Search

Back to the future, ή το παραμύθι του ραγιά

Πέρασαν τρία χρόνια και 353 μέρες από τότε που ο Γιώργος Παπανδρέου από το Καστελόριζο ανακοίνωσε την προσφυγή στο ΔΝΤ και την υπαγωγή της χώρας στον ασφυκτικό έλεγχο των δανειστών με το επιχείρημα ότι το δημόσιο χρέος δεν ήταν βιώσιμο και η χώρα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού.

Μετά από δύο «Μνημόνια Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και ένα «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής», μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής λιτότητας, σήμερα θριαμβολογούμε γιατί βγήκαμε στις αγορές και πάλι, για να δανειστούμε με επιτόκιο 4,95%!

Δηλαδή περίπου με το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου της περιόδου του Οκτωβρίου του 2009.

Με άλλα λόγια χρειάστηκε να στεγνώσει η αγορά, να γονατίσουν τα νοικοκυριά, να αρχίσει νέο ρεύμα μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό σε αναζήτηση δουλειάς, να εκτιναχθεί η ανεργία από το 10,9% -τον Ιανουάριο του 2010- στο 27,5% -τον Δεκέμβριο του 2013-, να ανατραπεί κάθε εργασιακό κεκτημένο, να φθάσει ο βασικός μισθός στα 586 Ευρώ μεικτά, να αυξηθεί το δημόσιο χρέος από τα 329,5 δισεκατομμύρια Ευρώ, το 2010, στα 349,3 δισεκατομμύρια Ευρώ φέτος (ήτοι από το 148 στο 184,9% επί του ΑΕΠ), για να επιστρέψουμε εκεί που βρισκόμαστε τον Οκτώβριο του 2009!

Οι οικονομολόγοι λένε πως η Ελλάδα μετά το 2008 δέχθηκε δύο χρηματοπιστωτικές επιθέσεις, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον αυξημένου ρίσκου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να πέσει το Ευρώ και να ανέβει το δολάριο. Τι εξυπηρέτησαν αυτές οι επιθέσεις; Η Γερμανία και η Γαλλία με την έμμεση υποτίμηση του Ευρώ στήριξαν τις οικονομίες τους, μετά από τους κλυδωνισμούς της κρίσης του 2008 και οι ΗΠΑ προκαλώντας την φυγή κεφαλαίων προς την αμερικανική αγορά ομολόγων πέτυχαν τη μείωση του κόστους δανεισμού τους, σε μία χρονική συγκυρία που είχαν τεράστια ανάγκη από κεφάλαια.

Τα όσα επέτυχαν οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι άλλοι σύμμαχοί μας, τα πιστώνονται οι ηγέτες τους. Και καλά κάνουν.

Τα «επιτεύγματα» των ελληνικών κυβερνήσεων στο διάστημα αυτό, δηλαδή των κυβερνήσεων Παπανδρέου-Σαμαρά-Βενιζέλου και κάποιων βραχύβιων πικραμένων, ποια ακριβώς είναι;

-ότι επιστρέψαμε στο 2009, αφού γονάτισε η χώρα;

-ότι δεν έγινε απολύτως καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση, που όντως τη χρειαζόταν η χώρα;

-ότι  ο ένας στους τρεις Έλληνες είναι άνεργος ;

-ότι αυξήθηκε το δημόσιο χρέος, ενώ το 2010 χαρακτηριζόταν «μη βιώσιμο»;

-ότι εξευτελίστηκε η αξία της δουλειάς μας;

Αν χρειαζόταν αυτός ο ορυμαγδός μέτρων, με το επιχείρημα της βιωσιμότητας του χρέους, γιατί δεν μας εξηγούν οι επαΐοντες τον λόγο της αύξησης του χρέους;

Ξεπουλιέται  η δημόσια περιουσία έναντι πινακίου φακής, αλλά δεν μας εξηγούν ποιοι (επωνύμως) επωφελήθηκαν από τις «αποκρατικοποιήσεις»;

Υφιστάμεθα  επώδυνες θυσίες για να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, αλλά έχουμε καταλήξει όμηροι των κάθε λογής υπαλλήλων στυλ «Τόμσεν, Μαζούχ, Ράιχενμπαχ, κλπ», για να φθάσουμε σήμερα εκεί όπου βρισκόμαστε το 2009.

Ανεχόμαστε τις προσβολές των τεχνοκρατών της τρόικας που δεν λογοδοτούν παρά μόνο στους τραπεζίτες και που η δράση τους χαρακτηρίζεται νομικά αμφιλεγόμενη από συντηρητικούς και σοσιαλιστές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Κι όλα αυτά γιατί; Για να θριαμβολογεί η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, μερικές εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ότι η χώρα επέστρεψε εκεί όπου βρισκόταν πριν από τέσσερα χρόνια: με δημόσιο χρέος που –προφανώς- δεν είναι βιώσιμο, με την δημόσια περιουσία να έχει απαξιωθεί, με την αξία της εργασίας να έχει κατακρημνιστεί και επιπλέον, όμηρος των «εταίρων», που –οι ίδιοι ομολογούν ότι – δεν δανείζουν κινούμενοι από φιλελληνικά αισθήματα.

Αν είναι αυτή επιτυχημένη πολιτική, τότε ας την ανταμείψουμε με την ψήφο μας, ή έστω με την ανοχή μας. Αν όχι, ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη για να δούμε το πρόσωπο του ραγιά.