Search

“Η Κυρά της Εφταλούς” στα παιδικά μου μάτια

Της Μαριάνθης Καραφύλλη

“Άκουσα να μιλούν για ψαράδες της Εφταλούς, για αηδόνι της Εφταλούς και άλλες ιστορίες για την πανέμορφη αυτή εξοχή του Μολύβου της Λέσβου. Κανείς όμως δεν ανέφερε τίποτα για την Κυρά της Εφταλούς, τη γυναίκα που έδινε για χρόνια ζωή στον κάμπο και τους γύρω λόφους της Εφταλούς, τη γυναίκα που μας έμαθε να λατρεύουμε αυτόν τον τόπο. Θεώρησα λοιπόν χρέος μου να κάνω εγώ αυτό το εγχείρημα, αν και δεν θεωρώ ειδικό τον εαυτό μου και οι μνήμες μου δεν με βοηθούν σήμερα και τόσο πολύ.

Αρχικά με προβλημάτισε ο τίτλος που θα έπρεπε να της δώσω. Η λέξη Κυρά μου ήρθε αυθόρμητα, αλλά αναρωτήθηκα για το γιατί. Ψάξιμο λοιπόν στο λεξικό. Και ιδού το αποτέλεσμα της μελέτης μου. Κυρά σημαίνει Κυρία, βασίλισσα, αφέντρα, οικοδέσποινα, αλλά και δασκάλα. Ακόμα, σημαίνει τον άνθρωπο και στην περίπτωσή μας τη γυναίκα, που έχει κύρος, που εξουσιάζει, που ελέγχει, που έχει αξιοπρέπεια. Τι απ’ όλα ήταν η θεία Χαρίκλεια; Μα απ’ όλα και αυτό πιστεύω ότι στη συνέχεια θα γίνει κατανοητό απ’ τον καθένα. Γιατί Κυρά και όχι Κυρία; Γιατί αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν άνθρωπο λαϊκό στην καταγωγή και στον τρόπο ζωής της, αλλά και μια λατρεία. Ψηλόλιγνη και στητή, σκέτη βασίλισσα στα παιδικά μας μάτια. Μια βασίλισσα που εξουσίαζε τις πέτρες, τα βράχια, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα ζώα. Μια γυναίκα που δεν σου άφηνε περιθώρια να της αρνηθείς αυτό που σου έλεγε. Όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί με τον τρόπο της σε έκανε να τη λατρεύεις.

Προσπάθησα να βάλω σε τάξη τις ανάκατες μνήμες και τα συναισθήματα που με πλημμύριζαν και με πλημμυρίζουν κάθε φορά που αναφέρω το όνομά της. Καλύτερα να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή για να μπορέσω να σας μεταφέρω την εικόνα ή τις εικόνες που έχω στο μυαλό μου γι’ αυτή τη γυναίκα και που πιστεύω ότι δικαιώνουν τον τίτλο που της έδωσα. Η πρώτη μου εικόνα, νήπιο ακόμα, ξεκινά από ένα Σαββατοκύριακο που ο πατέρας μας ανακοίνωσε ότι θα το περάσουμε στην Εφταλού, μια εξοχή όπως προανέφερα δίπλα στη θάλασσα με διάσπαρτες κούλες, δηλαδή μικρά σπιτάκια για τις ανάγκες των αγροτών της περιοχής, αλλά και τα παραθεριστικά τους σπίτια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Στο κέντρο της Εφταλούς αντίκρυσα την κούλα της θείας Χαρίκλειας, αδελφής της μητέρας μου. Μια τσαντίρα όπως την έλεγαν, καμωμένη με πλεγμένα κλαδιά ελιάς και για ταβάνι καλάμια με τις φυλλωσιές τους. Για πάτωμα το χώμα.

Ένα χώμα όμως που νόμιζες πως το είχαν γλείψει, που δεν του ξέφευγε ούτε ένας κόκκος από το πολύ σκούπισμα. Δυστυχώς σταθήκαμε άτυχοι, γιατί άρχισε να βρέχει και η τσαντίρα άρχισε να μπάζει. Και ιδού το πρώτο μου μάθημα με δασκάλα τη θεία Χαρίκλεια. Φέρε κλαδιά γρήγορα Μαριάνθη, μου φώναζε. Να έτσι τα πλέκουμε. Πρώτα τα όρθια και μετά τα πλαγιαστά. Φέρε και καλάμια να βάλουμε στη σκεπή. Θα τα πλέξουμε κι αυτά θεία; Όχι αργότερα. Τώρα θα τα πετάξουμε μόνο από πάνω για να μη βραχούμε. Όταν περάσει η βροχή, θα τα δέσουμε για να μην τα πάρει ο αέρας. Και μετά η μαγική νύχτα με τη μουσική από τις ψιχάλες της βροχής να χαϊδεύουν τα κλαδιά της τσαντίρας και το μαγικό λυχναράκι της καλύβας να εξάπτει τη φαντασία μας.

