Search

Μεθυμναίος: Ο Γιάννης Λάμπρου αποκαλύπτει τα μυστικά του μοναδικού λεσβιακού οίνου

Το μοναδικό κρασί στον κόσμο που γίνεται από μια σπάνια ποικιλία το Λεσβιακό κρασοστάφυλο, αποδεικνύει περίτρανα τη ρήση του Αθηναίου στους «Δειπνοσοφιστές» ότι «με της Λέσβου το κρασί κανένα δεν συγκρίνεται».

Τι και αν η πανάρχαια οινοποιητική παράδοση διακόπηκε βίαια στις αρχές του 20ου αιώνα λόγω της φυλλοξήρας, όπου οι Λέσβιοι αμπελουργοί εγκατέλειψαν τα αμπέλια τους .

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η οικογένεια Λάμπρου ανακάλυψε τα τελευταία εναπομείναντα κλήματα αυτής της παλιάς ποικιλίας στην περιφέρεια των Χυδήρων, από την οποία θα μετονομαστεί πια σε «Χυδηριώτικο». Ο Μεθυμναίος οίνος, γεννήθηκε μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου, που η λάβα του χιλιετίες πριν είχε δημιουργήσει το Απολιθωμένο Δάσος της Λέσβου.

«Στοχεύω στο να μεταφέρω στο οινόφιλο κοινό την ωμή κομψότητα και το βάθος της έκφρασης των εδαφών και του σταφυλιού της δυτικής Λέσβου με έναν δωρικό τρόπο»

Το 1997 η οικογένεια Λάμπρου ολοκλήρωσε την κατασκευή του οινοποιείου “Μεθυμναίος”, το οποίο επίσης βρίσκεται στα Χύδηρα. Οι πρώτες φιάλες βιολογικού Μεθυμναίου Οίνου βγήκαν από τη γραμμή παραγωγής του οινοποιείου το 1999. Το κρασί αυτό, εσοδείας 1997, ήταν το πρώτο εμφιαλωμένο κρασί στην ιστορία του νησιού της Λέσβου.

Σήμερα ο Γιάννης Λάμπρου, γιος της οικογένειας, συνεχίζει επάξια την παράδοση φέρνοντας το Μεθυμναίο μπροστά στη λίστα των ελληνικών κρασιών με διεθνή αναγνώριση και φέρνοντας νέα πνοή και δυναμική στο οινικό τοπίο.

– Καταρχάς θα θέλαμε να μάθουμε γιατί επιλέξατε το όνομα «Μεθυμναίος» για τα κρασιά σας. Τι ακριβώς σημαίνει για εσάς «ταύτιση» των προϊόντων σας με αυτήν την ονομασία;

Γ.Λ. -Ο «Μεθυμναίος» ήταν προσωνύμιο του θεού Διονύσου, το οποίο ετυμολογείται από την αρχαία λέξη «μέθη» που σημαίνει κρασί και τη λέξη «ύμνος». Επομένως το όνομα «Μεθυμναίος» σημαίνει ύμνος κρασιού και εκφράζει αφενός την επιμονή μου στην ποιότητα του κρασιών που παράγω και αφετέρου αποτελεί αναφορά στο ένδοξο οινοποιητικό παρελθόν του νησιού της Λέσβου, όπου ο θεός Διόνυσος λατρευόταν από την πρώιμη κιόλας αρχαιότητα.

Κ. Λάμπρου, είναι γνωστή η προσήλωσή σας σε κάποιες συγκεκριμένες αρχές που διέπουν την παραγωγή του Μεθυμναίου οίνου και στον τρόπο που γενικά εργάζεστε. Θα θέλατε να τις αναφέρετε και να μας εξηγήσετε γιατί είναι τόσο σημαντικό να παραμένετε πιστός σε αυτές;

Γ.Λ. -Στόχος μου ως οινοποιού είναι να μεταφέρω στο οινόφιλο κοινό την ωμή κομψότητα και το βάθος της έκφρασης των εδαφών και του σταφυλιού της δυτικής Λέσβου με έναν δωρικό τρόπο, δηλαδή με λιτές, ξεκάθαρες, αρμονικά συνδυασμένες γραμμές, χωρίς άχρηστα τεχνητά στολίδια.

Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζομαι στηριζόμενος σε τρεις απαράβατες αρχές, που είναι οι εξής : οινοποιώ αποκλειστικά σταφύλια της γηγενούς ποικιλίας της Λέσβου Χυδηριώτικο, αυτά καλλιεργούνται μόνο στο δυτικό, ηφαιστιογενές τμήμα του νησιού, δηλαδή από τη Φίλια ως το Σίγρι και ότι τα κρασιά μου είναι αυστηρά βιολογικά. Το Χυδηριώτικο, όπως δείχνει η εμπειρία μου, απορροφά και εκφράζει το ηφαιστιογενές έδαφος της δυτικής Λέσβου καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη ποικιλία, ενώ ο βιολογικός τρόπος παραγωγής βοηθάει στην καθαρότητα της έκφρασης των εδαφών και της ποικιλίας.

Γιάννης Λάμπρου : “Ήμουν ο πρώτος που έβγαλε πορτοκαλί κρασί στην ελληνική επικράτεια. Στην αρχή δεν καταλάβαιναν τι ήταν, με τον καιρό με έχουν αντιγράψει αρκετοί Έλληνες οινοποιοί”

 

Ποια είναι η ιδιαιτερότητα των δικών σας κρασιών, είναι θέμα ποικιλίας, τεχνικής ή κάτι άλλο;

Γ.Λ. –Θα έλεγα ότι όσα παρέθεσα παραπάνω καλύπτουν και αυτό το ερώτημά σας. Επειδή όμως αναφέρατε τη λέξη «τεχνική», μου δίνετε την αφορμή να σημειώσω ότι η λιτότητα και η καθαρότητα της έκφρασης που αποσκοπώ, απαιτούν όντως τεχνική η οποία πολλές φορές αποδεικνύεται ιδιαίτερα σύγχρονη και πολύπλοκη.

Σε τι οφείλεται λοιπόν η σπάνια και ξεχωριστή τους γεύση, αυτή η επίγευση της «ορυκτότητας» ;

Γ.Λ. –Στο συνδυασμό εδάφους, ποικιλίας και τεχνικής. Ένα κρασί παραγόμενο σε γεωγραφική περιοχή όπως η δυτική Λέσβος, είναι δυνατόν λόγω του ηφαιστιογενούς της εδάφους να προσδώσει ορυκτότητα. Εάν όμως ο οινοποιός δεν γνωρίζει στο μέγιστο τη δουλειά του, είναι πιθανόν όχι μόνο ορυκτότητα να μην έχει το κρασί που θα παράγει, αλλά να αποκτήσει «προβληματικό» χαρακτήρα.

«Ο Μεθυμναίος Οίνος είναι εξολοκλήρου βιολογικό κρασί. Εκφράζει την επιμονή μου στην ποιότητα του κρασιών που παράγω και αποτελεί αναφορά στο ένδοξο οινοποιητικό παρελθόν της Λέσβου»

– Θα λέγατε ότι ο «Μεθυμναίος Οίνος» είναι εξολοκλήρου βιολογικό κρασί;

Γ.Λ. –Ναι, ουσιαστικά αλλά και τυπικά. Ουσιαστικά, γιατί οι τρόποι παραγωγής στο οινοποιείο και στους αμπελώνες είναι ελεγχόμενα φυσικοί και τυπικά γιατί η μόνη χημικής προέλευσης βοηθητική ουσία που προσθέτουμε στο κρασί είναι το διοξείδιο του θείου, σε πολύ μικρές ποσότητες, όπως επιβάλλει η κοινοτική και διεθνής νομοθεσία για τους βιολογικούς οίνους, έως εκατό εκατομμυριοστά του τελικού προϊόντος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, όσο και να πιουν οι καταναλωτές από το κρασί μας, την επόμενη ημέρα θα ξυπνήσουν χωρίς πονοκέφαλο.

