Search

Aliens of Lesvos: Η Ιστορία του Χρήστου, της Αναστασίας και του PARASOL

Η αγαπημένη πλέον σελίδα Aliens of Lesvos που παρουσιάζει την ιστορία των ανθρώπων που αποφάσισαν να κάνουν τη Λέσβο σπίτι τους έκανε ένα σούπερ αφιέρωμα στο αγαπημένο Parasol της Ερεσού! Με την άδειά των διαχειριστών της σελίδας αναδημοσιεύουμε εδώ την ιστορία του Χρήστου και της Αναστασίας που ήρθαν για πρώτη φορά στο νησί το 1996 και έμειναν για πάντα στην Ερεσό!
“Ήρθαμε στο νησί πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1996, για να δουλέψουμε στο κλαμπ Γατελούζοι – ο Χρήστος ως DJ κι εγώ ως σερβιτόρα/μπαργούμαν.
Εκείνη την περίοδο μέναμε Ύδρα και έτυχε ένας φίλος του Χρήστου που δούλευε ως DJ στους Γατελούζους να φύγει έκτακτα φαντάρος. Λέει λοιπόν στο Χρήστο ότι παίζει αυτή η δουλειά αν μας ενδιέφερε. Από τη στιγμή που μπορούσαμε να δουλέψουμε και οι δυο μας εκεί, παίρνουμε τηλέφωνο τους ιδιοκτήτες – πολυ ωραίοι άνθρωποι και οι τρεις τους, ό,τι καλύτερο είχαμε συναντήσει – και ερχόμαστε Λέσβο. Εκείνο το καλοκαίρι, βγάλαμε ένα εκατομμύριο δραχμές.
Ξετρελαθήκαμε με το μέρος. Είχαμε τότε ένα μικρό μηχανάκι και έχοντας όλη τη μέρα δική μας – ξεκινούσαμε δουλειά στις 10 το βράδυ μέχρι το πρωί – γυρνούσαμε γύρω-γύρω. Με αυτό το πενηνταράκι φτάσαμε μέχρι την αρχαία Άντισσα! Μας έλεγαν εν τω μεταξύ όλοι, “Ερεσός, Ερεσός”, δουλεύαμε όμως κάθε μέρα και έτσι δεν καταφέραμε να την επισκεφτούμε πριν επιστρέψουμε τελικά Αθήνα.
Στην Αθήνα εγώ τότε ήμουν σε μια θεατρική ομάδα και θα μέναμε εκεί. ‘Ετσι με τα λεφτά που βγάλαμε το καλοκαίρι στη Λέσβο, ψάχναμε να αγοράσουμε ένα μηχανάκι στη “Χρυσή Ευκαιρία” για τις μετακινήσεις μας. Εκεί που ξεφύλλιζε λοιπόν ο Χρήστος την εφημερίδα, την ημέρα των γενεθλίων του, βλέπει μία αγγελία “μαγαζί στη μαγευτική Ερεσό”. Κοίτα να δεις τώρα, σκεφτόμαστε. Παίρνουμε τηλέφωνο, για πλάκα πιο πολύ, για να δούμε τι παίζει και βγαίνει στο τηλέφωνο μία κυρία από την Ύδρα, η οποία μας προσκαλεί στο σπίτι της στη Γλυφάδα να τα πούμε.
“Παιδιά, ή το ενοικιάζω ή το πουλάω”, μας λέει “αλλά θα έρθετε πρώτα να το δείτε”. Μας κάνει λοιπόν τα εισιτήρια και ερχόμαστε ξανά Λέσβο.
Φτάνουμε ξανά στο νησί λιγότερο από δύο μήνες αφότου φύγαμε, Οκτώβρη μήνα, νοικιάζουμε ένα αμάξι και ξεκινάμε για Ερεσό. Πηγαίνοντας από τον παλιό δρόμο και παλεύοντας να μην κάνουμε εμετό από τις στροφές, αναρωτιόμασταν αν ήταν σωστή τελικά η απόφασή μας να έρθουμε στο νησί. Μέχρι που αμφισβητούσαμε και την ύπαρξη αυτής της παραλίας, όταν εμφανίστηκε μπροστά μας η Ερεσός.
Πάμε λοιπόν να δούμε το μαγαζί και είναι ένα γκρέμι… Μια εξέδρα πεταμένη χάλια, το μπαράκι ήταν φτιαγμένο με τούβλο και βαμμένο με μπλε ηλεκτρίκ και κίτρινο κροκί στους αρμούς, ενώ μέσα ήταν όλο άσπρο και γκρι με άσπρες πλαστικές καρέκλες και τραπέζια και φώτα νέον. Το βλέπουμε και λέμε τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ πέρα…”
“Τυχαίνει τώρα και ήταν ανοιχτό το Μαργαριτάρι δίπλα ακριβώς. Ήταν η πρώτη του χρονιά, όταν το είχαν οι Αυστριακοί και καθόμαστε να πιούμε έναν καφέ. Είχε αρχίσει να βραδιάζει εν των μεταξύ και να πέφτει ο ήλιος μέσα στη θάλασσα, γιατί ήταν Οκτώβριος. Στην Ύδρα δουλεύαμε ηλιοβασίλεμα, εγώ στα κοκτέιλ και ο Χρήστος στις μουσικές. Όταν είδαμε λοιπόν τον ήλιο μπροστά στο μαγαζί, λέμε “το έχουμε”. Υπογράφουμε συναλλαγματικές, το αγοράζουμε – γιατί η ενοικίαση δεν ήταν συμφέρουσα – και μέσα σε δύο-τρία χρόνια το ξεχρεώνουμε. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Τα πρώτα χρόνια ότι λεφτά βγάζαμε έπεφταν μέσα στο μαγαζί και από την τρίτη, τέταρτη χρονιά πια μπορέσαμε να ανασάνουμε. Τον πρώτο χειμώνα στην Ερεσό, ένας παππούς που έμενε δίπλα μας, που σαν παππού μας τον είχαμε μετά από τόσα χρόνια, μας έδωσε κουβέρτες και σκεπάσματα και μας έφερνε τραχανάδες το πρωί. Έτσι ξεκινήσαμε, ισιώναμε τις παλιές πρόκες για να φτιάξουμε την πρώτη εξέδρα με τον πατέρα μου και όλους όσους ήρθαν να μας βοηθήσουν, αγοράζαμε καρύδες για τα φώτα, εγώ έγινα ζωγράφος για να κάνουμε τις ταμπέλες και κάπως έτσι, με πολύ προσωπική δουλειά, ξεκινήσαμε. Σίγουρα όμως τίποτα από όλα αυτά δεν θα γινόταν αν δεν είχαμε περάσει καλά στο νησί την πρώτη φορά που ήρθαμε.