 

Τα επόμενα χρόνια οι διακοπές μας στην Εφταλού έγιναν πιο άνετες. Η θεία μας έμενε τώρα στην κούλα του Εφταλιώτη και για την ακρίβεια στην κουζίνα και στα πλυσταριά της κούλας. Φρόντιζε όμως και το υπόλοιπο σπίτι για να είναι περιποιημένο, όταν θα ερχόταν οι ιδιοκτήτες, συγγενείς του Αργύρη Εφταλιώτη. Τι φούρνος ήταν αυτός και τι ψωμιά και φαγητά έβγαζε! Τι μαγεία να πετάς μέσα τα ξύλα και να βλέπεις τις φλόγες να τυλίγουν τα πέτρινα τοιχώματά του, ενώ τα ρουθούνια σου γέμιζαν από την ευωδιά του καμένου ξύλου! Και κάπως έτσι, πριν πάω ακόμα στο σχολείο, είχα από τη θεία μας και το πρώτο μάθημα λογοτεχνίας και συγκεκριμένα στοιχεία της βιογραφίας του συντοπίτη λογοτέχνη μας. Τον βλέπεις αυτόν τον βράχο; μου έλεγε η θεία μου. Είναι σαν θρόνος. Εδώ λοιπόν καθόταν ο Εφταλιώτης και έγραφε τα βιβλία του. Ο δεύτερος λογοτέχνης που έμαθα, πριν ακόμα μάθω να διαβάζω, ήταν ο Μυριβήλης. Η θεία μου ήταν φίλη με τη Δασκάλα με τα Χρυσά μάτια, τη γυναίκα που ενέπνευσε το Μυριβήλη να γράψει το ομώνυμο έργο του. Στ’ αλήθεια την αγαπούσε τη Στέλλα θεία ο Μυριβήλης; Μπα, έτσι έλεγε αυτός, αλλά η ίδια δεν το παραδεχόταν και τον έβριζε. Έτσι είχα τις πληροφορίες που ήθελα από πρώτο χέρι. Και για παιχνίδια όμως έβρισκε καιρό η Χαρίκλεια. Ελάτε, θα σας μάθω ένα παιχνίδι με τις πλάκες της χαλικοστρωμένης αυλής. Πηδάτε, ανοίγετε τα πόδια και πατάτε στις άσπρες πλάκες. Μετά πηδάτε, κλείνετε τα πόδια και τα βάζετε στη μαύρη πλάκα, κ.ο.κ. με ρυθμό όμως, και ένα και δύο και ένα και δύο και μετά με ένα τραγουδάκι που δυστυχώς δεν το θυμάμαι σήμερα. Φτιάξε και αλυσίδα με τις πευκοβελόνες Μαριάνθη. Έλα να σου δείξω και πώς να τις πλέξεις για να κάνεις κρεβατάκι για την κούκλα σου. Αργότερα θα σας κάνω και κούνια στην ελιά. Έφερε ο θείος σας ένα γερό σχοινί. Να σ’ αυτό το κλαδί θα τη στερεώσουμε, που είναι χοντρό. Το σκαμνάκι, ένα καρπετάκι και έτοιμη η κούνια σας. Άντε τώρα να φέρουμε νερό από την πηγή και να βάλουμε και τα καρπούζια να κρυώσουν στη χαβούζα (μικρή πισίνα για αγροτικές ανάγκες). Κορίτσια εσείς πάρτε τις στάμνες κι εγώ θα πάρω τον τενεκέ. Κι εννοούσε έναν τενεκέ λαδιού με ανοιγμένη την πάνω πλευρά και με ένα αυτοσχέδιο ξύλινο χερούλι στερεωμένο στο κέντρο. Ελάτε, θα σας δείξω και το φίλο μου το βάτραχο. Με γνωρίζει αυτός και θα ρθει μόλις πάμε. Έτσι μάθαμε πως δεν έπρεπε να βάζουμε τα χέρια μας μέσα στα νερά της χαβούζας όταν ήταν βρώμικη, πώς να αλλάζουμε το νερό της, αλλά και πώς να καλούμε το φίλο μας το βάτραχο. Οι γατούλες απαραίτητη συνοδεία μας μέχρι τη χαβούζα. Είναι καλές για τα ποντίκια και τα φίδια μας έλεγε η θεία μας. Και τα σκαντζοχοιράκια, επίσης. Δεν αγαπούσε όμως καθόλου τα κουνάβια και τις νυφίτσες και τα κυνηγούσε με πέτρες, σε αντίθεση με μένα που ανυπομονούσα να δω ένα τουλάχιστον να πηδάει σαν τον Ταρζάν από κλαδί σε κλαδί.