Γιατί «πορτοκαλί» και όχι «ροζέ». Πώς συλλάβατε την ιδέα παραγωγής και διάθεσης στην ελληνική αγορά ενός «πορτοκαλί» κρασιού;

Γ.Λ. –Όπως προανέφερα, ό,τι κάνω ως οινοποιός αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν καθαρότερη έκφραση των εδαφών και του σταφυλιού της δυτικής Λέσβου. Το πορτοκαλί κρασί, μια αυθόρμητη έκφραση του Χυδηριώτικου που προκύπτει χωρίς τη δική μου επέμβαση κατά την έναρξη της οινοποίησης, βρίσκεται τρόπον τινά σε μια διαφορετική οκτάβα από το λευκό κρασί σε ό,τι αφορά τα αρώματα εσπεριδοειδών της ποικιλίας.

Ενώ δηλαδή στο λευκό κυριαρχούν τα αρώματα κίτρου και λεμονιού, στο πορτοκαλί κυριαρχούν τα πιο προχωρημένα αρώματα μαρμελάδας πορτοκαλιού και γλυκού περγαμόντου.

Σε ότι αφορά την ορυκτότητα, η αίσθησή των χωμάτων του νησιού στο στόμα είναι πιο γεμάτη στο πορτοκαλί απ’ ό,τι είναι στο λευκό, το οποίο έχει τον πιο «αέρινο» χαρακτήρα του άφθονου στο έδαφος της δυτικής Λέσβου θείου. Από την άλλη στο πορτοκαλί κρασί λείπουν τα αρώματα φρούτων του δάσους και μπαχαρικών του Χυδηριώτικου, αλλά και το μέταλλο της ορυκτότητας που βγάζει ο ερυθρός Μεθυμναίος ως άλλη έκφραση της ποικιλίας και του εδάφους.

Δε νομίζω ότι με ένα ροζέ κρασί από Χυδηριώτικο θα είχαμε τόσο καθαρά διαφοροποιημένη αίσθηση της ποικιλίας και της ορυκτότητας από τα άλλα δύο κρασιά και αυτό ακριβώς αποτελεί και το λόγο ύπαρξης του πορτοκαλί κρασιού έναντι, πιθανώς, ενός ροζέ.

Υπήρξαν δυσκολίες στην εφαρμογή της ιδέας σας και ποια είναι η απήχηση του γενικά στο οινόφιλο κοινό;

Γ.Λ. –Ομολογώ ότι στην αρχή δεν καταλάβαιναν τι ήταν. Τώρα, όπως γίνεται πάντα όταν κάποιος προτείνει κάτι καινούργιο, με έχουν αντιγράψει αρκετοί άλλοι Έλληνες οινοποιοί. Ας σημειωθεί, ότι ήμουν ο πρώτος που έβγαλε πορτοκαλί κρασί στην ελληνική επικράτεια.

Ποιο είναι το πιο σημαντικό βραβείο για σας από όσα έχετε λάβει;

Γ.Λ. –Κάθε διάκριση από τις δέκα συνολικά που έχω λάβει αποτελεί και μια ιδιαίτερη εμπειρία όταν έρχεται. Νομίζω όμως, ότι από τις διεθνείς μου διακρίσεις οι δύο σημαντικότερες είναι η βαθμολόγηση του ερυθρού Μεθυμναίου του 2010 με 91/100 και η ταυτόχρονη ανάδειξή του σε κρασί του μήνα Ιουλίου 2011 από το αμερικανικό περιοδικό Wine and Spirits και η βαθμολόγηση του πορτοκαλί Μεθυμναίου του 2014 με 17,5/20 από το αγγλικό site : www.jancisrobinson.com τον Ιούνιο του 2015.

Και οι δύο αποτελούν υψηλότατες βαθμολογήσεις για ελληνικό κρασί, και ας μην ξεχνάμε η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, όπου έγιναν αντίστοιχα οι γευσιγνωσίες που οδήγησαν σε αυτές τις υψηλές βαθμολογήσεις, αποτελούν καθοδηγητές γνώμης για την υπόλοιπη υφήλιο.

-Υπάρχουν σχέδια για το μέλλον, πού και σε τί θα προσδιορίζατε τις πιθανές «επενδύσεις» σας;

Γ.Λ. –To μότο του οινοποιείου μου είναι «ποιότητα και εντοπιότητα με το βλέμμα στον κόσμο». Εύχομαι οι ορίζοντές μου να διευρύνονται ολοένα και περισσότερο ανά τον πραγματικά συναρπαστικό αυτόν κόσμο όπου ζούμε.