Δεν έχει υπάρξει στιγμή που να μετανιώσαμε για την επιλογή μας να εγκατασταθούμε στο νησί και πιστεύω μάλιστα πως αν έμενα σε πόλη, ούτε παιδί δεν θα είχαμε κάνει. Η Ερεσός είναι ένα μέρος που σε κάνει να σκέφτεσαι πως θα ήταν πολύ ωραίο να μεγαλώσεις ένα παιδί. Δεν λείπουν βέβαια και στιγμές που σε κάνουν να αγανακτείς.
Εμείς ταξιδεύαμε τον χειμώνα για δυο-τρεις μήνες και η υπόλοιπη περίοδος μέχρι το καλοκαίρι, ήταν προετοιμασία του μαγαζιού. Όταν αποκτήσαμε τη μικρή μας, τα πράγματα άλλαξαν και αναγκαστικά προσαρμοστήκαμε σε μία νέα πραγματικότητα. Η Ερεσός ωστόσο δεν είχε να προσφέρει πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες και καθώς η κόρη μας μεγάλωνε δεν γινόταν να συνεχίσουμε να μένουμε εκεί όλο το χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο μετακομίσαμε στη Μυτιλήνη”
Η Μυτιλήνη μας αρέσει, είναι μια μικρή πόλη στην οποία μπορείς να βρεις τα πάντα και όπου ένα παιδί άνετα μεγαλώνει μέχρι να φτάσει 18 και να φύγει για σπουδές. Θα μπορούσε να είναι από τα ομορφότερα μέρη της Ελλάδας, όμως οι άνθρωποι που ψηφίζουμε και που τελικά αναλαμβάνουν τη διαχείριση του τόπου δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους. Αλλά και οι ίδιοι οι Λέσβιοι δείχνουν να είναι μπερδεμένοι, αφού στην πλειοψηφία τους απέχουν από το να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες για το σύνολο ή ακόμα και για τα παιδιά τους.
Από την άλλη, έχεις ένα νησί που θα μπορούσε να είναι αυτόνομο γιατί έχει τα πάντα. Αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, ορεινά χωριά και χιόνια, καταρράκτες, ιαματικά λουτρά, μέχρι παραλίες, θαλάσσια σπορ και περιοχές Natura. Μπορείς να συνδυάσεις πολλά διαφορετικά ήδη τουρισμού, θα πρέπει να υπάρχει όμως και κάποιος που να μπορει να εκμεταλλευτεί αυτόν τον πλούτο και να αλλάξει την τουριστική αντίληψη και τον προσανατολισμό στην προώθηση του νησιού.
Μέσα στα 25 χρόνια που βρισκόμαστε στο νησί, ζήσαμε πολλές σημαντικές στιγμές. Οι πιο χαρακτηριστικές, ήταν όταν παλέψαμε με πολλούς άλλους ενάντια στις ανεμογεννήτριες που ήθελαν να στήσουν στο Σίγρι, τα επεισόδια της Καράβας, όταν βλέπαμε στα κανάλια να παρουσιάζονται εντελώς διαφορετικά τα γεγονότα και τώρα τελευταία με την Πρωτοβουλία της Παραλίας Ερεσού. Γενικότερα, ότι μας ενώνει όλους σε έναν κοινό σκοπό.
Έτσι μείναμε κι εμείς εδώ, γιατί ο κόσμος αυτός μας αγκάλιασε και εκτίμησε την ποιότητα του νέου αυτού προϊόντος που φέραμε, σε ενα παρθένο μέρος όπως ήταν τότε η Ερεσός. Διαφορετικά θα είχαμε φύγει στον χρόνο, δεν είχαμε ούτε τις άκρες ούτε και τις καβάτζες για να επαναπαυτούμε. Τον πρώτο καιρό είχαμε δυσκολίες ακόμα και στο να βρούμε πρώτες ύλες. Βασικά υλικά, όπως λάιμ και σιρόπια, τα φέρναμε από Αθήνα. Μας άρεσε όμως που υπήρχε ένα μαγαζί σε μια παραλία της Λέσβου, που έκανε πράγματα που ούτε στην Αθήνα δεν τα κάνουν. Που το παιδάκι στην Ερεσό ήξερε για τα bao buns και είχε ακούσει dub reggae συγκροτήματα δυο χρόνια πριν φτάσουν στην Αθήνα”.
– Τί είναι για σας τελικά η Λέσβος;
“Το ηλιοβασίλεμα στην Ερεσό”
Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Αναστασία Θεοδωροπούλου και τον κύριο Christos Votsis για τη συνέντευξη.