψε το φως, και τι να δει; Την γυναίκα του, μεταμφιεσμένη σε κοκκινοσκουφίτσα  η μάλλον κοκκινο-ντοματίτσα….  Η είσοδος κάτι από « Το χώμα βάφτηκε κόκκινο».    Εμείς που είχαμε παρακολουθήσει όλα τα συμβάντα από τα παραθυράκια της ξώπορτας,  ξεσπάσαμε σε  γέλια  μετά δακρύων…

Αυτός αντί να βοηθήσει την γυναίκα του να σηκωθεί, άρχισε να την ψέλνει στην δική του διάλεκτο:

–             Μωρή τζεμπελού, !!  πάτησες μωρή μες   στην τζομνέκα!!!

Φύγαμε κι από κει κακήν- κακώς!!!

Το θέμα είναι ότι μέχρι το πρωί είχαν μαθευτεί τα κατορθώματα μας σ’ όλο το χωριό και κανείς πια δεν μας ήθελε για ποδαρικό.  Γρουσούζηδες μας ανεβάζαν, κακορίζικους μας κατεβάζαν.

Ε!  και με το δίκιο τους, του είπα εγώ.

Του ευχηθήκαμε καλά Χριστούγεννα και φύγαμε  όχι με την ζοφερή διάθεση που σ’ αφήνει μια επίσκεψη σ’ έναν άρρωστο  άνθρωπο, αλλά με την χαρούμενη   κι αναζωογονητική  διάθεση μιας βόλτας με το Χριστουγεννιάτικο Καρουζέλ.  Είχε καταφέρει να μας ταξιδέψει και να μας  μεταδώσει όλη εκείνη την ευθυμία που έκρυβαν οι παιδικές του αναμνήσεις.    Ένα κλειστό μπαουλάκι  θησαυρού   που εμείς οι άνθρωποι της πόλης δεν έχουμε ούτε το κλειδί, ούτε τη  φαντασία  για να τον ανοίξουμε και  να τον χαρούμε.

Τι δεν θα ‘δινα να ‘μουν  κι εγώ στην  παρέα τους.  ΕΣΕΙΣ;;