 

Αργότερα, η θεία Χαρίκλεια έχτισε τη δική της κούλα, με μια καμαρούλα αρχικά και με δύο αργότερα. Φύτεψε και περιποιόταν η ίδια το αμπέλι της, μάζευε τα σύκα, τα αχλάδια, τα αμύγδαλα, τις ελιές. Περιποιόταν την κατσικούλα της, το σκύλο ονόματι Λούλα, που ήταν φίλος με τη γάτα, τις κότες της και τον απίθανο γαϊδαράκο της. Τι ζωντανό ήταν αυτό! Μεγάλο σαν μουλάρι, υπομονετικό και με τα πιο εκφραστικά μάτια που έχω δει στη ζωή μου. Σου μιλούσε με τα μάτια του. Μ’ αυτόν πηγαινοερχόταν στο χωριό, αλλά όταν πηγαίναμε μαζί της, εμάς μας έβαζε καβάλα στον γαϊδαράκο κι εκείνη περπατούσε δίπλα μας. Μη φοβάσαι, μου έλεγε. Σε γνωρίζει και ξέρει το δρόμο. Αλλά κι εκείνη τον πρόσεχε σαν τα μάτια της. Μαριάνθη, μου έλεγε, άλλαξέ του το νερό, πήγαινέ τον στη σκιά, πήγαινέ τον εκεί που το χορτάρι είναι περισσότερο. Δώσε και στην κατσίκα κανένα κλαδί ελιάς. Ψάξτε και για κανένα αυγό. Οι ρημάδες οι κότες τα σπέρνουν όπου νάναι. Και κάπως έτσι, έγινα η παθιασμένη ζωόφιλη που είμαι σήμερα. Έμαθα κοντά της πώς να φτιάχνω τα ξερά σύκα, το βράσμα (πετιμέζι από ξερά σύκα), την αλευριά, το ριτσέλ(ι), τις ελιές και πως τα αχλάδια ωριμάζουν καλύτερα, όταν τα σκεπάζουμε με φύλλα συκιάς.

Πήρα ακόμα κοντά της και το πρώτο μάθημα μανιταρολογίας, κάνοντας χίλια κομμάτια ένα τεράστιο μανιτάρι συκιάς, για να εξελιχθώ σήμερα σε φανατική μανιταροσυλλέκτρια. Πήρα όμως και το βάπτισμα στα μαθήματα βοτανολογίας. Καλή ρίγανη θα μαζέψετε κάτω από το πεύκο, μας έλεγε. Θυμάρι και φυτιλάκια θα βρείτε στις κουκουναριές. Ψάξτε και για κουκουνάρια.

Μαζέψτε και αψιθιά. Κάνει καλό στα μελανιάσματα. Κόψτε και δυόσμο κάτω από τη χαβούζα, για τη σαλάτα μας. Στα χωράφια θα βρούμε και σπαθόχορτο. Το θέλει ο μπαμπάς σου για την πέτρα στο νεφρό του. Σε εκείνο όμως που δεν την έφτανε κανείς ήταν το μαγευτικό τσάι της. Ευωδίαζε όλη η περιοχή, όταν το έφτιαχνε. Και όταν το πίναμε ήταν σαν να ζούσαμε τις Χίλιες και μια νύχτες. Μαύρο τσάι σε ανάμειξη με 6-7 βότανα που η ίδια είχε μαζέψει και αποξηράνει, κανέλα και γαρύφαλλα. Συνοδεία πάντα οι άσπρες και μαύρες ελιές παραγωγής της, χωριάτικα παξιμάδια και το μοναδικό λαδοτύρι του θείου Σταύρου. Ανυπομονούσαμε να ρθει αυτή η ώρα, που τη βλέπαμε σαν τελετουργικό. Μεθούσαμε με το άρωμά του. Μας το έφτιαχνε το πρωί ή το βράδυ. Δεν μας έλειπε όμως και το γαλατάκι μας. Μας το προμήθευε ο θείος Σταύρος, που τον περίμενε να περάσει με τη φοράδα του πηγαίνοντας για το χωριό.

