Search

Αν ο φόβος ήταν χρήμα, η Ελλάδα θα ήταν μία πλούσια χώρα

Αν ο φόβος ήταν χρήμα, η Ελλάδα θα ήταν μία πλούσια χώρα

της Ευσταθίας (Εύας) Μάντζαρη

Υποψήφιας βουλεύτριας του ΜέΡΑ25- Συμμαχία για τη Ρήξη

στο νομό Λέσβου

 

Το 2015 έλαβε χώρα μία σημαντική ρήξη στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, με τον κόσμο που βίωσε στο πετσί του τις μνημονιακές πολιτικές να βγαίνει μπροστά να υπερασπιστεί το τέλος αυτών των πολιτικών. Ο συμβιβασμός του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις υποδείξεις της τρόικας εκείνο το καλοκαίρι, είχε στον πυρήνα του την αφομοίωση του «There Is No Alternative – Δεν υπάρχει εναλλακτική» (σ.σ. απέναντι στον καπιταλισμό), αφήγημα κυρίαρχο στην νεοφιλελεύθερη Ευρώπη από την εποχή της Θάτσερ και μετά. Αυτός ο μονόδρομος της Θάτσερ επέβαλε άγριες ιδιωτικοποιήσεις στις υποδομές της Βρετανίας, καταστρέφοντας παράλληλα το δημόσιο κοινωνικό κράτος, επιφέροντας άθλιες συνθήκες εργασίας, που σήμερα έχουν εδραιώσει τα λεγόμενα «συμβόλαια εργασίας μηδενικών ωρών» (zero-hour contracts). Συμβόλαια που επουδενί δεν αντιστοιχούν σε μηδενικές ώρες εργασίας, αλλά σε μία άχρονη και απεριόριστη υποχρέωση του εργαζόμενου να καλύψει τις ανάγκες της εργοδοσίας. Αυτές είναι επομένως κάποιες απ’ τις φαντασιώσεις του δόγματος έλλειψης εναλλακτικής στη ζωή και την οικονομία που επιβάλλει το σύστημα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Και αφού ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εφάρμοσε αυτό το δόγμα, γιατί να μη το εφαρμόσει η παραδοσιακή νεοφιλελεύθερη παράταξη της Νέας Δημοκρατίας; Αυτή μάλιστα το έκανε πολύ καλύτερα σε κάθε πτυχή της δημόσια ζωής. Όταν έπρεπε να παραχωρήσει στα εγχώρια και ξένα οικονομικά συμφέροντα τα κόκκινα δάνεια, τους σιδηρόδρομους και τις αερομεταφορές, τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία, τις δημόσιες δομές υγείας, και το σύνολο των δημόσιων διοικητικών υπηρεσιών, δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς: α) να τα υποβαθμίσει, για να αντιτάξει την ανάγκη των ιδιωτικοποιήσεων ως μονόδρομο, και β) χωρίς να ενδυναμώσει έναν απολυταρχικό τρόπο άσκησης της πολιτικής (με την ενίσχυση της αστυνομίας σε πόρους και προσωπικό και με την μεταφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφορίων στην ευθύνη του πρωθυπουργικού γραφείου). Όλα αυτά, πριν καν η βιοπολιτική της πανδημίας χτυπήσει τις πόρτες και τα νοσοκομεία μας. Η διαχείριση της πανδημίας έκανε έκδηλη την αντίληψη της ΝΔ ότι με την καλλιέργεια του φόβου απέναντι στην αρρώστια, θα απέφευγε τις κοινωνικές αντιδράσεις για το ξεπούλημα των προστατευόμενων περιοχών Natura της χώρας, την εξαγορά των καναλιών και των ΜΜΕ, την παραχώρηση υπέρογκων ποσών δημοσίου χρήματος σε υμετέρους με απευθείας αναθέσεις για πλατφόρμες «Σκόιλ Ελικικού» και μέσων ατομικής προστασίας σε επιχειρήσεις «φαντάσματα».

