Search

Πιττακός ΙΙ – συμβουλές για τον γάμο (η ιστορία μας σαν παραμύθι)

Ο Πιττακός, ο σοφός πρόγονός μας, που τον τίμησαν οι Μυτιληνιοί επειδή ήταν τυραννοκτόνος- είχε σκοτώσει τον τύραννο Μέλαγχρο- αλλά και γιατί είχε οδηγήσει το στράτευμα στην νίκη επί των Αθηναίων για τον έλεγχο του Σιγείου, είχε κακοπέσει στον γάμο του. Όχι γιατί είχε παντρευτεί γυναίκα φτωχή . Το αντίθετο. Είχε κάνει γάμο με γυναίκα από ανώτερη γενιά.Αδελφή του Δράκοντα, του γιου του Πένθιλου, ήταν η σύζυγος του Πιττακού. Αλλά αυτό το εκμεταλλευόταν εκείνη και συνεχώς του μιλούσε περιφρονητικά, αν και σοφός. Κείνος όμως, ακριβώς επειδή ήταν σοφός και ήξερε πως με την γυναίκα του δεν θα έβγαζε αλλιώς άκρη,  προτιμούσε να αποφεύγει τους τσακωμούς. Κι  όπως λέμε μέχρι σήμερα «έπαθε κι έμαθε».

Μια φορά ένας νεαρός ξένος, Αταρνείτης, πλησίασε τον σοφό Πιττακό να του ζητήσει συμβουλή για τον γάμο του.  Τον διάλογο αυτόν, μας τον παραδίδει ο Καλλίμαχος στα «επιγράμματα».

«Γέροντα καλέ μου, διπλός γάμος με καλεί», είπε ο νεαρός στον Πιττακό, «η μια κοπέλα από πλούτη και γενιά, είναι της δικής μου σειράς. Ανώτερή μου είναι η άλλη. Συμβούλεψέ με, ποια να πάρω για γυναίκα;»

Ο Πιττακός κρατούσε ένα μπαστούνι. Το σήκωσε κι έδειξε στον νεαρό Αταρνείτη, μια παρέα πιτσιρικάδων, που έπαιζαν πιο πέρα με τις σβούρες τους. Χτυπούσαν τις σβούρες και έτρεχαν στον δρόμο.

«Ακολούθησέ τα», του είπε. Ξαφνιάστηκε ο νεαρός, αλλά υπάκουσε και πλησίασε την παρέα των αγοριών.

«Τὴν κατὰ σαυτὸν ἔλα”, δηλαδή «πάρε αυτή (την σβούρα) που είναι κοντά σου», έλεγε το ένα παιδί στο άλλο.

Άκουσε τα λόγια των πιτσιρικιών ο Αταρνείτης, κατάλαβε το μήνυμα του σοφού Πιττακού. Κι αποφάσισε να πάρει για γυναίκα του «τήν κατά σαυτόν», εκείνη που ήταν της δικής του σειράς, κι ας ήταν πιο φτωχή.

Ο Πιττακός «έπαθε κι έμαθε» με την γυναίκα που είχε διαλέξει. Δεν ήθελε να πάθουν και οι άλλοι.

Αλλά ο σοφός Μυτιληνιός αποστρεφόταν τα πλούτη όχι μόλο εξαιτίας της περιφρόνιας που είχε από τη γυναίκα του. Ήταν από τη φύση του άνθρωπος ταπεινός. Γυρνούσε αφρόντιστος στους δρόμους, γι αυτό ο ποιητής Αλκαίος, που δεν τον συμπαθούσε καθόλου, τον κορόιδευε «αγάσυρτο» και επειδή δεν κρατούσε λυχνάρι  όταν έβγαινε νύχτα στον δρόμο –άλλο σημάδι φτώχειας- τον έλεγε «ζοφορορπίδα».

Μάλιστα όταν κάποτε τον κάλεσε ο Κροίσος στο παλάτι του και του έταξε όσο χρυσάφι ήθελε, ο Πιττακός του μήνυσε: «δεν θα κερδίσω τίποτε  αν έρθω στις Σάρδεις.  Χρυσάφι δεν χρειάζομαι, κι αυτά που έχω φτάνουν και παραφτάνουν για μένα και για τους φίλους μου. Αλλά  θα ᾿ρθω, για να μείνω μαζί σου, γιατί είσαι άνθρωπος φιλόξενος».

—–