Μετά το πρωινό, έπρεπε να κουβαλήσουμε νερό από την πηγή, να περιποιηθούμε τα ζωντανά, να δούμε αν είναι εντάξει τα σκιάχτρα στο αμπέλι για να μην τρώνε τα σταφύλια τα πουλιά, να μαζέψουμε τα σύκα, χωριστά τα φρέσκα από τα ξερά, αλλά και να φάμε από τη συκιά, τώρα που είναι δροσερά, όπως μας έλεγε. Για να μην κουραζόμαστε με το ανεβοκατέβασμα, είχε ανακαλύψει και μια εφεύρεση. Ένα σχοινί που ξεκινούσε από την κούλα και έφτανε μέχρι κάτω, στο αμπέλι, με κρεμασμένα κουδούνια. Κατά διαστήματα, τραβούσαμε το σχοινί και η Εφταλού γέμιζε κουδουνίσματα. Έτσι έλεγε τρομάζουν και φεύγουν τα πουλιά. Για να το λέει κάτι θα ήξερε. Μετά την επίσκεψή μας στις συκιές έπρεπε να ποτίσουμε τα λουλούδια. Αληθινό Παράδεισο τον είχε κάνει το χώρο γύρω από την κούλα της η Χαρίκλεια. Ένα πολύχρωμο και ευωδιαστό Παράδεισο, που αλοίμονο σε όποιον τον πείραζε. Και επειδή η κούλα ήταν τώρα αρκετά μακριά από τη χαβούζα, η Χαρίκλεια είχε κάνει κι εδώ το θαύμα της. Ένα τεράστιο λάστιχο ξεκινούσε από τη χαβούζα και έφτανε μέχρι τον κήπο της, με μια αυτοσχέδια κάνουλα στο άκρο της, Μια τάπα από ξύλο, τυλιγμένο με ένα κομμάτι τσουβάλι. Όταν έφτανε η ώρα για το πότισμα, η Χαρίκλεια έβγαζε την τάπα και ρουφούσε με δύναμη το λάστιχο. Θεία το νερό της χαβούζας είναι βρώμικο. Δεν φοβάσαι; Πώς δεν σου έρχεται στο στόμα; Να κοίτα, μου έλεγε. Όταν το νερό φτάνει κοντά μας, θα δεις το λάστιχο να κουνιέται σαν φίδι. Είναι σημάδι ότι ο αέρας έχει φύγει από μέσα και σταματάς το ρούφηγμα. Στο τέλος η πιο κοπιαστική δουλειά της ημέρας: Το άνοιγμα και το σκούπισμα των μονοπατιών, πάντα υπό την καθοδήγησή της και κάτω από το αυστηρό της βλέμμα. Α, εδώ δεν σήκωνε παιχνίδια.

Τα μονοπάτια σε όλα τα χωράφια έπρεπε να λάμπουν. Μη ρθει κανείς νύχτα και δεν μπορεί να τα δει. Χάραξε και σκαλάκια, Μαριάνθη, σ’ αυτή την πλαγιά, εσύ που τα κάνεις όμορφα. Και να εγώ καμάρι με το τσαπί στο χέρι. Ακόμα ψάχνω για τα σκαλάκια μου, τις δημιουργίες μου, όταν ο δρόμος με βγάλει σ’ αυτά τα μέρη. Εν τω μεταξύ, εκείνη ετοίμαζε την κατσαρόλα με το φαγητό.

Μια μεγάλη κατσαρόλα, σε μια υπαίθρια φωτιά με ξύλα, ανάμεσα σε δυο πέτρες, πλάι στον τοίχο που δεν τον πιάνει ο αέρας. Τα αγαπημένα της, φασόλια μπιάζ, μελιτζάνες γεμιστές και πατάτες με κρέας. Τι θα το κάνουμε τόσο φαγητό θεία; Α, θα ρθουν τα παιδιά. Πού το ξέρεις; Σου το είπαν; Μου το έγραψαν. Να διάβασε ξανά το γράμμα τους εσύ που ξέρεις να διαβάζεις όμορφα. Μετά να μου διαβάσεις και το γράμμα της Παρασκευής από την Αμερική και να της γράψουμε δυο λόγια. Θα σου δώσω και το γραμματόσημο από το φάκελο. Μα εδώ θεία δεν λέει ότι τα παιδιά θα ρθουν. Το καταλαβαίνω εγώ από το ύφος τους, μου έλεγε. Ε κι έπειτα αν δεν ρθουν τα παιδιά όλο και κάποιος θα ρθει. Τι, να μην έχουμε φαγητό να τον τρατάρουμε; Να θα ρθει ο μπαμπάς σου το βράδυ και θα είναι κουρασμένος από τη δουλειά. Κι έπειτα αν δε ρθει κανένας, ε το τρώμε και αύριο. Θα το φυλάξουμε στο φανάρι. Αερίζεται και αντέχει το φαγητό. Έχουμε και τα ζωντανά. Κι εννοείται ότι τις πιο πολλές φορές τα ζωντανά έκαναν πανηγύρι! Τη μέρα δε που περίμενε τον ξενιτεμένο αδελφό της, που είχε να τον δει πολλά χρόνια, η κουζίνα είχε πάρει φωτιά.