Φυσικά, η Νέα Δημοκρατία που το 2019 νίκησε με το δόγμα της ασφάλειας και της σταθερότητας, δε θα μπορούσε να μην αξιοποιήσει τις μεταναστευτικές ροές για να ενισχύσει το αίσθημα φόβου στην κοινωνία, φόβου απέναντι στο διαφορετικό, φόβου απέναντι στον εξαθλιωμένο, την ίδια στιγμή που η ίδια και οι πολιτικές της δεν άφηναν κανέναν περιθώριο στους εγκλωβισμένους πρόσφυγες και μετανάστες στα νησιά να αναζητήσουν μία καλύτερη ζωή με εργασία, εκπαίδευση και αξιοπρέπεια στη δική μας ή σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Αντίθετα, η καλλιέργεια ενός αλλόχθονου εχθρού, που «χάιδευε τα αφτιά» της Ακροδεξιάς, μπορούσε να αξιοποιηθεί ώστε το συγκεκριμένο ακροατήριο να ξεχάσει τις υποσχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για την κατάργηση της συμφωνίας των Πρεσπών για τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά να την «καταπιεί» τεχνηέντως ως απαίτηση των υπεραντλαντικών «συμμάχων» μας.

Λαμβάνοντας επομένως υπόψιν όλα τα παραπάνω δεν θα έπρεπε να προξενεί κάποια έκπληξη η επίθεση απέναντι στο «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη», με αφορμή ένα σχέδιο νόμου κατατεθειμένο στη Βουλή για το σταμάτημα των ληστρικών προμηθειών των τραπεζών σε πολίτες και μικρούς επιχειρηματίες. Βολεύει το σύστημα να μιλάμε για τη «Δήμητρα», αντί να μιλάμε για τις δολοφονικές ιδιωτικοποιήσεις, τις δολοφονικές επαναπροωθήσεις, τα κλειστά κέντρα κράτησης μέσα στα δάση (όπου εμείς σε αντίθεση με τους Μηταράκη – Μουτζούρη – Μητσοτάκη δεν φοβόμαστε να την πούμε Βάστρια – που είναι και το όνομα της), τους πλειστηριασμούς και τη δολοφονική ακρίβεια. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, πως η πολιτική συζήτηση για το τι έγινε το 2015 επιστρέφει σήμερα το 2023, ενώ πολύ λίγο ή καθόλου δεν συζητήθηκε την προεκλογική περίοδο του 2019. Με με τους ίδιους όρους ακριβώς. Με τον τρόμο των capital controls, την επιτήρηση και την εκδικητικότητα της Κομισιόν, που θα επέλθει αν ο λαός αποφασίσει να εκφραστεί στις κάλπες καταδικάζοντας τις πολιτικές που ρημάζουν τη ζωή του. Αξίζει όμως να σκεφτούμε κατά πόσο μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε στις βασικές οικονομικές μας υποχρεώσεις το καλοκαίρι του 2015 κι αν μπορέσαμε με τον ίδιο τρόπο να ανταπεξέλθουμε στις αντίστοιχες υποχρεώσεις σήμερα ή τον δύσκολο χειμώνα που μας πέρασε.

Το «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» κατέρχεται σε αυτές τις εκλογές, ως σάρκα από την σάρκα εκείνου του ιστορικού ΟΧΙ, ως απόδειξη πως στην πολιτική και στη ζωή πάντα υπάρχουν εναλλακτικές. Εναλλακτικές που αναδεικνύουν τα κινήματα προστασίας της πρώτης κατοικίας, της προστασίας του περιβάλλοντος, της προστασίας και της διεκδίκησης αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας από το χωράφι ως την πόλη. Εναλλακτικές που θα βάζουν τη ζωή πάνω από το θάνατο, τις ζωές του κόσμου της εργασίας και της επισφάλειας πάνω από τα κέρδη τους. Γιατί αυτό που θέλει να υπενθυμίσει το «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» σε αυτές τις εκλογές, και μετά απ’ αυτές, είναι πως όλα μας ανήκουν. Και αυτά που είναι που κάνουν, πραγματικά, την Ελλάδα, μία πλούσια χώρα.