Search

Ο Μπαμπίκος έφυγε….

Μπάμπης Αλατζάς – ηθοποιός

 «Το θέατρο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας» 

Μόλις πριν μερικούς μήνες ενώ πολεμούσε τον καρκίνο μου είπε ότι εξάντλησε τη ζωή του σε ανούσιες σχέσεις ,σε κουβέντες που δεν είχαν νόημα και η αρρώστια του τον έκανε να καταλάβει ότι για όσο χρόνο του απέμενε  έπρεπε να δει τα πράγματα αλλιώς .Μέχρι ένα σημείο το κατάφερε .Όμως,ο Μπάμπης ήταν μόνος .Και το τελευταίο διάστημα ,πολύ μόνος …. 

Η συνέντευξη που μας έδωσε πριν από ένα χρόνο περίπου στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΙΚΑ ήταν το απόσταγμα της ιδιοσυγκρασίας του.Τη δημοσιεύουμε παρακάτω ως έναν αποχαιρετισμό σε ένα φίλο που δεν θα ξεχάσουμε.Καλό Ταξίδι ….

 

Ο Μπάμπης Αλατζάς,  ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης, αλλά ταυτόχρονα ένας σεμνός και δημιουργικός άνθρωπος, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέχρι την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, το έτος 1967. Θέλοντας να συνεχίσει τις σπουδές του, εγκαταλείπει το νησί και πηγαίνει στην Αθήνα όπου δίνει εξετάσεις στη Σχολή Ικάρων. Η δοκιμασία του αυτή παρ’ όλο που στέφθηκε με επιτυχία από πλευράς εξετάσεων, καταλήγει τελικά στην απόρριψή του από τη σχολή λόγω πολιτικών αντιλήψεων (η σχολή χρησιμοποίησε ως πρόσχημα προβλήματα όρασης). Ας μην λησμονούμε ότι στα δύσκολα εκείνα χρόνια της επταετίας, ο παράγοντας  των «πολιτικών φρονημάτων» ήταν καθοριστικός για την εισαγωγή σε μια στρατιωτική σχολή, αλλά και για την εν γένει πορεία του κάθε ανθρώπου.

Στη συνέχεια ακολουθεί η στρατιωτική θητεία στο στρατόπεδο στο Γουδί, η οποία πέρασε με αρκετές δυσκολίες στα χρόνια της Δικτατορίας και κατόπιν ο Μπάμπης Αλατζάς επιστρέφει και πάλι στη Μυτιλήνη.

Προερχόμενος από φιλότεχνη οικογένεια που αγαπούσε πολύ τη μουσική και το θέατρο, αλλά όντας και ο ίδιος λάτρης του κινηματογράφου και του θεάτρου είχε από μικρός  στενή επαφή με την τέχνη. Ο άνθρωπος όμως που τον παρότρυνε και του έδωσε το ερέθισμα να ασχοληθεί πραγματικά με το χώρο της τέχνης, ήταν η γειτόνισσα της οικογένειας Αλατζά, κυρία Νιόβη Γαβριήλ – Τριανταφύλλου, ποιήτρια και πρώην διευθύντρια του Εθνικού Ωδείου.  Η Νιόβη Γαβριήλ ήταν εκείνη που με την πολυετή  πείρα της διέκρινε αυτό το «κάτι» στον Μπάμπη και αφού άρχισε να του παραδίδει μαθήματα, του πρότεινε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό  Θέατρο. Εκείνος μην έχοντας κάποια άλλη προοπτική εκείνη την εποχή, δέχεται και επιστρέφοντας πάλι στην Αθήνα πετυχαίνει την εισαγωγή του στο Εθνικό Θέατρο. Αυτό το επίτευγμα ήταν ένας πραγματικός άθλος, αν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη δυσκολία των εξετάσεων του Εθνικού εκείνη την εποχή καθώς και το μικρό αριθμό εισακτέων. Παρ’ όλα αυτά, όπως μας λέει ο ίδιος ο Μπάμπης Αλατζάς,  «είχα βαθιά μέσα μου την πίστη και τη βεβαιότητα ότι θα τα καταφέρω, πριν καν μάθω τα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και τις σπουδές  μου  τις διασκέδασα αφάνταστα  κι ένιωσα απ’ την αρχή ότι ήμουν γεννημένος για ηθοποιός».