Μετά την απογευματινή φιέστα, ακολουθούσαν οι καλύτερες ώρες. Ψωμί, τυρί, ελιές, ντομάτα, την κουρελού παραμάσχαλα και στο βράχο κάτω από το πεύκο, που έχει δροσιά και θέα. Δεν ήθελε όμως και να επαναλαμβανόμαστε. Την άλλη μέρα, στις κουκουναριές, να μαζέψουμε και κουκουνάρια. Και η θέα εκεί είναι καλύτερη. Όταν ήταν πιο ξεκούραστη, μας κατέβαζε μέχρι το «βουναλάκι», το λόφο πάνω από τη θάλασσα. Να βλέπουμε τα καϊκια, μας έλεγε. Θα μας πετάξουν και κανένα ψάρι. Ας είναι και παπαδιές. Είναι όλο γλύκα όταν τις κάνουμε τηγανητές! Άλλες φορές κατεβαίναμε μέχρι τη θάλασσα για απογευματινό μπάνιο και μας έπιανε το βράδυ. Πρώτη επιδρομή στα τζιτζίφια της παραλίας, μπροστά από την κούλα του Γιάννη και της Ευανθίας. Μετά παιχνίδι στην παραλία με τα βότσαλα. Ψάξτε για πλατιές και λεπτές πέτρες, μας φώναζε η Χαρίκλεια, για να κάνουμε πιο πολλά ψωμάκια. Πέντε ή εφτά η Χαρίκλεια, τρία εγώ. Καημό το είχα να την περάσω. Πιο χαμηλά, στο πλάι και με δύναμη. Να ξύνει η πέτρα τη θάλασσα, με συμβούλευε. Έλα, σου βρήκα και μια ελαφρόπετρα. Θα σου χρειαστεί, όταν θα μεγαλώσεις. Να και μια τσακμακόπετρα. Αν βρούμε ακόμα μια και τις χτυπήσουμε μεταξύ τους, μπορεί να ανάψουμε φωτιά με αυτές. Μυρίστε της να δείτε πως μυρίζουν, σαν μπαρούτι. Ακολουθούσαν οι πεταλίδες από τα κοντινά βράχια για το πεντανόστιμο πιλάφι της. Θα σου μάθω και πώς να βγάζεις αχινούς. Σχίζουμε στη μια άκρη το καλάμι, βάζουμε ανάμεσα ένα ξύλο, το δένουμε και έτοιμο το καμάκι μας. Άντε εσύ τώρα, που ξέρεις να κολυμπάς, να βγάλεις και κανέναν αχινό. Θα είναι γεμάτοι σήμερα. Έχει φεγγάρι. Βγάζε μόνο τους θηλυκούς, που έχουν από πάνω τους πετραδάκια, φύκια ή κοχύλια. Όχι τους μαύρους. Είναι αρσενικοί. Άλλη μέρα θα κάνουμε πυροφάνι για χταπόδια. Να ρθουν όμως και τα αγόρια. Θα περπατάς στο νερό μέχρι τη μέση της γάμπας σου. Και τα αγόρια σχεδόν πάντα μας έφερναν χταπόδι. Εγώ δεν τα κατάφερα, πώς θα μπορούσα άλλωστε! Δεν είχα κλείσει τα δέκα ή τα δώδεκα! Αλλά ακολουθούσα. Τσαλαβουτούσα μαζί τους στα μαύρα νερά της Εφταλούς. Με μάγευε η δάδα με το κουτάκι με το πετρέλαιο που μου είχε φτιάξει η Χαρίκλεια, οι αναλαμπές της στο νερό κι αυτή η ατέλειωτη προσμονή ότι κάποιο χταπόδι θα κολλήσει στην άσπρη γαμπούλα μου! Και μετά η Χαρίκλεια θεϊκή μαγείρισσα. Φέρτε ξυλαράκια παιδιά. Και να, η φωτιά στην παραλία.

Προνοητική η θεία μου. Στην τσάντα της και η εφημερίδα. Θα τυλίγεις το χταπόδι στην εφημερίδα και μετά θα το βάζεις στη φωτιά. Έτσι γίνεται πιο καλό. Πώς η εφημερίδα δεν έπαιρνε φωτιά, δεν μπορώ να το θυμηθώ.

Εκείνο όμως που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι η γεύση απ’ αυτό το χταπόδι, που ακόμα την αναζητώ και η μυρωδιά του, ανακατεμένη με τις ευωδιές της ρίγανης, του θυμαριού, του μάλαθρου και των αμάραντων, των κοντινών λόφων. Αργότερα, όλα αυτά θα σχηματίσουν στο μυαλό μου την έννοια του αέρα της Εφταλούς και θα γίνουν συνώνυμα με την έννοια της εξοχής που πάντα ψάχνω. Η ίδια δεν κολυμπούσε. ΄Όπως όμως μας έλεγε, μάζευε τα χταπόδια, όταν επέστρεφε με το γάιδαράκο της στο χωριό και τα νερά ήταν τραβηγμένα.

