Search

Το… μερακλίδικο αφιέρωμα του “Γαστρονόμου” στο Σίγρι

“Πιο μερακλίδικα δεν έχω φάει αλλού. Κουκιά βραστά και χόρτα βουνίσια, τηγανιτές πίνες και κολυφάδες,(ανεμώνες της θάλασσας) χουχλίδια (σαλιγκάρια της θάλασσας) και καβουράκια πιλάφι, όστρακα και σβιρνιές (αβρωνιές)”, γράφει η Νικολέτα Μακρυωνίτου για την κουζίνα του Σιγρίου που μαγεύει όλους τους επισκέπτες του αυτού του “ησυχαστήριου” που η δημοσιογράφος γνώρισε πριν από 16 χρόνια όταν πήγε για πρώτη φορά ως νύφη. Στο 8σελιδο αφιέρωμα που ετοίμασε μαζί με τον φωτογράφο Νίκο Κόκκα, αναφέρει την ιστορία του Σιγρίου, τον “τόπο των Θεών” που κάποτε μάγεψε τον Αλμπερ Καμί που ήθελε να ζήσει εκεί για πάντα.

“Το μικρό ψαροχώρι γνωστό κυρίως για το Απολιθωμένο δάσος του και το ομώνυμο μουσείο βρίσκεται την άλλη άκρη του νησιού σε απόσταση περίπου 90 χιλιομέτρων από τη Μυτιλήνη. Παρθένος τόπος, αληθινό ησυχαστήριο που γνώρισα για πρώτη φορά όταν πήγα εκεί νύφη, πριν από 16 χρόνια και έζησα σε ρυθμούς αλλοτινών εποχών. για ψωμιά υπάρχουν όλα κι όλα δυο παντοπωλεία ένας φούρνος, ένα μικρό μανάβικο και ανάλογα με την ημέρα αριβάρουν δύο αυτοκινούμενα μανάβικα, ένας ψαρομανάβης και βέβαια τα καΐκια που ξεψαρίζουν στο λιμάνι.

Μια μικρή, σύντομη ιστορία έχει το Σίγρι του οποίου οι κάτοικοι είναι εμιγκρέδες κυρίως από τα Χουχλιά, την Τένεδο και το Αϊβαλί. Μέχρι το 1923 που κατέφτασαν στο χωριό με ανταλλαγή πληθυσμών  το μεγάλο ποσοστό των κατοίκων ήταν Τούρκοι. Έκτοτε ψαράδες  και ναυτικούς έβγαζε αυτός ο τόπος , καλοφαγάδες που τρώνε ψάρια και θαλασσινά αυτούσια χωρίς πολλά πολλά, τηγανιτά ή ψητά και βέβαια παστά για ουζάκι τους. Τα μεζεκλίκια προέκυψαν στη διάρκεια των χρόνων κυρών για να διαχειριστούν την περίσσια ψαριάς, να μην πάνε χαμένα τα αλιεύματα και φυσικά για να συντροφεύουν το ούζο”.