Τελειώνοντας το Εθνικό Θέατρο το 1975,  έρχεται και η πρώτη δουλειά το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς που ήταν « Ο Ερωτόκριτος» και ανέβηκε από την Εταιρία Θεάτρου Κρήτης σε περιοδεία στην Κρήτη. Από  κει κι έπειτα αρχίζουν οι συνεργασίες με τους μεγάλους του θεάτρου,  όπως τον Μάνο Κατράκη στο «Χριστόφορος Κολόμβος», το Λυκούργο Καλλέργη, το Μίμη Φωτόπουλο, τη Μαίρη Αρώνη, την Ελένη Χατζηαργύρη, το Θύμιο Καρακατσάνη, τη Νόνικα Γαληνέα, το Νίκο Ρίζο, τους σκηνοθέτες  Μπάκα, Βολονάκη, Μποτέρη,  Χαραλάμπους, Παπαγεωργίου, Ευαγγελάτο, Μιχαηλίδη, Χριστοδουλάκη κ. α. Επίσης έχει συνεργαστεί και με μεγάλους μουσικούς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Χρήστος Νικολόπουλος  και πολλούς  άλλους  με τους οποίους συνεχίζει τη συνεργασία του μέχρι σήμερα.

Το 1976  ο Μπάμπης Αλατζάς φτιάχνει δικό του θέατρο, το «Θέατρο του Πειραιά», μαζί με τον συνεργάτη και φίλο του Τάκη Μποτέρη, το οποίο λειτουργεί για 15 χρόνια μέχρι το 1991. Παράλληλα συνεργάζεται και με διακεκριμένους συγγραφείς όπως ο Διαλεγμένος, ο Μάτεσης, ο Μανιώτης, ο Ζιώγας κ. α. Αυτή τη χρονική περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με το χώρο της τηλεόρασης, όπου  πρωτοεμφανίζεται  το 1979-1980 στην πολύ επιτυχημένη σειρά «Ο Συμβολαιογράφος», καθώς και την επόμενη χρονιά 1980-1981  στα «Λαυρεωτικά».  Συνολικά  πρωταγωνιστεί  ή συμμετέχει σε 23 σειρές στην Ελλάδα και σε  τρεις στο εξωτερικό.

Την περίοδο 1992- 1993 επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε,  όπου και αναλαμβάνει τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Δήμου Μυτιλήνης. Σήμερα ο Μπάμπης Αλατζάς έχει εγκαταλείψει την ασφυκτική και απάνθρωπη ζωή της Αθήνας και   ζει εδώ στην πόλη μας απολαμβάνοντας  τις καθημερινές χαρές και την ποιότητα ζωής που μπορεί να προσφέρει το νησί.

Αλατζάς 2

 

Κύριε  Αλατζά, μέσα από τη μακρόχρονη πορεία σας ως καταξιωμένος ηθοποιός, έχετε ενσαρκώσει πάρα πολλούς ρόλους. Ποιούς απ’ αυτούς θα χαρακτηρίζατε σαν σταθμούς στην καριέρα σας ή σαν τους πιο αγαπημένους  ρόλους;

Μ. Α.  Είναι γεγονός ότι είμαι από τους ανθρώπους που όχι μόνο αγαπώ πολύ τη δουλειά μου, αλλά τη διασκεδάζω παράλληλα και έχω υποστηρίξει όλους τους ρόλους μου με πάθος. Αναφορικά με το θέατρο, θα έλεγα ότι  κάποιοι από τους  σημαντικότερους ρόλους που έχω παίξει είναι ο «Μεμάς» στο έργο «Μάνα, μητέρα, μαμά», ο «δάσκαλος» στο «Φορτουνάτος», ο «υπηρέτης» στο «Κατσούρμπος», ο «πολίτης» στο «Ανάκριση τρίτου βαθμού», ο «Τζον» στο «Νησί», ο «εργάτης» στο «Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ», ο «ράφτης» στο μονόπρακτο «Αυτός και το παντελόνι του», ο «σιδεράς» στο «Παραμύθι δίχως όνομα» και πολλοί άλλοι. Επίσης από τις σημαντικότερες δουλειές μου  στην τηλεόραση  είναι τα «Λαυρεωτικά», ο «Συμβολαιογράφος», «Η λάμψη των άστρων», «Ψίθυροι καρδιάς», «Η τρικυμία», «Άγγιγμα ψυχής», «Της αγάπης μαχαιριά», «Μη μου λες αντίο».

Σήμερα όλος ο κόσμος μιλά για την «κρίση». Εσείς θεωρείτε ότι το θέατρο σε γενικότερο πλαίσιο, περνάει κρίση;  