Μετά το βραδυνό γεύμα, μας έπιανε η νοσταλγία. Βλέπετε απέναντι (στα παράλια της Μ. Ασίας) αυτό το φάρο; Πού, πού; Να, τώρα άναψε. Τον είδα κι εγώ θεία. Κοιτάξτε ευθεία από το φάρο στην κορυφή του βουνού. Βλέπετε τους τρεις ανεμόμυλους; Ε, εκεί ήταν τα χωράφια του παππού σας. Μια μέρα ενώ επέστρεφε με τη βάρκα του, τον έπιασε καταιγίδα. βράχηκε, κρύωσε και τον χάσαμε από πνευμονία. 28 χρόνων!! Καημένε παππού!! Καημένη γιαγιά που ξενοδούλευες με το μαύρο φακιόλι σου ως το τέλος της ζωής σου, για να μεγαλώσεις τέσσερα ορφανά! Καημένα ορφανά που δεν προλάβατε να γνωρίσετε τον πατέρα σας και εμείς τον παππού μας! Όμως ήμασταν παιδιά. Ξεχνιόμασταν εύκολα. Να ‘τος άναψε πάλι ο φάρος θεία. Και το φως του μας ταξίδευε στις απέναντι ακτές. Λες από τότε να έχει μπεί το πνεύμα του Οδυσσέα μέσα μου και να ψάχνω συνέχεια την Ιθάκη μου;

Μετά, η επιστροφή στο καλύβι μας. Η κρεμασμένη λάμπα, το λουξ όπως το έλεγαν τότε, να φωτίζει το χώρο 2-3 τετραγωνικών της αυλής, με τις μυριάδες αναλαμπές του στα καλάμια της σκεπής και των τοίχων της και λίγο πιο μακριά οι σκιές των πεύκων και των λιόδεντρων να εξάπτουν τη φαντασία μας.

Όταν ήταν και ο πατέρας μας μαζί, είχαμε και μάθημα αστρονομίας.

Η μεγάλη άρκτος, η μικρή άρκτος, ο πολικός αστέρας, ο Ιορδάνης ποταμός και τα χιλιάδες άλλα αστέρια να ενώνονται με τα φωτάκια της απέναντι μικρασιατικής ακτής, ψηφίδες σε μαβή καμβά. Η Χαρίκλεια μας μετέφερε τη μαγεία τους. Κορίτσια, κοιτάξτε τα αστέρια που πέφτουν. Να τώρα έπεσε ένα. Ναι, ναι το είδα κι εγώ θεία. Κάνε γρήγορα μια ευχή, αλλά χωρίς να μας την πεις, για να πιάσει. Ακολουθούσε η ευωδιά του τσαγιού της Χαρίκλειας και νωρίς-νωρίς στα κρεβάτια μας. Τρόπος του λέγειν. Μια κουβέρτα απλωμένη στο ξύλινο, υπερυψωμένο μισοπάτωμα της καλύβας, το σέτο όπως το λέγαν στον τόπο μας και εμείς αραδιασμένοι στη σειρά να πειραζόμαστε και να γελάμε. Σταματήστε, κατούρησα τη βράκα μου και δεν μπορώ να βγω νυχτιάτικα έξω! Νέα ξεσπάσματα γέλιου από μας και μετά ησυχία και νανούρισμα από τα εκατοντάδες τριζόνια των γύρω δέντρων και το θόρυβο από τον παφλασμό των κυμάτων. Πού και πού η φωνή μιας κουκουβάγιας μας μετέφερε στα όνειρά μας στον κόσμο των μαγισσών.