Μ. Α.  Φυσικά και περνάει πολύ μεγάλη κρίση. Το θέατρο μην ξεχνάτε ότι είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, σε επίπεδο κοινωνικό, αξιών, αλλά και οικονομικό. Πίσω όμως απ’ τις δυσκολίες βλέπεις ανθρώπους που αγωνίζονται με όλες τις δυνάμεις τους. Υπάρχουν ομάδες ηθοποιών που κάνουν πολύ σημαντικά πράγματα και πίσω απ’ αυτές τις προσπάθειες πιστεύω ότι θα βγει κάτι καλό. Διότι πρέπει να γνωρίζετε πως οι ηθοποιοί δεν βάζουν πάνω απ’ όλα το χρήμα, αλλά την τέχνη και τους προβληματισμούς τους. Ζούμε σε μια κοινωνία διεφθαρμένη. Το χρήμα «χάλασε» πολύ κόσμο, αφού για 30 χρόνια ο Έλληνας δεν σκέφτηκε ποτέ το «εμείς»,  παρά  το «εγώ».  Τα αποτελέσματα τα βιώνουμε, ενώ παράλληλα στην όλη κατάσταση συνετέλεσε  και η παγκόσμια οικονομική κρίση. Πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι, μόνο όταν αποκτήσουμε απ’ τη μια,  διοικητική  κουλτούρα ώστε οι δημόσιες υπηρεσίες να δουλεύουν σωστά κι απ’ την άλλη, όταν οι Έλληνες αρχίσουν να δουλεύουν ομαδικά, ο ένας για τον άλλο. Όπως λέει ο Αλέξανδρος Δουμάς στους «Τρεις Σωματοφύλακες», «ένας για όλους και όλοι για έναν».

Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους παλιούς και στους νέους ηθοποιούς κι αν ναι, πού εντοπίζονται αυτές;

Μ. Α.  Όχι, δεν νομίζω ότι υπάρχουν διαφορές. Εγώ στηρίζομαι στο νέο ηθοποιό. Η δουλειά μας είναι ομαδική και συνεργαζόμαστε για ένα καλό αποτέλεσμα. Έχουμε πολύ λίγες κακές περιπτώσεις.  Πιστεύω ότι τα προβλήματα  δεν είναι τόσο θέμα των ηθοποιών, όσο θέμα εποχής και συγκυριών. Σημαντικότατο ρόλο δε, παίζει ο συγγραφέας του έργου, ο οποίος είναι κύριος εκπρόσωπος της εποχής του και αναδεικνύει μέσα από το έργο του τους προβληματισμούς, τις αξίες, τα πιστεύω, τις ανασφάλειες, την ηθική, την κουλτούρα και γενικότερα την εικόνα της εκάστοτε κοινωνίας.

Η πολιτεία πιστεύετε ότι υποστηρίζει την τέχνη όσο θα έπρεπε;

Μ. Α.  Η πολιτεία είναι ότι χειρότερο όχι μόνο για την τέχνη, αλλά  και την παιδεία. Κι αυτό το λέω με απόλυτη βεβαιότητα,  διότι  κάνει ότι είναι δυνατόν για να μην μάθει ο Έλληνας γράμματα και να μην ασχολείται με τις τέχνες. Με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζεται η κουλτούρα του, αποκοιμιέται το μυαλό και η κοινωνία γίνεται εύπλαστη  μάζα στα χέρια των πάσης φύσεως επιτήδειων, είτε αυτοί λέγονται πολιτικοί, είτε οτιδήποτε άλλο. Έτσι λοιπόν δεν παρέχει καμία βοήθεια και καμία υποστήριξη, παρά μόνο λόγια. Μάλιστα τώρα τελευταία ούτε λόγια, γιατί δεν ξέρουν πια τι να πουν. Είμαστε το κράτος που διαθέτει τα λιγότερα για την τέχνη και την παιδεία στην Ευρώπη. Πέρα απ’ το μουσείο της Ακρόπολης, δεν έχει γίνει τίποτα ουσιαστικό.

Σήμερα, ποια είναι η σχέση σας με την ιδιαίτερη πατρίδα σας τη Μυτιλήνη; Αισθάνεστε ότι έχει αδικηθεί σαν τόπος;

Μ. Α.  Η σχέση μου με τη Μυτιλήνη είναι πάρα πολύ καλή. Μην ξεχνάτε ότι είναι η πατρίδα μου, είναι ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Πιστεύω ότι έχει αδικηθεί σαν τόπος από τους ίδιους τους Μυτιληνιούς και  «ο νοών  νοείτω».  Δυστυχώς επικρατεί  πάντα  το «εγώ» αντί για το «εμείς». Ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο ο καθένας,  θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πολύ περισσότερο τον τόπο μας.  Επίσης γεγονός είναι,  ότι  το σχέδιο Καλλικράτης διέλυσε το νησί και γι’ αυτό είναι ανάγκη να γίνουν εμπεριστατωμένες μελέτες, ώστε να απορροφηθούν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ διότι δεν πρέπει οι αρμόδιοι φορείς να περιμένουν τίποτα πλέον από το ανύπαρκτο κράτος. Τελειώνοντας θα ήθελα να εκφράσω την επιθυμία που νιώθω,  να  κάνω κάτι για τον τόπο μου και μάλιστα έχω στα σχέδια αυτό το διάστημα κάποια δουλειά για την πραγματοποίησή της…