Δεν παρέλειπε όμως και την κοινωνικοποίησή μας η Χαρίκλεια. Πιάσε το φανάρι, Μαριάνθη, ή μήπως να πάρουμε το λουξ; Έχει αέρα. Θα πάμε να δούμε τη θεία μας την Περσεφόνη απόψε. Τι μαγική διαδρομή ήταν αυτή! Σκοτάδι παντού και οι σκιές των δέντρων να κρύβουν χίλιες μάγισσες πίσω τους. Τώρα θα ξεπεταχτούν. Αλλά πάλι είχαμε για παρηγοριά το φαναράκι μας. Το πορτοκαλί του φως ζέσταινε τον τρόμο μας. Και μετά, η κορμοστασιά της θείας Χαρίκλειας. Όσο την αισθανόμασταν δίπλα μας, δεν μας πτοούσε τίποτα. Κι εκείνη όλο μας μιλούσε για να μας κάνει να ξεχαστούμε. Τελευταίο εμπόδιο ο πέτρινος ξεροτρόχαλος τοίχος που μας χώριζε με τη γειτόνισσα συγγενή μας. Και να το όμορφο σπιτάκι κάτω από την αμυγδαλιά να το φωτίζει το φεγγάρι και η γιαγιά η Περσεφόνη και η αδελφή της Πηνελόπη με το φακιόλι, μια γλυκιά, αχνή ανάμνηση. Το επόμενο βράδυ η βόλτα μας ήταν πιο μακρινή. Βλέπετε εκείνη την κούλα που ξεχωρίζει στον απέναντι λόφο; Εκεί θα πάμε απόψε. Να δούμε τον ξάδελφό μας το Χαδούλα. Χαρά εμείς, για την περιπέτεια που μας περίμενε! Ακόμα θυμάμαι τα πανέμορφα σταφύλια απ’ αυτή μας την επίσκεψη. Άλλο βράδυ μας πήγαινε στα Θέρμα της Εφταλούς. Μεγάλες παρέες εκεί. Από το Μόλυβο, αλλά και από άλλα μέρη της Λέσβου και της Ελλάδας, κυρίως από Αθήνα, που ερχόταν για να κάνουν τα μπάνια τους. Μυριάδες οι ιστορίες. Κι εμείς τις ακούγαμε με το στόμα ανοιχτό. Πολλές φορές μας πήγαινε ακόμα πιο μακριά, στους Αγίους Αναργύρους. Εκεί, ήταν σκέτο πανηγύρι. Οι παρέες ακόμα πιο μεγάλες. Άλλες να κάθονται γύρω από το τεράστιο τραπέζι της αυλής με χαραγμένα εκατοντάδες ονόματα και άλλες έξω από την εξώπορτα της αυλής, στο πέτρινο παγκάκι, να θωρούν τη θάλασσα και τις απέναντι ακτές. Άλλες ιστορίες εδώ, αλλά και τραγούδια και μουσική με όργανα. Κι εμείς να μπαινοβγαίνουμε από το μικρό πορτάκι πάνω στη βαριά ξύλινη εξώπορτα του άλλοτε μοναστηριού εξορίστων καλογήρων και να παίζουμε τους πειρατές, με τη φαντασία μας να οργιάζει. Το πηγάδι με το αγίασμα, το δεύτερο αγαπημένο μας. Τα ασπρισμένα σκαλάκια που οδηγούσαν σ’ αυτό μας τραβούσαν σαν μαγνήτης. Περιέργεια αλλά και δέος. Ο αδελφός μου, σαν πιο μεγάλος και πιο γενναίος έφθανε μέχρι το τελευταίο σκαλί. Εγώ το κατάφερα πολλά χρόνια αργότερα, όταν σταμάτησα να φαντάζομαι θεριά να ξεπροβάλλουν από τα σκοτάδια του.

Μια μόνο φορά, αρκετά χρόνια αργότερα, η βόλτα μας ήταν πιο μακρινή. Θεία θέλω να δω τις Δυο Πέτρες. Και η θεία, που δεν μας χαλούσε χατήρι, μας συνόδεψε, παρά την ηλικία της, μέχρι τις Δυο Πέτρες, δυο τεράστια βράχια όρθια στη μέση της βοτσαλωτής ακτής. Εδώ είναι τα σύνορα Μολύβου-Σκαμιάς, μας είπε η θεία και σε μας ακούστηκε σαν να ήταν τα σύνορα με μια άλλη χώρα, μακρινή, μαγική! Μερικές φορές πηγαίναμε βόλτα από την άλλη πλευρά, προς το χωριό. Στις κούλες στο Μνο. Στην κούλα των αδελφών Τσιπνή με τον τεράστιο πλάτανο, στην κούλα την θείας Ευστρατίας, της νουνάς της μητέρας μου, με τις ωραίες δαντέλες και στην κούλα του μπάρμπα Φώτη με το παραμυθένιο περιβόλι και τον γάιδαρο με τις παρωπίδες να γυρνάει γύρω από το πηγάδι και να ανεβάζει το κρυστάλλινο νερό. Όταν μου μιλούσαν για τον Παράδεισο, το κτήμα του μπάρμπα Φώτη έφερνα στο μυαλό μου. Τι κρίμα που τον γκρέμισε κι αυτόν ο κακώς εννοούμενος τουρισμός. Μια φορά, αρκετά χρόνια αργότερα, η Χαρίκλεια μας πήγε να δούμε και τη νεόκτιστη κούλα του νεώτερου λογοτέχνη μας, του Βενέζη. Χαιρόταν ιδιαίτερα που τον είχε γνωρίσει προσωπικά. Και τότε μας διηγήθηκε την ιστορία της πυρκαγιάς στην Εφταλού. Πώς κουβαλούσαν νερό, πώς εκείνη είχε την ιδέα και οργάνωσε και τους άλλους να κάνουν αλυσίδα για να φέρνουν γρήγορα το νερό, μια και η πηγή του Εφταλιώτη ήταν αρκετά μακριά και το νερό της δεν είχε δύναμη. Καμάρωνε για τα μπράβο του Βενέζη γι’ αυτή της την ιδέα. Αργότερα θα διάβαζα στο αντίστοιχο διήγημα του Βενέζη, για τις ηρωικές γυναίκες της Εφταλούς και καμάρωνα κι εγώ με τη σειρά μου που η μια ηρωίδα ήταν η θεία μου!

Αγράμματη γυναίκα ήταν η Χαρίκλεια, αφού λόγω των συνθηκών ήταν αδύνατον να πάει σχολείο. Το μυαλό της όμως έβλεπε πολύ πολύ μπροστά. Καταλάβαινε από τους πρώτους την αξία του τουρισμού για τον τόπο μας και γινόταν χίλια κομμάτια για να περιποιηθεί τους τουρίστες. Δεν μπορώ να τα μιλήσω, μας έλεγε, αλλά τους καταλαβαίνω και με καταλαβαίνουν. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη της και με το «Καλώς τους». Και να κουβάλημα τα καλούδια της. Ξετρελαμένοι μαζί της όλοι οι ξένοι που τη γνώρισαν. Πριν λίγα χρόνια αντάμωσα ξανά έναν απ’ αυτούς και στα μάτια του ήρθαν δάκρυα όταν αναφέραμε το όνομά της. Πάμε να δούμε τον πύργο που έκανε ο Λάρρυ στη θάλασσα; Όμως μην τον χαλάσετε. Απίθανος πύργος! Όμως θείτσα μου είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια!! Μόνος επέστρεψε στην Εφταλού ο φίλος του. Ο Λάρρυ δεν υπάρχει πια, όπως και ο πύργος του. Σημάδεψε όμως τη γωνιά του. Ακόμα, μέχρι και σήμερα, όταν θα πλησιάσω στα βράχια, νομίζω ότι θα δω να ξεπροβάλει ο πανέμορφος πύργος του αρχιτέκτονα.

Για να μη μας πιάσει όμως η θλίψη, να αλλάξουμε θέμα. Πλησίαζε ο Σεπτέμβριος. Μετρούσαμε με λύπη τις μέρες που μας έμεναν ακόμα πριν ανοίξουν τα σχολεία και φύγουμε από τον Παράδεισο της Χαρίκλειας. Οι χαρές μας όμως δεν τέλειωναν. Ακόμα και τις τελευταίες αυτές μέρες τις περιμέναμε με αγωνία και παρακαλούσαμε να βρέξει. Και ο Θεός μας άκουγε και έριχνε τη βροχούλα του. Άλλη περιπέτεια κι αυτή! Μαγικό ξύπνημα στις 5,30 το πρωί. Το μυρωδάτο τσάι ήδη μας περίμενε αχνιστό. Αλλά το πίναμε βιαστικά αυτή τη φορά. Γρήγορα, πριν βγει ο ήλιος, μας φώναζε η θεία μας. Να κοιτάζετε καλά στις ρίζες από τις αστοιβιές. Πρώτα κοντά στις κουκουναριές. Θα ετοιμάσω το θείο σας και μετά θα ρθω να σας βρω, να πάμε και στο βουναλάκι. Το φακό στο χέρι και τροχάδην με την μικρότερη ξαδελφούλα μου, τη Στρατούλα, για να προλάβουμε τα σαλιγκάρια. Και τι χαρά ήταν αυτή, όταν τα βρίσκαμε αγκαλιασμένα σε πεντάδες, δεκάδες! Και μετά η μαγική ανατολή, να την απολαμβάνουμε παρέα με το ψωμοτύρι της Χαρίκλειας και τον πρωινό αέρα της Εφταλούς να μας χαϊδεύει το πρόσωπο. Τα σαλιγκάρια τα αναλάμβανε η Ουρανία, η αδελφή της Χαρίκλειας, μητέρα μου και μαεστρίνα της κουζίνας αυτή. Αποχαιρετούσαμε την Εφταλού και τη Χαρίκλεια και με φορτισμένες τις μπαταρίες μας ξεκινούσαμε τη ζωή του Χειμώνα, περιμένοντας με αγωνία τις επόμενες διακοπές.

 

Ακόμα και σήμερα θα δείτε μια ηλικιωμένη να κάνει μόνη της το μπάνιο της κοντά στο βραχάκι της Εφταλούς, κάτω από τα αλμυρίκια που αντικατέστησαν τις τζιτζιφιές. Μονόχνωτη, ίσως θα πείτε. Όμως γι’ αυτήν, θάλασσα σημαίνει Εφταλού. Εξοχή σημαίνει Εφταλού. Αέρας σημαίνει Εφταλού. Εφταλού σημαίνει ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ με όλες αυτές τις αναμνήσεις να τη συντροφεύουν. Να γιατί αυτή η ηλικιωμένη δεν είναι μόνη της, δεν αισθάνεται ποτέ μόνη της. Και δεν αλλάζει αυτόν τον τόπο με κανέναν άλλον!